Η Σιωπή των Αμνών: Οι 3 πραγματικοί δολοφόνοι – έμπνευση για το χαρακτήρα του σατανικού Μπάφαλο Μπιλ

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που ο Χόπκινς πήρε στα χέρια του το Όσκαρ του Καλύτερου Άνδρα Ηθοποιού για το ρόλο του επιστήμονα που… λάτρευε να σκοτώνει και τη τρώει τη σάρκα των θυμάτων του, για τα μόλις 16 λεπτά συμμετοχής στην ταινία!

Κάπως έτσι, μπορεί οι περισσότεροι να έχουν συνδέσει την ταινία με τον Χάνιμπαλ, στην πραγματικότητα, όμως, ο κεντρικός δολοφόνος την ιστορία του οποίο πραγματεύεται η ταινία, δεν είναι άλλος από τον Μπάφαλο Μπιλ, τον οποίο υποδύθηκε με μεγάλη επιτυχία ο Τεντ Λεβίν.

Ο διαβόητος δολοφόνος Μπάφαλο Μπιλ που αποτελεί έμπνευση του συγγραφέα Τόμας Χάρις χρωστάει τον σατανικό του χαρακτήρα σε τρεις από τις σκοτεινότερες φυσιογνωμίες στην ιστορία τις εγκληματολογίας: Τον βιαστή και εκτελεστή γυναικών Τεντ Μπάντι, τον νεκρόφιλο δολοφόνο που σύχναζε στα… νεκροταφεία, Εντ Γκέιν και τον Γκάρι Χάιντνικ, ο οποίος άρπαζε, βίαζε, βασάνιζε φρικτά και φυλάκιζε για μήνες στο υπόγειο του σπιτιού του νεαρά κορίτσια.

Ο συνδυασμός των τριών τους «έχτισε» την προσωπικότητα του πρωταγωνιστή της «Σιωπής των Αμνών» και ανέδειξε τον πιο σκληρό, αμείλικτο και ψυχικά διαταραγμένο δολοφόνο του αμερικανικού κινηματογράφου.

Τα εγκλήματα και η ψυχοσύνθεση των τριών serial killers

Τεντ Μπάντι: Βιάζε και σκότωνε συμφοιτήτριές του

Η προβληματική συμπεριφορά του Τεντ Μπάντι είχε τις ρίζες της στο μεγάλο ψέμα της οικογένειάς του. Ο ίδιος μεγάλωσε πιστεύοντας πως η μητέρα του ήταν η μεγαλύτερη αδερφή του και οι παππούδες του, οι γονείς του. Όλα αυτά διότι η ίδια ήταν ανύπαντρη. Κάπως έτσι, ανάγκασε τον μικρό Τεντ να ζει υπό τον έλεγχο του αλκοολικού, βίαιου, ρατσιστή και μισογύνη πατέρα της.

Πριν ανακαλύψει την αλήθεια, ήταν ένας άνθρωπος που ποτέ δεν είχε δώσει δικαίωμα σε κανέναν να αμφισβητήσει την ηθική και τον καλό του χαρακτήρα. Κοινωνικός, φιλικός και άριστος μαθητής και μετέπειτα φοιτητής, δύσκολα θα περίμενε κανείς την εξέλιξή του σε αιμοσταγή serial killer.

Ο ίδιος σπούδαζε Νομική στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον και είχε πολιτικές βλέψεις μόλις ανακάλυψε της πραγματική ταυτότητας της «αδερφής» του, το 1968. Παράτησε τη σχολή και τα όνειρά του, απομακρύνθηκε από τους κύκλους του, ενώ κατάφερε να χάσει και την κοπέλα με την οποία ήταν ερωτευμένος, τη Στέφανι Μπρουκς. Η συμπεριφορά του αυτή τον έκλεισε στο δικό του κόσμο, μέχρι το 1973, όταν επανασυνδέθηκε με την πρώην κοπέλα του και επέστρεψε στον πρότερο βίο του.

Ωστόσο, κάτι είχε αλλάξει. Ο Τεντ Μπάντι δεν ήταν ο ίδιος. Όσοι επιστήμονες μελέτησαν την περίπτωσή του, υποστήριξαν πως ο χωρισμός του από την Μπρουκς αποτελούσε απλά την αφορμή της εκτόνωσης των δολοφονικών του ενστίκτων και όχι την αιτία. Ένα χρόνο μετά, χωρίζει ξανά μαζί της και επικεντρώνεται στο νέο του χόμπι: Τον βιασμό και τους φόνους νεαρών γυναικών. Όλες είχαν εξαφανιστεί από το Πανεπιστήμιο στο οποίο φοιτούσε και έμοιαζαν στην πρώην αγαπημένη του.

Το πρώτο του θύμα, η 18χρονη φοιτήτρια Τζόνι Λενς βρέθηκε αιμόφυρτη στο κρεβάτι της στις 5 Ιανουαρίου του 1974. Είχε χτυπηθεί άγρια και βιαστεί με ένα κομμάτι από το σιδερένιο της κρεβάτι. Επέζησε αλλά με σοβαρές εγκεφαλικές βλάβες που επηρέασαν τη μνήμη και την ικανότητά της να λειτουργεί σα φυσιολογικός άνθρωπος. Η μοίρα της 21 ετών Λίνα Αν Χίλι υπήρξε χειρότερη, με τα ίχνη της να χάνονται από τον κοιτώνα της στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον το βράδυ της 31ης Ιανουαρίου του 1975. Το μόνο που βρέθηκε πίσω της ήταν ένα ματωμένο νυχτικό.

Το κρανίο της βρέθηκε ένα χρόνο μετά, σε δύσβατο σημείο του δάσους θαμμένο μαζί με άλλα μέλη γυναικών που είχαν πέσει θύματα του Μπάντι. Μέσα στο 1977 ο αιμοδιψής δολοφόνος βίασε και σκότωσε τουλάχιστον άλλες 16 κοπέλες, με άλλες τρεις (τουλάχιστον) να ακολουθούν μετά από ένα τριετές διάλειμμα μέχρι το 1980.

Οι περισσότερες από τις κοπέλες λέγεται πως τον ακολούθησαν στο αυτοκίνητό του με τη θέλησή τους, όταν εκείνος προσποιούνταν πως χρειαζόταν τη βοήθειά τους, καθώς χάρη στην εμφάνισή και το κύρος του δεν κινούσε υποψίες. Τα θύματά του βρέθηκαν άγρια κακοποιημένα σεξουαλικά, όμως ο τρόπος εκτέλεσής τους διέφερε. Μερικές είχαν στραγγαλιστεί, ενώ τα κεφάλια άλλων είχαν συνθλιφτεί με λοστό. Ορισμένα από τα κρανία, τα κρατούσε στο σπίτι του ως τρόπαια, ενώ τα κορμιά τους τα εγκατέλειπε στο δάσος και επέστρεφε σε αυτά συνεχώς για να προχωρήσει ξανά σε ερωτική πράξη έως ότου αποσυντεθούν.

Η 18χρονη Κάρολ Ντα Ροντς ήταν η μοναδική που ξέφυγε από το αυτοκίνητό του, ένα Volkswagen Beetle, πηδώντας από το παράθυρο. Ήταν εκείνη που οδήγησε στη σύλληψή του, το 1975. Όταν ο Μπάντι αναγνωρίστηκε από εκείνη, του επιβλήθηκε 15ετής ποινή. Κατάφερε να αποδράσει, συνελήφθη ξανά και απέδρασε πάλι.

Στις 15 Ιανουαρίου του 1978, διέρρηξε το σπίτι αδελφότητας κοριτσιών, βίασε και στραγγάλισε την 21 ετών Μάργκαρετ Μπόουμαν και την 20χρονη Λίσα Λέβι, ενώ επιτέθηκε και σε άλλες τρεις. Δεν έμεινε όμως εκεί. Λίγες μέρες αργότερα, απήγαγε και σκότωσε την 12χρονη Κίμπερλι Λις, με την αστυνομία να τον εντοπίζει άμεσα και να τον οδηγεί σε δίκη και αργότερα στην ηλεκτρική καρέκλα.

Δεν παραδέχτηκε την ενοχή του, μέχρι τη στιγμή της εκτέλεσής του. Αυτός ήταν και ο λόγος που είχε αποκτήσει πληθώρα θαυμαστών, με φανατικότερη όλως την Κάρολ Αν Μπουν, η οποία τον παντρεύτηκε μέσα στη φυλακή και γέννησε την κόρη του. Εκτελέστηκε στην ηλεκτρική καρέκλα στις 24 Ιανουαρίου του 1989, μένοντας στην ιστορία ως «ο πιο γοητευτικός serial killer».

Εντ Γκέιν: Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα τον οδήγησε στη νεκροφιλία

Ένας δολοφόνος με έφεση στη βεβήλωση τάφων και τη νεκροφιλία, δε θα μπορούσε να μην αποτελέσει έμπνευση. Ο Έντουαρντ Θίοντορ Γκέιν, όμως, είχε ακόμη πιο σκοτεινές πλευρές στην προβληματική προσωπικότητά του, που πέρα από τον Μπάφαλο Μπιλ, ανέπνευσε και στη δημιουργία ενός άλλου κινηματογραφικού εκτελεστή: του «σχιζοφρενή δολοφόνου με το πριόνι», γνωστού και ως «Leatherface».

Γεννημένος από μία θρησκόληπτη μητέρα, την Αυγούστα, στο Λακρός του Γουισκόνσιν των ΗΠΑ, έμαθε από μικρός να ζει στην καταπίεση και υπό το βάρος ενός αλκοολικού πατέρα. Εξαρτημένος από εκείνη, δεν είχε φίλους ούτε κοινωνικές επαφές, ακριβώς όπως τον πρόσταζε η Αυγούστα, την οποία ο Εντ λάτρευε. Ο κατά 5 χρόνια μεγαλύτερος αδερφός του, Χένρι, του έλεγε συχνά πως το «δέσιμο» που έχει μαζί της ξεπερνά τα όρια της σχέσης μητέρας – γιου και παρότρυνε συνεχώς τον ντροπαλό Εντ να βγει από το σπίτι και να αποκτήσει τον δικό του κύκλο, κάτι που η μητέρα τους ουδέποτε θέλησε.

Λέγεται πως ο πρώτος φόνος του Γκέιν ήταν αυτός του αδερφού του, ο οποίος κατέληξε νεκρός στα 43 του χρόνια, λίγα χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα τους. Το σπίτι της οικογενείας πιάνει φωτιά στις 16 Μαΐου του 1944, με τον Χένρι να ανασύρεται νεκρός από τις φλόγες, ένας θάνατος, όμως, που γέμισε τις Αρχές ερωτηματικά, καθώς τα ισχυρά τραύματα του θύματος στο κεφάλι δε θα μπορούσαν να οφείλονται στη φωτιά. Παρόλα αυτά, κανένας ιατροδικαστής δεν εξέτασε το πτώμα και ο Εντ δεν κατηγορήθηκε.

Η ψυχική υγεία του 38χρονου πλέον Εντ Γκέιν δεν φάνηκε να κλονίζεται ιδιαίτερα, μέχρι που ένα χρόνο αργότερα μετά τον Χένρι, φεύγει και η Αυγούστα από τη ζωή. Για πρώτα φορά μένει ολομόναχος και πασχίζει να βρει ένα υποκατάστατο της μητέρας του που θα γεμίσει ξανά τη ζωή του. Δεν το βρήκε ποτέ. Κατάφερε όμως να το δημιουργήσει. Με ποιο τρόπο; Σκοτώνοντας και τεμαχίζοντας γειτόνισσές του και ανασύροντας πτώματα γυναικών που έμοιαζαν στη μητέρα του από το νεκροταφείο…

Μετά το θάνατο της μητέρας του είχε αρχίσει να μελετά μετά μανίας τη γυναικεία ανατομία και τα ιατρικά πειράματα των Ναζί κατά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, στην προσπάθειά του να ικανοποιήσει την αρρωστημένη του επιθυμία να «εξερευνά» κατακρεουργημένα πτώματα γυναικών, τα οποία τον έκαναν να πλησιάζει στην ερωτική κορύφωση.

Mέχρι το Νοέμβριο του 1957, κανείς δεν είχε τολμήσει καν να φανταστεί τον τρόπο με τον οποίο ο «ντροπαλός γείτονας» περνούσε την καθημερινότητά του. Όταν η Μπέρνις Γουόρντεν, μια ηλικιωμένη επιχειρηματίας της περιοχής εξαφανίστηκε μυστηριωδώς, ο γιος της, ο οποίος ήταν τοπικός σερίφης οδηγήθηκε μέσω έρευνας στο συμπέρασμα πως ο Γκέιν είχε κάποια σχέση με την υπόθεση. Όσα ανακαλύφθηκαν, όμως, ήταν πολύ χειρότερα από την ανάμειξή τους στην εξαφάνιση της Γουόρντεν.

Οι αστυνομικοί που έσπευσαν να ερευνήσουν στο σπίτι του, με δυσκολία άντεξαν όσα αντίκρισαν. Το πτώμα της μητέρας του σερίφη βρέθηκε αποκεφαλισμένο, διαμελισμένο, χωρίς εντόσθια και καρδιά, κρεμασμένο από ένα υπόστεγο. Το κεφάλι της εντοπίστηκε μέσα σε έναν υφασμάτινο σάκο, ενώ η καρδιά της περίμενε υπομονετικά μέσα σε ένα τηγάνι για να… μαγειρευτεί. Αποδείχθηκε μάλιστα πως η Μπέρνις δεν ήταν το μοναδικό θύμα του Γκέιν, καθώς στο σπίτι του βρέθηκε και το κεφάλι ακόμα μίας εξαφανισμένης ντόπιας ονόματι Μαίρη Χόγκαν.

Η φρίκη δε σταματά εδώ, καθώς μόλις τελείωσαν τα «φρέσκα» πτώματα, ο Εντ Γκέιν θέλησε να καλύψει το συναισθηματικό του κενό με βραδινές επισκέψεις στα νεκροταφεία, όπου έκλεβε κορμιά γυναικών που έμοιαζαν στη μητέρα του και τα έπαιρνε στο σπίτι του, το οποίο –με εξαίρεση το δωμάτιο της μητέρας του που ήταν στην εντέλεια σα να… την περίμενε- έμοιαζε πλέον με στάβλο.

Είχε όμως μία «πικάντικη» λεπτομέρεια ως προς τον τρόπο διακόσμησής του: Είχε «στολιστεί» με τα κομμάτια των πτωμάτων από άκρη σε άκρη και θύμιζε πραγματικό μουσείο θανάτου. Περπατώντας μέσα σε αυτό, οι αστυνομικοί,  εκτός από τη μυρωδιά της αποσύνθεσης που μετά βίας μπορούσε να ανεχθεί κανείς, είδαν με έκπληξη τα καλά κρυμμένα μυστικά του προσωπικού χώρου του Γκέιν: μάσκες και καλύμματα καρέκλας από ανθρώπινο δέρμα, φωτιστικά με επένδυση γυναικείου δέρματος, κούπες από πριονισμένα ανθρώπινα κρανία, κολιέ από γλώσσες, ζώνες από θηλές γυναικών, εννέα αιδοία τοποθετημένα προσεκτικά σε ένα κουτί παπουτσιών, ανθρώπινα οστά ως βάση μαχαιροπίρουνων, κρανία στους στύλους του κρεβατιού που κοιμόταν, τέσσερις μύτες και ένα ζευγάρι χείλη κρεμασμένα στο παράθυρό του.

Το χειρότερο όμως ήταν άλλο: η ολόσωμη στολή σε μορφή γυναικείου σώματος φτιαγμένη εξολοκλήρου από δέρμα πτωμάτων, την οποία –όπως ο ίδιος ο Γκέιν ομολόγησε- φορούσε μέσα στο σπίτι υποδυόμενος τη μητέρα του. Παρόλα αυτά, αρνήθηκε πως ερχόταν σε σεξουαλική επαφή με τα πτώματα, αν και οι ψυχολόγοι που εξέτασαν την περίπτωσή του, διατηρούσαν τις αμφιβολίες τους.

Αφού πρώτα νοσηλεύτηκε στο Κεντρικό Νοσοκομείο του κράτους για παράφρονες εγκληματίες, δικάστηκε και καταδικάστηκε για φόνους Α’ βαθμού και κλείστηκε μέχρι το τέλος της ζωής του στο ψυχιατρείο της Μεντότα. Πέθανε το 1984, στα 77 του χρόνια από σοβαρά καρδιακά προβλήματα και αναπνευστική ανεπάρκεια. Όσα άφησε πίσω του, καταστράφηκαν από την αστυνομία αφού πρώτα φωτογραφήθηκαν, ενώ το σπίτι του στο Γουισκόνσιν κάηκε ολοσχερώς ένα χρόνο μετά –πιθανότητα από τους κατοίκους της περιοχής- ώστε να αποφευχθούν οι επισκέψεις των τουριστών που έσπευδαν να το εξερευνήσουν.

Οι γείτονές του δεν τον συγχώρησαν ποτέ. Μέχρι σήμερα οι ντόπιοι –και όχι μόνο- ξεσπούν την οργή τους σε ό,τι έχει απομείνει από τον τάφο του.

Γκάρι Χάιντνικ: Απήγαγε, βίαζε και σκότωνε γυναίκες, αλλά ο Σατανάς του «απαγόρευε να μιλήσει»

Mια αλκοολική μητέρα και μια μητριά που ο ίδιος μισούσε, ήταν αρκετά για να καλλιεργήσουν στον Γκάρι Χάιντνικ ένα αστείρευτο μίσος για τις γυναίκες.

Μετά το διαζύγιο των γονιών του, ο Γκάρι μαζί με το μικρότερο αδερφό του, έμειναν στο Κλίβελαντ του Οχάιο με τον πατέρα τους, ο οποίος λίγο αργότερα ξαναπαντρεύτηκε και έφερε στο σπίτι μια γυναίκα με την οποία τα παιδιά δεν ανέπτυξαν το παραμικρό δέσιμο. Για εκείνα, η μητριά τους ήταν η «παρείσακτη», ενώ για αυτή, τα παιδιά ήταν ένα μεγάλο «πρόβλημα». Την κατάσταση δε βοηθούσε ούτε ο πατέρας, ο οποίος παίρνοντας συνεχώς το μέρος της νέας του συζύγου, απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από τα παιδιά του.

Αργότερα, ο Γκάρι Χάιντνικ θα κατηγορούσε τον πατέρα του για συναισθηματική κακοποίηση, πράγμα που ο ίδιος στήριξε στον τρόπο με τον οποίο ο πατέρας του τον αντιμετώπιζε όταν υπέφερε από νυχτερινή ενούρηση. Αντί να τον βοηθήσει, τον τιμωρούσε αναγκάζοντας τον να κρεμάσει τα «βρεγμένα» του σεντόνια στο μπαλκόνι για να τον ντροπιάσει στους γείτονες…

Τα βιώματά του; Πολλά. Παρόλα αυτά υπήρξε άριστος –μα τρομερά κακότροπος- μαθητής ο οποίος απέφευγε εντέχνως την οπτική επαφή τόσο με τους συμμαθητές όσο και με τους δασκάλους του. Το IQ του έφτανε στο 130. Θεωρούσε τον εαυτό που πολύ ιδιαίτερο και σαφώς ανώτερο από τους γύρω του, γι’ αυτό και δεν θέλησε ποτέ να αποκτήσει δικό του κύκλο. Το 1957, στα 14 του χρόνια γράφεται σε στρατιωτικό σχολείο από το οποίο όμως αποχωρεί πριν αποφοιτήσει. Στα 17 του χρόνια μπαίνει στον Αμερικανικό Στρατό και παρότι η πορεία του διαγράφεται λαμπρή, καταλήγει εκτός όταν το 1962 διαγνώσθηκε από τους νευρολόγους του στρατού με σχιζοφρένεια.

Μπαινοβγαίνοντας στα νοσοκομεία ψυχικών νόσων, επιχειρεί να δώσει τέλος στη ζωή του περισσότερες από 13 φορές, με την αυτοκτονία της μητέρας του –η οποία είχε διαγνωσθεί με καρκίνο στα κόκαλα- να επιδεινώνει την κατάστασή του. Και ο μικρός του αδερφός νοσηλεύτηκε με ψυχολογικά προβλήματα, έχοντας επίσης προσπαθήσει να αυτοκτονήσει αρκετές φορές.

Επί 6 μήνες, ο Γκάρι εργάστηκε ως νοσοκόμος, εκδιώχθηκε όμως και από εκεί λόγω της κακής του συμπεριφοράς προς στους ασθενείς. Οι καλοί τρόποι, άλλωστε, δεν αποτέλεσαν ποτέ το δυνατό του σημείο. Σε λίγους μήνες θα αποκαλυπτόταν πως η συμπεριφορά του μπορούσε να γίνει ακόμα χειρότερη –κυρίως απέναντι στις γυναίκες…

Τα προβλήματα με το νόμο ήταν συχνό φαινόμενο, η πρώτη σοβαρή κατηγορία εναντίον του, όμως, ήρθε το 1978, όταν εκείνος υπέγραψε και έβγαλε με άδεια μίας ημέρας την αδερφή της τότε συντρόφου του, από το ψυχιατρικό ίδρυμα στο οποίο νοσηλευόταν, κλείνοντας την στο υπόγειο του σπιτιού του στη Φιλαδέλφεια και βιάζοντας τη –ακόμα και παρά φύσιν- πολλές φορές. Οι αστυνομικοί έσπευσαν να βρουν το κορίτσι, αφού αναφέρθηκε πως δεν γύρισε στο ίδρυμα μετά την άδεια, με τους γιατρούς που το εξέτασαν να διαπιστώνουν πως ο Χάιτνικ της είχε μεταδώσει γονόρροια.

Συνελήφθη και καταδικάστηκε σε  τρία χρόνια εγκλεισμού σε ψυχιατρείο. Επί 2 χρόνια και 3 μήνες δεν άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, εξηγώντας το γιατί με ένα σημείωμα: «Ο Σατανάς μου έβαλε βαθιά μέσα στο λαιμό ένα μπισκότο για να μη μιλάω».

Τα χειρότερα έλαβαν χώρα μετά την απελευθέρωσή του τον Απρίλιο του 1983. Ο βιαστής απευθύνθηκε σε μία υπηρεσία ευρέσεως συζύγου της εποχής και γνώρισε τη Μπέττυ Ντίστο από της Φιλιππίνες με την οποία επικοινωνούσε μέσω mail για τα επόμενα δύο χρόνια, Το 1985 εκείνη φτάνει στην Αμερική για να τον παντρευτεί και να βιώσει από πρώτο χέρι την αγριότητά του. Ένα χρόνο μετά τον χωρίζει και επιστρέφει στη χώρα της κατηγορώντας τον για κακοποίηση και απανωτούς βιασμούς, αναφέροντας ακόμα πως από τη στιγμή που τον έπιασε στο κρεβάτι με τρεις άλλες γυναίκες, εκείνος την ανάγκαζε συχνά να τον παρακολουθεί να κάνει σεξ με άλλες. Όταν το 1986 τον εγκατέλειψε ήταν έγκυος στο γιο του, κάτι που εκείνος δεν γνώριζε μέχρι τη στιγμή που η πρώην σύζυγός του απαίτησε να λαμβάνει κάποια χρήματα ως διατροφή. Αργότερα, ο ίδιος απέκτησε ακόμα δύο παιδιά τα οποία δόθηκαν σε ανάδοχες οικογένειες.


Ζοζεφίν Ριβέρα

Με τη σύζυγό του απούσα, το πεδίο ήταν ελεύθερο για τις αποτρόπαιες πράξεις του. Το Νοέμβριο τέλος του 1986 απαγάγει και κακοποιεί άγρια τη Ζοζεφίν Ριβέρα, η οποία καταλήγει να τον… βοηθά με τη βία στο βασανισμό των άλλων θυμάτων του, ενώ μέχρι τον Ιανουάριο του 1987 από το υπόγειο του σπιτιού του στην οδό Νορθ Μάρσαλ στη βόρεια Φιλαδέλφεια πέρασαν συνολικά 6 Αφροαμερικανές γυναίκες ηλικίας 18 – 25 ετών, από τις οποίες οι δύο δολοφονήθηκαν.

Το δεύτερο θύμα του, η 24χρονη Σάντρα Λίντσεϊ πέθανε λιμοκτονώντας μέσα στο υπόγειο, παλεύοντας με τα συνεχή βασανιστήρια και τον υψηλό πυρετό από το ηλεκτροσόκ στον οποίο την επέβαλε συχνά. Ο Χάιντνικ τη διαμέλισε και τοποθέτησε τα άκρα της στην κατάψυξη με την επιγραφή «φαγητό για σκύλους». Ειπώθηκε μάλιστα πως τάισε με αυτά τα επόμενα θύματά του! Έψησε τα πλευρά της στο φούρνο και έβρασε το κεφάλι της. Η έντονη μυρωδιά του ανθρώπινου κρέατος οδήγησε τελικά την αστυνομία στο σπίτι του, ύστερα από τα παράπονα των γειτόνων του. «Έφτιαχνα ψητό, με πήρε ο ύπνος και κάηκε», δικαιολογήθηκε στις Αρχές και γλίτωσε τη σύλληψη!

Συνελήφθη τελικά στις 23 Μαρτίου του 1987, όταν μετά την απαγωγή του τελευταίου του θύματος, η Ριβέρα –το πρώτο του θύμα- τον πείθει να την ελευθερώσει για λίγο, ώστε να επισκεφτεί την οικογένειά της. Ήταν άλλωστε το θύμα που εμπιστευόταν περισσότερο από όλα, καθώς είχε αρχίσει να τη θεωρεί συνεργό του και πίστευε πως απολάμβανε όλα αυτά που την ανάγκαζε να κάνει.


Τα 6 θύματα του Χάιντνικ

Το κορίτσι έχοντας απομακρυνθεί μόλις ένα τετράγωνο από το σημείο που την άφησε, καλεί το 911 και η αστυνομία φτάνει για να την πάρει. Αρχικά δεν πίστεψαν την ιστορία της, γι’ αυτό και την έβαλαν να την επαναλάβει πολλές φορές ώστε να βεβαιωθούν πως δεν υπάρχουν ασάφειες και αλλαγές στις λεπτομέρειες που τους εξιστόρησε. Πείστηκαν εντέλει όταν είδαν τα σημάδια από τις αλυσίδες στα άκρα της.

Ο απάνθρωπος σαδιστής προσπάθησε να κρεμαστεί στο κελί του πριν τη δίκη, όμως δεν τα κατάφερε. Ο συνήγορος υπεράσπισής του, Τσακ Περούτο, ήταν εκείνος που διέσπειρε τις φήμες περί κανιβαλισμού, στην προσπάθειά του να πείσει το δικαστήριο για την παράνοια του πελάτη του. Ωστόσο, δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ το γεγονός πως οι γυναίκες που βίασε τράφηκαν με τη σάρκα της Σάντρα Λίντσεϊ.

Εκτελέστηκε με θανατηφόρα ένεση στις 6 Ιουλίου του 1999 στην Πενσιλβάνια και μέχρι σήμερα αποτελεί το τελευταίο πρόσωπο που αντιμετώπισε τη συγκεκριμένη ποινή. Η σορός του αποτεφρώθηκε.

Ποιος είναι ο χειρότερος όλων; Κανείς δε μπορεί να αποφανθεί με σιγουριά. Το μόνο βέβαιο είναι πως οι τρεις του συνέθεσαν το πορτραίτο ενός από τους πιο ψυχικά διαταραγμένους δολοφόνους της κινηματογραφικής ιστορίας, που χάρισε στη «Σιωπή των Αμνών το Όσκαρ και στις πέντε μεγάλες κατηγορίες που βρέθηκε υποψήφια: της Καλύτερης Ταινίας, της Καλύτερης Σκηνοθεσίας, του Καλύτερου διασκευασμένου) Σεναρίου, του Α’ Αντρικού ρόλου και του Α’ Γυναικείου ρόλου