Η πολιτική του καφενέ και η ηθική διάσταση της συμπεριφοράς του ψηφοφόρου

{loadposition ba_textlink}

Το αποτέλεσμα κάθε εκλογικής αναμέτρησης θα πρέπει να απασχολεί όχι μόνο τα κόμματα αλλά και την κοινωνία ευρύτερα. Πόσο μάλλον αυτό των επικείμενων βουλευτικών εκλογών που θα αναδείξει το νέο νομοθετικό σώμα σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη καμπή της σύγχρονης ιστορίας του τόπου μας, με το εθνικό θέμα, την οικονομία με όλα τα αρνητικά συνεπακόλουθα, την διαφθορά, την διαπλοκή και την ατιμωρησία να φιγουράρουν με μελανά χρώματα στα πρωτοσέλιδα και στους τηλεοπτικούς δέκτες της μεγαλονήσου. Τα κόμματα ως κομμάτι της κοινωνίας σαφώς και διαδραματίζουν ένα σημαντικό και στρατηγικό ρόλο στην διαμόρφωση της κοινής γνώμης και πως αυτή θα καθοδηγηθεί για να ικανοποιήσει τους «στόχους» τους. Άλλωστε, η κοινή γνώμη με τον παθητικό της χαρακτήρα γίνεται εύκολο θύμα κέντρων εξουσίας με γερές επικοινωνιακές συνταγές.

Από την άλλη, οι δομές της ίδιας της κοινωνίας είναι με τέτοιο τρόπο τσιμεντωμένες και δομημένες σε στερεότυπα ώστε να βασίζονται πάνω σε μια αμφίδρομη σχέση: κόμματα – ΜΜΕ – πολίτες.

Οι πολίτες, δηλαδή οι ψηφοφόροι οι οποίοι διαμορφώνουν και το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα, επηρεάζονται τόσο από τα κόμματα σε μια σχέση άμεσης επαφής με τους πυλωρούς αλλά και από τα μηνύματα που διοχετεύουν μέσω των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Επικοινωνίας καθώς και των κοινωνικών δικτύων. Οι πολίτες αφού επεξεργάζονται αυτά τα μηνύματα δημόσια σε συζητήσεις με φίλους και γνωστούς έχουν το εξής δίλλημα: είτε θα αναπαράγουν το ίδιο σκηνικό, με άλλα λόγια το ίδιο σύστημα και την ίδια πολιτική κατάσταση, είτε με την εκλογική τους συμπεριφορά θα διαμορφώσουν μια νέα κατάσταση.

Δυστυχώς στην Κύπρο φαίνεται ξεκάθαρα πως ο κομματικός προσανατολισμός αυτοσυντηρείται μέσα από το ίδιο το κοινωνικό κατεστημένο. Η πολιτική του καφενέ, δηλαδή η δυνατή επιρροή που ασκούν τα κόμματα στους ψηφοφόρους τους μέσω διαφόρων οργανωμένων συνόλων κυρίως σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης και από την άλλη ο έντονα παραδοσιακός κοινωνικός ιστός που παραμένει προσκολλημένος στην οικογενειοκρατία και στον νεποτισμό, συντηρούν και διαιωνίζουν μια πολιτική κατάσταση που οδηγεί την χώρα σε α-πολιτίκ αδιέξοδα, αφού η όποια πολιτική συμπεριφορά στηρίζεται σε ένα στερεότυπο ένστικτο κοινωνικής επιβολής παρά σε μια συνειδητή πράξη στην βάση ποιοτικών κριτηρίων.

Βέβαια, για να αναλυθεί μια τέτοια κατάσταση χρειάζεται μια διεπιστημονική προσέγγιση. Θα πρέπει να απομονωθούν τα δομικά στοιχεία της κοινωνίας, να αναλυθεί ο ρόλος των κοινωνικών δικτύων και των κομμάτων, να τεθεί επί τάπητος ο ρόλος των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και να εισέλθει η ίδια η κοινωνία σε μια φάση αυτοκριτικής.

Η προσέγγιση μας πηγάζει από την πολύ συγκεκριμένη περίοδο μετεξέλιξης και σκοπούς ανάλυσης και πρόβλεψης αν δεν θέλουμε να μείνουμε στη «φωτογράφηση» μεταβατικότητας την οποία διανύουμε σήμερα σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος σε ‘μακρο’-επίπεδο – όχι δηλαδή κατ’ ανάγκη που να σχετίζεται με την προτίμηση για κάποιο κόμμα, αλλά με την ευρύτερη συμπεριφορά σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή, τον βαθμό εμπλοκής ή απεμπλοκής από τα πολιτικά δρώμενα. Πιστεύουμε ότι η Κύπρος έχει περάσει σε ένα στάδιο όπου δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη ούτε η «τυφλή συμμετοχή» στην πολιτική ζωή και τις εκλογές, ούτε και η «τυφλή υποστήριξη» προς κάποιο κόμμα. Μία πρώτη γεύση του βαθμού απεμπλοκής των ψηφοφόρων πήραμε στις Ευρωεκλογές, στις οποίες η αποχή άγγιξε εξωπραγματικά για τα κυπριακά δεδομένα επίπεδα. Δικαιολογίες και επεξηγήσεις υπήρξαν πολλές, η πραγματική αυτή συμπεριφορά αποστασιοποίησης καταγράφηκε όμως περίτρανα.

Ακριβώς είκοσι δυο μέρες πριν τις βουλευτικές του Μαΐου, κι ενώ όλοι οι υποψήφιοι βουλευτές δουλεύουν πυρετωδώς για το άτομο τους ή/και για το κόμμα, κάνοντας συγκεντρώσεις, λαμβάνοντας μέρος σε συζητήσεις σε τηλεοπτικά πάνελ, αναρτώντας αφίσες στους δρόμους, αναλύοντας δημοσκοπήσεις, ποστάροντας σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, βγάζοντας πύρινους λόγους σε συλλόγους και καφενεία και κυρίως προβάλλοντας τις θέσεις τους, εμείς αλήθεια αναρωτιόμαστε και προβληματιζόμαστε κατά πόσο θα αλλάξει κάτι και αν ναι, τι, από τον ερχόμενο Μάιο.

Ποιος πριν 5 χρόνια στην μνημονιακή Ελλάδα θα πίστευε ποτέ ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ήταν ο εκλεγμένος διάδοχος του Αντώνη Σαμαρά στην Νέα Δημοκρατία ή στην Αγγλία του 1979 ποιος Βρετανός φανταζόταν πως μία γυναίκα θα γινόταν πρωθυπουργός; Η διεθνής κοινότητα σήμερα χαρακτηρίζεται από συνεχείς συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις είτε αυτές είναι θρησκευτικές , εθνικές , φυλετικές είτε πολιτικές, ενώ η βία και η εγκληματικότητα μαστίζουν τον πλανήτη μας. Είναι νωπές ακόμα οι μνήμες μας από τα τελευταία τρομοκρατικά χτυπήματα στο Βέλγιο και στη Γαλλία, χαρακτηριστικότατα παραδείγματα απόρροιας λανθασμένων πολιτικών. Τις πολιτικές όμως τις κρατούν στα χέρια τους οι πολιτικοί τους οποίους εκλέγει ο λαός και ενίοτε οι τάσεις του. Πως καθορίζονται λοιπόν οι τάσεις αυτές και πως διαμορφώνουν την εκλογική συμπεριφορά μας ;

Η εκλογική συμπεριφορά είναι ένα φαινόμενο για το οποίο υπάρχουν άπειρες θεωρίες από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Κυρίως όμως στο πεδίο πολιτικής ανάλυσης επικρατούν δύο θεωρητικές απόψεις. Η πρώτη άποψη έχει διαμορφωθεί βασιζόμενη σε οικολογικά δεδομένα όπως η τοποθεσία, οι κοινωνικές συνθήκες, τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά αλλά και τα ιστορικά δεδομένα και η δεύτερη αναλύει οικονομικά, ιδεολογικά, θρησκευτικά και εισοδηματικά χαρακτηριστικά. Η εκλογική συμπεριφορά του μέσου Κύπριου συνήθως καθορίζεται από διάφορες συνιστώσες. Επιπρόσθετα, φαίνεται πως το κομματικό τοπίο έχει αρχίσει να αλλάζει αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορέσει να αλλάξει την πρωτοκαθεδρία των δύο μεγάλων κομμάτων στα εκάστοτε εκλογικά αποτελέσματα.

Σίγουρα ένας ηλικιωμένος ψηφίζει με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από κάποιον που έχει μόλις τελειώσει πανεπιστήμιο και είναι ενεργός στην κοινωνία των πολιτών. Διαφορετικά επίσης ψηφίζει ένας νέος ψηφορόρος από κάποιον ο οποίος έχει ψηφίσει αρκετές φορές. Το διακύβευμα όμως είναι αν οι ψηφοφόροι ψηφίζουν με ελαφρότητα, με αποτέλεσμα να εκλέγονται άτομα τα οποία στην ουσία δεν εκφράζουν τους ψηφοφόρους τους ή είναι αδύναμα να υλοποιήσουν τις προγραμματικές τους δηλώσεις.

Φυσικά από μία άλλη σκοπιά αυτή η πολυμορφία των κριτηρίων ψήφου οφείλεται και στην συνεχή μεταβλητότητα των κοινωνικών δομών στην Κύπρο. Αυτή η μεταβολή της κοινωνικής πραγματικότητας σίγουρα δημιουργεί μεγάλη πολιτική ανασφάλεια στο κόμματα αλλά ενδυναμώνει τα κριτήρια ψήφου των πολιτών.

Είναι σχεδόν βέβαιο πως πλέον οι λόγοι που κάποιος στην Κύπρο πάει ή δεν πάει να ψηφίσει έχουν αλλάξει. Γι αυτό ίσως τον λόγο η έννοια της δημοκρατίας έχει θολώσει και ερμηνεύται ποικιλοτρόπως. Η δημοκρατία όμως θα πρέπει να εκφράζεται πρωτίστως από τα στελέχη και κατά δευτέροις από τα κόμματα τους. Η εσωτερική κομματική ηθική πρέπει να είναι το βασικό χαρακτηριστικό ενός πολιτικού ή υποψηφίου, ώστε οι ίδιοι να μετουσιώνουν τη θεωρία σε πράξη. Με αυτόν τον τρόπο θα σφυρηλατηθούν οι βασικές αξίες που θα διέπουν μια κομματική κοινότητα και εν συνεχεία ολόκληρη την κοινωνία. Όσοι όμως δεν εμφορούνται από τέτοιου είδους αξίες δεν έχουν καμία θέση στα ψηφοδέλτια των κομμάτων, διότι γελοιοποιούν τον θεσμό και την ίδια την έννοια της δημοκρατίας που δυστυχώς στην χώρα μας έχει καταδυναστευτεί ουκ ολίγες φορές.

Σήμερα ο ρόλος που καλείται να παίξει ο πολιτικός δεν πρέπει να είναι άκαιρος. Σ’ ένα κόσμο άκρατης οικονομικής εκμετάλλευσης και εμπορευματικοποίησης, οι αξίες της πολιτικής επιβάλλεται να κατέχουν πρωτεύοντα ρόλο. Για να μπορέσει όμως αυτό να μετουσιωθεί σε πράξη, το κριτήριο ψήφου θα πρέπει να είναι τέτοιο το οποίο να ισχυροποιεί την πολιτική δραστηριότητα και όχι να την γεμίζει σκιές. Ο πολιτικός πολιτισμός σταματάει εκεί που αρχίζει η προσωπική ανέλιξη και η κοινωνική «αξία», μη μπορώντας να αντιληφθούν οι πολιτικοί πως τα πολιτειακά αξιώματα είναι σημαντικά προπύλαια μιας υγιούς κοινωνίας.

Στο χέρι του καθενός μας είναι λοιπόν να αναλογιστούμε την δική μας ευθύνη προς αυτή την κατεύθυνση . Την κατεύθυνση εκείνη η οποία θα επανδρώσει τον πολιτικό στοίβο με πολιτικές προσωπικότητες άρρηκτα συνδεδεμένες με τις απαιτήσεις των καιρών. Η ευθύνη αυτή λοιπόν είναι λαική και όχι των πολιτικών.

Αυτό που έχει σημασία την δεδομένη στιγμή είναι να εφαρμοστούν κάποια άμεσα μέτρα μέσα από τα οποία θα αρχίσει μια σταθερή αναδόμηση του θεσμικού πλαισίου των πολιτικών – υποψηφίων. Για παράδειγμα, εργαλεία για την διαφάνεια, ποιοτικά κριτήρια αξιοκρατίας, εκδημοκρατισμός των διαύλων επικοινωνίας με τους πολίτες. Σίγουρα ο δρόμος είναι μακρύς. Η κοινωνία όμως έχει ανάγκη από μεγάλες αλλαγές…

Ούτως ή άλλως ας μη παραγνωρίζουμε το γεγονός πως και οι πολιτικοί από την κοινωνία προέρχονται και πως ίσως είναι και ο καθρέφτης της.