Μ. Σιζόπουλος : «Είμαστε αποφασισμένοι να προχωρήσουμε στη λήψη διορθωτικών μέτρων»

{loadposition ba_textlink}

Αναταράξεις έφερε στην ΕΔΕΚ η επόμενη μέρα των εκλογών. Το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν μικρότερο των προσδοκιών της ηγεσίας του κόμματος. Η ΕΔΕΚ σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του 2011 απώλεσε 2.7% της εκλογικής της δύναμης ποσοστό που ισούται με 2 έδρες.

Παρά το γεγονός ότι καθ΄ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας η ηγετική ομάδα της ΕΔΕΚ παρουσιάστηκε ιδιαίτερα προσεκτική, μετριοπαθής και συγκρατημένη όσον αφορά τις εκλογικές προσδοκίες, εντούτοις δημόσια είχε τοποθετήσει τους εκλογικούς στόχους του κόμματος στη διατήρηση των 5 εδρών στη Βουλή. Αυτό κατ΄επέκταση σηματοδοτούσε την κατάληψη της 4ης θέσης και εκλογικό ποσοστό γύρω στο 7 με 7.5%

Η 4η θέση επιτεύχθηκε, όχι όμως και οι άλλοι δύο στόχοι. Αν και για μερικές δεκάδες ψήφους χάθηκε η 4η βουλευτική έδρα η οποία θα μπορούσε να μετριάσει κάπως την εκλογική αποτυχία, εντούτοις το τελικό αποτέλεσμα δεν πρέπει να αφήνει κανένα ικανοποιημένο.

Γιατί θέλουμε μια δυνατή ΕΔΕΚ;

Η ΕΔΕΚ είναι το κατ’ εξοχήν Σοσιαλιστικό κόμμα. Η ενδυνάμωση των παραδοσιακών σχέσεων του κ. Σιζόπουλου με σοσιαλιστές ηγέτες άλλων χωρών, η σοβαρότητα του για το μείζον θέμα της λύσης του κυπριακού και το γεγονός ότι είναι ο πραγματικός συνεχιστής της πολιτικής του Βάσου Λυσσαρίδη, καθιστούν τόσο το Σοσιαλιστικό κόμμα ΕΔΕΚ όσο και τον Μαρίνο Σιζόπουλο στην ηγεσία του κόμματός του, επιτακτική ανάγκη για τον τόπο.

Όμως η πραγματιστική προσέγγιση των δεδομένων είναι αυτή η οποία θα οδηγήσει σε σωστά συμπεράσματα. Είναι αυτή που θα απαντήσει στο ερώτημα γιατί υπήρξε αυτή η εκλογική αποτυχία ενός ιστορικού κόμματος.

Η κάμψη των εκλογικών ποσοτών της ΕΔΕΚ άρχισε να παρατηρείται δημοσκοπικά από το καλοκαίρι του 2013. Σε όλες σχεδόν τις δημοσκοπήσεις παρουσιαζόταν 5η δύναμη με σταθερή μείωση των ποσοστών της. Επιβεβαίωση αυτής της τάσης ήταν και το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, στις οποίες η συνεργασία της ΕΔΕΚ με τους Οικολόγους κατέγραψε τελικό ποσοστό 7.7%. Η ΕΔΕΚ στις εκλογές για την Ευρωβουλή συνήθως κατέγραφε πάντοτε υψηλότερα ποσοστά σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές. Τέλος στις αρχές του 2015 και πριν από την εκλογή της νέας ηγεσίας, το ποσοστό στις δημοσκοπήσεις κατέγραφε το χαμηλότερο ποσοστό, περιορίζοντάς το στο 3%.

Με βάση αυτά τα δεδομένα αλλά και τα όσα προηγήθηκαν μετά την αιφνιδιαστική παραίτηση του Γιαννάκη Ομήρου από την Προεδρία του κόμματος, η 4η θέση και το 6.2% μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αποτυχία αλλά όχι ήττα.

Η αποφυγή εμπλοκής του Γιαννάκη Ομήρου στην προεκλογική εκστρατεία, και οι αρνητικοί συνηρμοί που προέρχονταν από αυτή, η άρνηση του βουλευτή Λεμεσού Ν. Νικολαίδη να ενισχύσει το ψηφοδέλτιο της Λεμεσού και η πλήρης απουσία του από την προεκλογική εκστρατεία, η αρνητική στάση αριθμού στελεχών και οι κακές σχέσεις της κοινοβουλευτικής ομάδας με το κόμμα σίγουρα είχαν τις δικές τους επιπτώσεις στο τελικό εκλογικό ποσοστό.

Πρόσθετοι πονοκέφαλοι για τον πρόεδρο της ΕΔΕΚ είναι οι παραιτήσεις των δύο αντιπροέδρων Μ. Βασιλειάδου και Μ. Θεοδώρου. Μπορεί η κα Βασιλειάδου να ανακάλεσε την παραίτησή της, αλλά οι παραιτήσεις αυτές δεν επιτρέπουν και την καλύτερη συλλογική διαχείριση σε ηγετικό επίπεδο.

Το μεγάλο ερώτημα για το οποίο μέχρι στιγμής η ηγεσία του κόμματος δεν άνοιξε τα χαρτιά της, είναι το τί προτίθεται να πράξει με τα στελέχη που επέδειξαν αντικομματική συμπεριφορά. Θα προχωρήσει στη λήψη μέτρων ή θα το προσπεράσει; Πάντως σε επίπεδο μελών και μεσαίων στελεχών υπάρχει έντονη δυσφορία και αρκετοί είναι αυτοί οι οποίοι απαιτούν τη λήψη μέτρων, ακόμα και τη διαγραφή όσων λειτούργησαν αντικομματικά.

Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε με τον πρόεδρο της ΕΔΕΚ σε μια προσπάθειά μας να πάρουμε απαντήσεις στα όσα θέσαμε πιο πάνω, ο κ. Σιζόπουλος μας ανέφερε :
«Αναμφίβολα το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα είναι αποτυχία για το κόμμα. ‘Ομως δεν αντιμετωπίζεται και ούτε αναστρέφεται με αλληλοεπιθέσεις, παραιτήσεις ή και αχρείαστες αντιπαραθέσεις. Μόνο με ενότητα, διαφάνεια, συλλογική και υπεύθυνη δουλειά. Η ΕΔΕΚ ξαναβρέθηκε σε δύσκολη κατάσταση, μπόρεσε όμως και ανάκαμψε. Μπορεί και σήμερα να το πράξει.

Θα αναλάβουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν. Δεν πρόκειται να τις αποποιηθούμε, ούτε και να τις συγκαλύψουμε. Όμως σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να αναλάβουμε τις ευθύνες άλλων. Δεν είναι ίδιες οι ευθύνες αυτών που εργάσθηκαν και προσπάθησαν για το καλύτερο, με αυτούς που είτε ήσαν στο περιθώριο αδρανοποιημένοι, είτε πολέμησαν το κόμμα με κύριο στόχο να μειωθούν τα ποσοστά και να «δικαιώσουν» τον εαυτό τους. Στο τέλος τη ζημιά δεν την εισπράττουμε τα άτομα, αλλά το κόμμα, η ιδεολογική και πολιτική του υπόσταση.

Η αποδυνάμωση της ΕΔΕΚ ειδικά αυτή την περίοδο συνιστά αρνητική εξέλιξη τόσο σ την προσπάθεια που καταβάλλεται ώστε η προοπτική επίλυσης του κυπριακού να κρατηθεί στη σωστή πορεία, όσο και στην αντιμετώπιση των μεγάλων κοινωνικών επιπτώσεων από την οικονομική κρίση».

Συνέχισε δε τονίζοντας ότι :

«Γνωρίζαμε από την αρχή τις δυσκολίες. Τα μεγάλα εσωτερικά προβλήματα που είχαμε να αντιμετωπίσουμε, το ιδιόμορφο περιβάλλον, την απαξίωση των πολιτών έναντι των κομμάτων και των πολιτικών, τη μεγάλη οικονομική δυσπραγία που δεν μας επέτρεπε να σχεδιάσουμε μια πιο αποτελεσματική διαφημιστική και οργανωτική εκστρατεία, την αρνητική στάση κάποιων από τους βουλευτές μας καθώς και μερίδας των ΜΜΕ. Το μικρό χρονικό διάστημα που είχε στη διάθεσή της η νέα ηγεσία ήταν ένας πρόσθετος αρνητικός παράγοντας. Αυτά φυσικά δεν αποτελούν δικαιολογίες. Είναι η πραγματικότητα».

Καταληκτικά και αποφασιστικά ο κ. Σιζόπουλος, έκλεισε τη συζήτησή μας αναφέροντας ότι :

«Η δημοκρατία έχει μεγάλα περιθώρια αντοχής και ανοχής. Όμως δεν είναι ανεξάντλητα. Όσοι πραγματικά ενδιαφέρονται για το καλώς νοούμενο συμφέρον του κόμματος έχουν θέση στην προσπάθεια ανάκαμψης. Πρέπει όμως έμπρακτα να το αποδείξουν. Δεν θα επιτραπεί σε κάποιους να συνεχίσουν ανενόχλητοι την υπονόμευση του κόμματος.

Είμαστε αποφασισμένοι αφού αναλύσουμε με ηρεμία στα συλλογικά όργανα του κόμματος τα αίτια του κακού αποτελέσματος να προχωρήσουμε στη λήψη διορθωτικών μέτρων. Αναδιοργάνωση σε όλα τα επίπεδα της κομματικής δομής, νέες προσεγγίσεις, έντονη κοινοβουλευτική δραστηριότητα, πρέπει να είναι στο επίκεντρο των επιλογών μας.

Χρόνος υπάρχει, αρκεί να αξιοποιηθεί σωστά.»