Η βαριά βαλίτσα των αναμνήσεων

Του Μάριου Δημητρίου

Ένα απόσπασμα από το διήγημα «Η βαριά…βαλίτσα», της έφηβης μαθήτριας Μαριάμ Παναγή, του Τμήματος Γ΄3  του Περιφερειακού Γυμνασίου Ξυλοφάγου, καταλαμβάνει σήμερα το χώρο της στήλης. Το κείμενο της Μαριάμ, διαποτισμένο από την ευαισθησία και τη γόνιμη φαντασία της, απέσπασε το 1o Βραβείο στον φετινό Παγκύπριο Μαθητικό Διαγωνισμό Δημιουργικής Έκφρασης, με θέμα «Το παιδί θύμα του Ολοκαυτώματος», που προκήρυξε τον Ιανουάριο 2018 το Υπουργείο Παιδείας, σε συνεργασία με την πρεσβεία του Ισραήλ στην Κύπρο. Να τι έγραψε ανάμεσα σ’ άλλα, η Μαριάμ:

«Ήταν όμορφο εκείνο το κυριακάτικο πρωινό του Νοέμβρη. Τα σπουργίτια πετούσαν χαρούμενα και έπαιζαν τα δικά τους παιχνίδια, κάνοντας ευχάριστη την ατμόσφαιρα, με το τιτίβισμά τους.  Η Μαρία, δεκατεσσάρων χρονών, καθόταν δίπλα από τη γιαγιά της στην κουνιστή καρέκλα και απολάμβανε τη συντροφιά της. Η φωνή της μαμάς, κόρης της κυρίας Μαρίας, «Φεύγω με το τρένο, πάω στην αγορά», ήταν αρκετή για να σπάσει την ωραία ατμόσφαιρα γιαγιάς και εγγονής και να τρομάξει τα σπουργίτια, κάνοντάς τα να πετάξουν φοβισμένα μακριά. Η μαμά έφυγε κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Η γιαγιά ξαφνικά έχασε το χρώμα της και το ρυτιδωμένο χέρι της ακούμπησε το μέτωπό της. Αμέσως, η Μαρία, σηκώθηκε από τη θέση της και την αγκάλιασε. «Τι έπαθες γιαγιάκα μου», ήταν το πρώτο ερώτημά της. Η γιαγιά θυμήθηκε τον εαυτό της, στην ηλικία των δέκα ετών, να κάθεται κάτω από το μεγάλο δέντρο, στην αυλή του σπιτιού τους στη Θεσσαλονίκη και να παίζει με την καινούργια της κούκλα, που της είχε στείλει δώρο η θεία της η Τίνα, από την Αμερική. Το παιδικό, αθώο και ανέμελο παιχνίδι της, διακόπηκε στη μέση, όταν η μητέρα, της φώναξε, ζητώντας της να πάει αμέσως στο σπίτι. Χωρίς να χάσει λεπτό, η μικρή Μαρία αντιλήφθηκε ότι κάτι σοβαρό θα συμβαίνει κι έτσι, αστραπιαία, βρέθηκε στο σαλόνι που βρίσκονταν η μητέρα, ο πατέρας και ο μεγαλύτερός της αδελφός. Την ενημέρωσαν ότι από στιγμή σε στιγμή θα έρθουν να τους μαζέψουν και αφού τους βάλουν σε τρένα, θα τους μεταφέρουν σε κάποια άλλη χώρα, για λίγο χρονικό διάστημα και μετά θα επιστρέψουν ξανά στο σπίτι τους. Απ΄ όσα είχαν ακούσει, τους δινόταν η ευκαιρία να πάρουν ο καθένας μαζί του μια αποσκευή, που να έχει μέσα ένα παλτό ζεστό και κάποιο άλλο προσωπικό τους αντικείμενο. Η μικρή, τότε, Μαρία έβαλε το μάλλινο πανωφόρι της, το ημερολόγιό της και την αγαπημένη της «κόρη», την κούκλα της. Όταν οι Ναζί χτύπησαν με βρόντο την πόρτα, η Μαρία έτρεξε να κρυφτεί πίσω από τη μητέρα της. Αυτοί, για να σπείρουν περισσότερο πανικό, έριξαν μια προειδοποιητική σφαίρα, που «κατά λάθος» χτύπησε τον πατέρα της. Τα ουρλιαχτά ήταν ασταμάτητα, όμως τίποτα δεν τέλειωσε, αφού πήραν τον αδελφό της, που από τότε δεν τον ξαναείδαν και στη συνέχεια αυτήν και τη μητέρα της και τις έβαλαν σε ένα μεγάλο φορτηγό. Ίσως, μετά από μια ώρα δρόμου, το φορτηγό σταμάτησε και η ίδια φωνή ακούστηκε να τους λέει να πάρουν την αποσκευή τους και να σταθούν σε ουρές, η κάθε μάνα μαζί με τα παιδιά της. Εκεί, στη στάση του τρένου, σταμάτησαν και άλλα φορτηγά με τα «τυχερά γυναικόπαιδα» όπου κι αυτά με τη σειρά τους, έκαναν ουρές και περίμεναν το πρόσταγμα να ανέβουν στο τρένο, που ξεφυσούσε μανιασμένο.  Το σύνθημα δόθηκε με σπρωξίματα από τα όπλα και όλοι φοβισμένοι, μπήκαν στο τρένο. «Πόσα είδαν μέχρι τότε τα μάτια μου», είπε ανασαίνοντας η γιαγιά στην εγγονή της τη Μαρία, και ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό της. Ξαφνικά το τρένο σταμάτησε και αφού κατέβηκαν όλοι όσοι άντεξαν τις ταλαιπωρίες, μαζεύτηκαν σε μια αυλή χωρίς δέντρα, για να μεταφερθούν στους θαλάμους τους. Αφού τις κατέγραψαν όλες σε έναν κατάλογο, η κάθε μια πήρε τον αριθμό της, που στην πραγματικότητα αυτό ήταν και το όνομά της. Ο προορισμός τους ήταν διάφορα έργα, που από αυτά θα επωφελούνταν οι Γερμανοί. Θυμάται ότι ήταν γύρω στα σαράντα, περίπου, δωδεκάχρονα κορίτσια, τα οποία οδήγησαν σε ένα υγρό δωμάτιο. Οι περιορισμοί ήταν αρκετοί, αφού το φως έπρεπε να σβήνει νωρίς, δεν έπρεπε να μιλούν μεταξύ τους και να κάνουν συντροφιά με τα τρωκτικά που τριγυρνούσαν στον χώρο. Το βράδυ της Μαρίας στο γκέτο, ήταν απελπιστικό. Στο μυαλό της τριγυρνούσε η οικογένειά της, ο άδικος θάνατος του πατέρα της, ο αδελφός της και η πολυαγαπημένη της μητέρα. Ηχούσαν συνεχώς στ΄ αφτιά της, τα λόγια της γλυκιάς της μανούλας «Θα φύγουμε για λίγο και θα επιστρέψουμε σύντομα πάλι».  Το πρώτο πρωινό ξύπνημα ήταν βάναυσο, αφού το κρύο νερό που τους έριξαν στο πρόσωπο τους, τις έκανε όλες να τιναχθούν όρθιες «Το πήρα απόφαση!», είπε η γιαγιά και τα μάτια της άλλαξαν όψη. Κάθε βράδυ, στο μυαλό της έκοβε κι έραβε ιδέες, πώς θα καταφέρει να αποδράσει από την κόλαση που ζούσε και ίσως από τον επερχόμενο θάνατο, που κάθε μέρα ίσως και να ήταν η δική της σειρά. Η μητέρα της φοβόταν το τόλμημά της και με αγωνία τη συμβούλεψε να μην το κάνει. Η Μαρία κοιτούσε από μακριά τα ψηλά χορτάρια και ονειρευόταν ότι μια μέρα θα τη βοηθήσουν για να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα. Το τρένο που θα έφευγε την επόμενη μέρα, θα ήταν η σωτηρία της ή ακόμα και ο θάνατός της. Επιτέλους, έφθασε η πολυπόθητη στιγμή για τη μικρή Μαρία. Χωρίς να την πάρει μυρωδιά ο στρατιώτης που τις συνόδευε, η Μαρία ξεπέρασε τον φόβο της και βγήκε από τη γραμμή, τρέχοντας προς το μεγάλο δέντρο που βρισκόταν στα συρματοπλέγματα που έφραζαν το στρατόπεδο και μπροστά τους βρισκόταν το τρένο έτοιμο να αναχωρήσει. Η Μαρία, που το μόνο που την ενδιέφερε, ήταν να φύγει από το ναζιστικό στρατόπεδο, την ώρα που οι μηχανές του τρένου φώναζαν μανιασμένες, φώναξε κι αυτή δυνατά «Φεύγω με το τρένο…» με την ελπίδα να την ακούσει η μητέρα της. Ο χρόνος που χρειάστηκε για να φύγει το τρένο από την είσοδο του στρατοπέδου, ήταν τόσος, για να μπορέσει η Μαρία να φύγει μακριά, χωρίς να την ανακαλύψουν. Περπατούσε για μια ολόκληρη μέρα και στη συνέχεια δεν κατάλαβε πότε έχασε τις αισθήσεις της, αλλά και πώς  βρέθηκε στο σπίτι των Άγγλων που την περιμάζεψαν. Κατάλαβαν από πού προερχόταν το κορίτσι…Το φυγάδεψαν με πολλές δυσκολίες και το έστειλαν πίσω στην Ελλάδα, όπου φιλική οικογένεια στη Μάνη, έκρυψε τη Μαρία και την «υιοθέτησαν» ως παιδί τους. Η Μαρία βρήκε αγάπη στο καινούριο της σπιτικό, μα η καρδιά της ήταν δοσμένη στη βιολογική της οικογένειά. Στον αγαπημένο της πατέρα, στον αδελφό της και στην καταταλαιπωρημένη, γλυκιά της μανούλα. Καθημερινά προσευχόταν γι’  αυτήν, μα ποτέ πια δεν κατάφερε να την ξαναδεί. Τη γλυκιά της μανούλα…! Τη γλυκιά της μανούλα…! Ασταμάτητα έτρεχαν τα δάκρυα της γιαγιάς και της εγγονής. Ασταμάτητες και οι υποσχέσεις της Μαρίας, ότι δε θα αναφέρει τίποτα και σε κανένα, αφού η ψυχή της ήταν τόσο δυνατή, μιας και έμοιαζε με εκείνη της γιαγιάς της, της τότε μικρής Μαρίας, με τη ΒΑΡΙΑ από αναμνήσεις βαλίτσα!».

Με τον πατέρα της Δημήτρη Παναγή. 

Φωτό: Η Μαριάμ, ανάμεσα στις καθηγήτριές της, Μαρούλα Θεοφάνους και Άντρη Νικολάου, στην τελετή βράβευσης, στις 19 Ιουνίου 2018, στην αίθουσα τελετών του Υπουργείου Παιδείας.