Με ένα φάντασμα στη σκληρή πόλη

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Μπήκε στο δωμάτιο της παλιάς πολυκατοικίας πάνω στην Τρικούπη όπου έπαιρνα συνεντεύξεις από τους ενοίκους και κάθισε δίπλα μου. Από το Μπαγκλαντές κι αυτός, όχι όμως φοιτητής όπως οι υπόλοιποι. Αιτητής πολιτικού ασύλου για εφτά ολόκληρα χρόνια, παρακαλώ. Στα τριάντα του μοιάζει με παραμελημένο ένοικο ενός κατ’ ευφημισμό οίκου ευγηρίας. Τα δόντια του έπεσαν, τα μάγουλά του βυθίστηκαν, τα φτηνά του ρούχα πλέουν πάνω στο λιπόσαρκο σώμα του. Μόνο τα μάτια του, μαύρα και φλογερά, δηλώνουν το πάθος του για τη ζωή και τη φοβερή εσωτερική ενεργητικότητά του.

Πήρε αυτόκλητα πάνω του την ευθύνη αυτής της ιδιόμορφης αντιπροσώπευσης των συμπατριωτών του στην εντός των τειχών γειτονιά, επειδή είναι μεγαλύτερος σε ηλικία κι επειδή ζει εδώ περισσότερο καιρό.

Μου μιλά με εμπιστοσύνη σε αγγλικά που δεν καταλαβαίνω, μου περιγράφει καταστάσεις και πρόσωπα στην πατρίδα του, που δεν ξέρω. Υποθέτω ότι υποθέτει ότι θα έπρεπε να ξέρω για την οικογένειά του, που αντιπολιτευόταν την προηγούμενη δικτατορική κυβέρνηση της χώρας του. Για την καταδίκη του σε δέκα χρόνια φυλακή λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων. Για την περιπετειώδη του δραπέτευση και καταφυγή στην Κύπρο. Για τον φόβο του να επιστρέψει στο Μπαγκλαντές λόγω της πολιτικής αστάθειας και της πιθανότητας να τον φυλακίσουν.

Μου προτείνει να με πάρει στο δωμάτιό του για να μου δείξει τα χαρτιά του, σαν να θέλει να σφραγίσει τη φιλία μας με την επιβεβαίωση της νομιμότητάς του. Βγαίνουμε έξω και περπατάμε προς την Ονασαγόρου και συνεχίζει να μιλά ασταμάτητα καθώς προσπερνάμε τα παραπήγματα των αλλοδαπών στα στενά δρομάκια.

Θεωρεί τυχερό τον εαυτό του γιατί έχει…δυο δουλειές και δουλεύει σαν σκλάβος δεκαοκτώ ώρες το 24ωρο – πλύντης αυτοκινήτων τη μέρα και ντελιβεράς ταχυφαγείου τη νύχτα. Και γιατί έχει μια στέγη πάνω απ’ το κεφάλι του, μια αποθήκη προς διακόσια ευρώ το μήνα – μια από  τις παλιές αποθήκες της πόλης, με εκείνες τις βαριές, σιδερένιες πόρτες για ασφάλεια, που τις κάνουν να μοιάζουν με φυλακές. Χαρτόνια κι ευτελή αντικείμενα, τα έπιπλά του. Μια τηλεόραση η πιο μεγάλη του πολυτέλεια. Ινδικές ταινίες που ενοικιάζει από γειτονικό κατάστημα, η ψυχαγωγία του.

Ανασύρει από μια βαλίτσα τα χαρτιά του και μου τα δείχνει με περηφάνια. Διαβατήριο και επιστολές δικηγόρων και άδεια παραμονής και εργασίας. Σηκώνω τη φωτογραφική μηχανή, αλλά όχι, δεν θέλει να τον φωτογραφίσω, ούτε να δημοσιεύσω το όνομά του, ούτε να υπάρχει επισήμως – του αρκεί η…ανεπίσημη του ύπαρξη, σαν άλλο ένα από τα φαντάσματα των ξένων γύρω του, σε αυτή τη σκληρή και απατηλή πόλη.

Φώτο: Ένας από τους ενοίκους του διαμερίσματος στην εντός των τειχών Λευκωσία που δεν είχε ένσταση να φωτογραφηθεί.