Επιτέλους, ακυρώνονται οι συνεργάτες!

Του Μάριου Δημητρίου

Όπως δείχνουν τα πράγματα, πάει για ψήφιση σε νόμο, από την πλειοψηφία τουλάχιστον, των κοινοβουλευτικών κομμάτων, το νομοσχέδιο που δίνει τη δυνατότητα στην Αστυνομία, να παρακολουθεί τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ιδιωτικής επικοινωνίας, στην κατεύθυνση πάταξης του οργανωμένου εγκλήματος. Μιλώντας την Τετάρτη 30 Μαϊου 2018, ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης Ιωνάς Νικολάου, ανέφερε ως παράδειγμα, την εμπορία, προμήθεια, καλλιέργεια και διακίνηση ναρκωτικών, που όπως είπε, αποτελούν την κύρια πηγή εσόδων, των ομάδων του οργανωμένου εγκλήματος. Παρέλειψε να αναφερθεί στο σωματεμπόριο και την καταναγκαστική πορνεία, όπου, για πολλά τώρα χρόνια, η Αστυνομία καταφεύγει σε απαράδεκτες μεθόδους και παράνομα μέσα, για…επιβολή του νόμου. Αναφέρομαι στη χρησιμοποίηση αντρών συνεργατών, που με βάση σχεδιασμό και συντονισμένη επιχείρηση από το Αρχηγείο Αστυνομίας, παρουσιάζονται στο κύκλωμα του trafficking ως πελάτες και κάνουν σεξ με γυναίκες πιθανά θύματα σωματεμπορίου, για να στοιχειοθετήσουν και τεκμηριώσουν στο Δικαστήριο, το έγκλημα και για να στείλουν στη φυλακή, τους εγκληματίες. Παραβιάζοντας πέρα για πέρα, τον σχετικό νόμο του 2014, που ποινικοποιεί τον πελάτη της πορνείας, στην περίπτωση που εύλογα μπορεί να υποθέσει, ότι οι σεξουαλικές υπηρεσίες που του προσφέρονται, είναι προϊόν καταναγκασμού. Να υπενθυμίσω σχετικά, ότι η Έλενα Πισσαρίδου, Πρόεδρος της μη κυβερνητικής οργάνωσης ΣΤΙΓΜΑ, για προστασία θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης, έθιξε τον Μάρτιο 2015, σε δημόσια συζήτηση στη Λευκωσία, το θέμα της χρησιμοποίησης πελατών συνεργατών της Αστυνομίας, σε επιχειρήσεις διερεύνησης υποθέσεων σωματεμπορίου. Μίλησε για παρανομία της Αστυνομίας και ρώτησε τον παρευρισκόμενο Ανώτερο Αστυνόμο Χριστάκη Μαυρή, Αστυνομικό Διευθυντή του Τμήματος Γ΄ του Αρχηγείου Αστυνομίας, όπου υπάγεται το Γραφείο της Αστυνομίας για την Καταπολέμηση της Εμπορίας Προσώπων, γιατί συνεχίζει η Αστυνομία αυτή την τακτική.

Ο Αστυνόμος Μαυρής δεν απάντησε στην κυρία Πισσαρίδου, όμως η ερώτησή της, είχε ήδη απαντηθεί από την Υπαστυνόμο Ρίτα Σούπερμαν, Υπεύθυνη του Γραφείου της Αστυνομίας για Καταπολέμηση Εμπορίας Προσώπων, από τις 9 Απριλίου 2012. Εκείνη την ημέρα, η Υπαστυνόμος παρευρισκόταν σε εκδήλωση για την εμπορία προσώπων, που είχε οργανώσει στη Λευκωσία το Γραφείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Κύπρο και το Μεσογειακό Ινστιτούτο Μελετών Κοινωνικού Φύλου και αναφέρθηκε σε παρέμβασή της, σε κάποια θεμελιώδη προβλήματα στη νομοθεσία και στο δικαστικό σύστημα, που συμβάλλουν στην ατιμωρησία των σωματεμπόρων και των εκμεταλλευτών γυναικών.

Κατονόμασε ως ένα από αυτά τα προβλήματα, τους συνταγματικούς περιορισμούς που εμποδίζουν τις διωκτικές Αρχές της Κύπρου να χρησιμοποιούν τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, για να καταπολεμούν το οργανωμένο έγκλημα. «Το Σύνταγμά μας, απαγορεύει την παρακολούθηση τηλεφώνων, πράγμα που δεν μας βοηθά να βελτιώσουμε τη διερεύνηση», είπε η κυρία Σούπερμαν. «Δεν μπορείς», συνέχισε, «να διερευνάς κυκλώματα, χωρίς να παρακολουθείς τα τηλέφωνα και δεν μπορείς να φτάσεις έτσι στον διακινητή, στη χώρα προέλευσης των θυμάτων, στο κύκλωμα».

Άφησε έτσι να εννοηθεί, ότι η επιστράτευση των αντρών συνεργατών που κάνουν σεξ ως πελάτες με τις γυναίκες των κυκλωμάτων, είναι υπό τις συνθήκες, αναγκαίο κακό, για καταστολή του σωματεμπορίου…

Η Ρίτα Σούπερμαν είχε κάνει την παρέμβασή της αυτή, σχολιάζοντας δήλωση της Κυπρίας Συντονίστριας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Εμπορίας Προσώπων, Δρος Μύριας Βασιλειάδου, ότι η εμπορία προσώπων θα μπορεί να περιοριστεί, μόνο με την υιοθέτηση και σωστή εφαρμογή της οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Υπαστυνόμος επεσήμανε ως πρώτο πρόβλημα, ότι «ακόμα και με την εφαρμογή της οδηγίας από την Κυπριακή Δημοκρατία, δυστυχώς το νομοθετικό μας πλαίσιο, απαιτεί την παρουσία του παραπονούμενου στο Δικαστήριο, για όλες τις υποθέσεις. Αυτό επηρεάζει αρνητικά, γιατί εμείς έχουμε να κάνουμε με θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης και εμπορίας. Αυτά είναι συνήθως άτομα ευάλωτα, που δεν μπορούν να υποστηρίξουν πειστικά την υπόθεσή τους. Αποτέλεσμα είναι ότι το Δικαστήριο, τις κηρύττει αναξιόπιστες και χάνουμε τις δίκες, δηλαδή δεν καταδικάζονται οι ένοχοι».

Δεύτερο πρόβλημα, η κυρία Σούπερμαν ανέφερε «τις τεράστιες καθυστερήσεις στην εκδίκαση των υποθέσεων». Τόνισε ότι «δεν μπορεί ένα θύμα εμπορίας, να καταγγέλλει σήμερα το έγκλημα σε βάρος του και να του ζητούμε να μείνει στην Κύπρο 3, 4 ή και 5 χρόνια, μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεσή του για να μαρτυρήσει ενώπιον του Δικαστηρίου».