Η Ρωμιοσύνη του Βασίλη Μιχαηλίδη ως συνοχή και συνέχεια της ιστορικής μας μνήμης

Από την 9η Ιουλίου 1821, στην 11η Ιουλίου 2011


Της Ιλιάνας Κουλαφέτη

Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου, κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ιξηλείψη, κανένας, γιατί σιέπει την που τ’ άψη ο Θεός μου. Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη! Σφάξε μας ούλους τζι’ ας γενή το γαίμαν μας αυλάτζιν, κάμε τον κόσμον ματζιελλειόν τζιαι τους Ρωμιούς τραούλλια, αμμά ξέρε πως ίλαντρον όντας κοπή καβάτζιν τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια. Το ‘νιν αντάν να τρώ’ την γην τρώει την γην θαρκέται, μα πάντα τζιείνον τρώεται τζιαι τζιείνον καταλυέται.

1 1

Δικαιολογημένα, η απροσδόκητη ποιότητα της 9η Ιουλίου, τον καθιέρωσε στη θέση που κατέχει η συλλογική μνήμη της Κύπρου: τον εθνικό της ποιητή. Ο Βασίλης Μιχαηλίδης, αποτελεί την μεγαλύτερη, κορυφαία μορφή της κυπριακής ποίησης. Μέσα από το έργο του, έκανε την κυπριακή διάλεκτο να αστράψει. Και μάλιστα καθόλου αδικαιολόγητα: η 9η Ιουλίου, περιγράφοντας μέσα από τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, τον ψυχισμό του κυπριακού λαού του 1821, κατάφερε να καλύψει, όπως ακριβώς έχει επισημάνει ο Κώστας Βασιλείου, την εθνική και αισθητική ψυχική ανάγκη μας .

Γεννημένος το 1849, στο Λευκόνοικο της Λεμεσού, άφησε τα εγκόσμια, «μοναχικός και εξαρτημένος από το ποτό», σε ένα πτωχοκομείο της Λεμεσού, το 1917, αφήνοντας σε εμάς, μία παρακαταθήκη χρυσάφι για τον πολιτισμό.
Κοινωνικοποιημένος, μέσα στο κλίμα της Ελλάδας του Μεγαλοϊδεατισμού, έζησε τα αλυτρωτικά οράματα, ως Έλληνας της περιφέρειας του 19ου αιώνα, εκφράζοντάς το εθνικά στην 9η Ιουλίου. Ορμώμενος από ένα φτωχό, αγροτικό περιβάλλον, γιος του «Χατζηκουμπάρου», Χατζή Μιχαήλ Βασίλη και της Αννέττας του Κονόυμου από το Δάλι, είχε την τύχη να ζυμωθεί από πολύ νωρίς με την ποίηση, από τον πατέρα του στο Λευκόνοικο και τον Παπακονόμο ο οποίος είχε καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία, ποιητάρης, κι αυτήν την επαφή την αξιοποίησε αισθητικά, στα ποιήματά του .

Αυτοδίδακτος καθώς ήταν, το ποίημα αποτελεί την ιδεολογική του εκφραστική ολοκλήρωση. Αν και σε άλλες του ποιητικές εκφράσεις, προσπάθησε να χρησιμοποιήσει δημοτική ή και καθαρεύουσα, η χρήση της κυπριακής διαλέκτου στην συγκεκριμένη περίπτωση, αναδεικνύει το πραγματικό, ανεπιτήδευτο ταλέντο του. Το επικό μεγαλείο της 9ης Ιουλίου, και το αριστοτεχνικό δέσιμο των στροφών, διαφαίνονται μέσα από την άφθαστη χρήση της κυπριακής διαλέκτου.

Για του λόγου του ιστορικού, το ποίημα έχει ως κεντρική ιδέα τη θυσία των επισκόπων και των προκρίτων της Κύπρου για χάρη της ελευθερίας. Από τη μια η τουρκική βαρβαρότητα και από την άλλη η περήφανη ελληνική ψυχή σε όλο της το μεγαλείο. Το αίμα που χύνεται για την ελευθερία δεν πάει χαμένο. Αντίθετα, ποτίζει και συντηρεί το δέντρο της ελευθερίας, το οποίο αργά ή γρήγορα θα δώσει καρπούς. Την εποχή της τουρκοκρατίας, η εκκλησία κράτησε τους σκλάβους Ρωμιούς στις ρίζες και στα ιδανικά τους. Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός ήταν εθνάρχης, ήταν ταυτόχρονα εκκλησιαστικός και πολιτικός αρχηγός του υπόδουλου λαού. Στο ποίημα ο Μιχαηλίδης, εισάγει έναν φανταστικό διάλογο μεταξύ toy Τούρκου Πασά Κιουτσούκ Μεχμέτ και του Κύπριου κληρικού, λίγο πριν τον μαρτυρικό του θάνατο. Ο ίδιος βέβαια δεν αντιλαμβάνεται την αυτοθυσία του ως μαρτύριο. Ο ποιητής στέλνει τα μηνύματά του μέσω τους κληρικού: Παρά το γαῖμα τους πολλοῦς εν’ κάλλιον του πισκόπου. 

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης, εισάγει την Ρωμιοσύνη, με ένα τρόπο δυναμικό και καταλυτικό στην νεότερή μας λογοτεχνία, μετατρέποντάς της σε λογοτεχνία εθνικού καημού. Όταν ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, τονίζει πως «Ἡ Ρωμιοσύνη ἐν φυλῇ συνότζιερη τοῦ κόσμου,κανένας δέν εὐρέθηκεν γιά νά τήν ἠξηλείψη, κανένας γιατί σσιέπει τήν πού τάψη ὁ Θεός μου. Ἡ Ρωμηοσύνη ἐν νά χαθῆ ὄντας ὁ κόσμος λείψη!» αποδεικνύει πως η Ρωμιοσύνη ως συνομήλικη αυτού του κόσμου, δίνει δύναμη σε ένα λαό που διακατέχεται από ένα διαχρονικό παράπονο. Όταν λοιπόν όλα είναι μαύρα, η Ρωμιοσύνη, όπως την τραγούδησε ο Μιχαηλίδης, ο Ρίτσος, ο Φώτης Κόντογλου, είναι εκεί για να προσφέρει στο λαό της καταφύγιο, πίστη κι αισιοδοξία. Η Ρωμιοσύνη αποτελεί την συνοχή της ιστορικής μας μνήμης με τον διαχρονικό αλυτρωτικό καημό και το παράπονο της υποδούλωσης και της κατοχής που ασελγεί ακόμα στον Πενταδάκτυλο. Αποτελεί τη συνοχή και τη συνέχεια της ιστορικής μας μνήμης, την ακρογωνιαίο λίθο της ταυτότητάς μας. Σ’ αυτήν μετουσιώνονται ο βίος και τα δρώμενά μας, το αντίδοτο στον σπαραγμό, ο έρωτας για τον τόπο. Σ’ αυτήν και τὰ δέντρα που δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό, οἱ πέτρες που δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα, τὰ πρόσωπα που δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο και οἱ καρδιὲς που δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο. 

Υ.Γ: Από την 9η Ιουλίου 1821, στην 11η Ιουλίου 2011. Η ποίηση του Μιχαηλίδη, είναι ποίηση χάριτος. Είναι εθνική έκφραση και υπενθύμιση διαχρονική. Είναι η συνοχή της ιστορικής μας μνήμης και ο λόγος για τον οποίο η Ρωμιοσύνη ως συνόκαιρη του κόσμου, διαχρονικά θα αποτελεί το αποκούμπι μας, τη δύναμή μας. Μακριά, από εθνικιστικές φανφάρες ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός κι ο λαός του δεν έχουν καμία σχέση με τους αντίστοιχους κληρικούς και πολιτικούς ηγέτες του σήμερα. Κάποιοι στις 11 Ιουλίου 2011, σκοτώθηκαν «παρά το γαίμαν των πολλών». Κι ας προσπαθούν οι προηγούμενοι πρόεδροι να αποποιηθούν των ευθυνών τους, την ώρα που οικογένειες θρηνούν ακόμα και ζητούν δικαίωση. Την ώρα που το πόρισμα, σκονίζεται στα ράφια της Νομικής Υπηρεσίας και μια «συγγνώμη» δεν έχει ακουστεί ακόμη. Γιατί ουσιαστικά, προτιμούν το «φευκιόν» εκείνο που απαρνήθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός. Αλλά έτσι είναι στις μέρες μας, «Άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτάνε». Η έξοδος των καιόμενων αυτής της μακρινής γωνιάς του ελληνισμού, έμεινε να φωνάζει «Σὺ ποὺ σκοτώθης γιὰ τὸ φῶς σήκου νὰ δῆς τὸν ἥλιο ξύπνα νὰ δῇς τὸ αἷμα σου πῶς ἔγεινε βασίλειο».