Ένας καρδιακός θάνατος στην Αμμόχωστο

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Πρέπει να παραδεχτώ ότι ναι, κοντοστέκομαι στον θάνατο του Δημάρχου Αμμοχώστου Αλέξη Γαλανού (στις 15 Ιουλίου 2019)… νιώθοντας το σαν ένα ζήτημα πιο προσωπικό, απ’ όσο θα σκεφτόμουν ποτέ πως θα ήταν… «Η νενομισμένη νεκροτομή που διενεργήθηκε χθες στο Νοσοκομείο της Κω, κατέδειξε ότι ο θάνατος του οφείλεται σε οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου»…

Ένα απροσδόκητο κι αιφνίδιο θάνατο, τον χαρακτήρισαν οι συνάδελφοι…Ξέρεις ότι κι εσύ και όλοι μας είμαστε μελλοθάνατοι, αλλά είναι πάντα αιφνίδιος ο θάνατος εκείνου που σου είναι οικείος και που ενδεχόμενα, τον αγαπάς.

Ο φίλος του Αλέξη Γαλανού Ηλίας Παντελίδης, στην τηλεοπτική εκπομπή της Κατερίνας Μηλιώτη συνέδεσε τον θάνατο του Γαλανού με τις άκυρες προσδοκίες μιας ολόκληρης γενιάς Αμμοχωστιανών, για την επιστροφή που δεν ήρθε, 45 χρόνια μετά και που απομακρύνεται όλο και πιο πολύ, καθώς τα χρόνια περνούν το ένα μετά το άλλο. Μέσα από τους στίχους του Νίκου Γκάτσου, μουσική του Λουκιανού Κηλαηδόνη και πρώτη  εκτέλεση του Μανώλη Μητσιά:

Σημαδεμένη και προδομένη

έμεινε πάντα η δική μας η γενιά.

Μας βρήκαν μπόρες, δύσκολες ώρες

κι ούτε λυχνάρι,

ούτε φως στη σκοτεινιά.

Ω, ήρθατε σαν κύματα,

ω, θύμησες παλιές.

Ω, πάνω από συντρίμματα,

ω, κι άδειες αγκαλιές.

 

Ξεκληρισμένα και πικραμένα

μείνανε πάντα

της γενιάς μου τα παιδιά.

Κάντε κουράγιο κι απ’ το ναυάγιο

κάπου θα βρούμε

της χαράς την αμμουδιά.

Μου θύμισε κι εμένα την τεράστια εκκρεμότητα που συνεχίζω να προσπερνώ μέσα στην καθημερινότητα – και το τραύμα της εφηβείας που δεν ολοκληρώθηκε. Όμως σε ένα πιο ατομικό πλαίσιο, με έφερε αντιμέτωπο με έναν άλλο θάνατο, αυτόν του παππού μου, ενώ περπατούσε με τη γιαγιά μου μέσα στο δρόμο, στο κέντρο της Αμμοχώστου, τη δεκαετία 1960 – όταν η πόλη ζούσε ξέφρενα τη νεανική ορμή και τον ασίγαστο έρωτα της ελευθερίας της. Είχαν έρθει από τον Άη Γιώρκη του Σπαθαρικού το χωριό τους, να δουν τα παιδιά τους στην πόλη και τη μοιραία ώρα, είχαν κατέβει από το λεωφορείο και κατευθύνονταν στο σπίτι του θείου μου, ενός από τα αδέλφια του πατέρα μου. Μου φάνηκε, θυμάμαι, ένα απίστευτο και απαράδεκτο πράγμα, να πεθάνει ο παππούς μου με τέτοιο τρόπο. Πώς είναι δυνατό να πεθαίνει κανείς περπατώντας; Ως μικρό παιδί δεν το χωρούσε το μυαλό μου και με βασάνιζε το ζήτημα για πολύ καιρό. Πολύ αργότερα, όταν απελευθερώθηκα από τις περιττές και λανθασμένες φοβίες που μας φορτώνουν οι γονιοί μας για το θάνατο, συνειδητοποίησα ότι ο παππούς μου ο Κάκος, είχε στην πραγματικότητα έναν καταπληκτικά ωραίο θάνατο. Έναν καρδιακό θάνατο. Στη δική μου αντίληψη, όπως ξανάγραψα, οι καρδιακοί θάνατοι έχουν την ίδια ποιότητα με τους καρδιακούς φίλους, έχουν μέσα τους αγάπη, έχουν μέσα τους εμπιστοσύνη και ό,τι προέρχεται από αυτούς είναι αυθεντικό, ανακουφιστικό και τελειωτικό. Μπορείς να στηρίζεσαι στον καρδιακό θάνατο, όπως στηρίζεσαι στον καρδιακό φίλο, ότι θα σου δώσει αυτό ακριβώς που χρειάζεσαι, αθόρυβα και ήρεμα, πριν καν του το ζητήσεις. Έναν τέτοιο ευτυχισμένο θάνατο, είχε ο παππούς μου εκείνη τη μακρινή μέρα, ενώ περπατούσε με τη γιαγιά μου στο Βαρώσι. Έκανε ένα βήμα, δυο βήματα, δέκα βήματα και συνέβη η καρδιακή ανακοπή –  ήταν νεκρός, πριν καν πέσει στην άσφαλτο.  Με παρηγορεί να σκέφτομαι πως έναν τέτοιο θάνατο είχε ο Αλέξης Γαλανός, σε κείνη την παραλία της Κω, δίπλα στην Αλεξάνδρα – ότι έφυγε από καρδιά, με την ίδια αίσθηση ξέφρενης νεανικής ορμής και τον ίδιο ασίγαστο έρωτα  ελευθερίας που κτυπά για μισό σχεδόν αιώνα, στην καρδιά της αιχμάλωτης πόλης του.