Με τον Γιώργο και τον Κυριάκο Μπλάκκη

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Διάβασα με θλίψη την αγγελία του θανάτου του Γιώργου Χρίστου Μπλάκκη,  στα 84 χρόνια του και της κηδείας του, που έγινε την Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019, στην εκκλησία Αποστόλου Λουκά στον Συνοικισμό Αγίου Αθανασίου Λεμεσού. Εκεί που κηδεύτηκε και ο γιος του ο Κυριάκος τον Γενάρη 2012 – ο παιδικός μου φίλος ο «Κάκος», που ήταν για δεκαετίες στη λίστα των αγνοουμένων του 1974. Ο Γιώργος Μπλάκκης…μια μορφή πατρική για μένα, που έρχεται από τα έγκατα της παιδικής μου ηλικίας, της Κάτω Δερύνειας και του οδυνηρού τραύματος της προσφυγιάς,  οδηγώντας εκείνο το παλιό Zephyr – ένας από τους λίγους Κατωδερυνειώτες που είχε τότε αυτοκίνητο…το αυτοκίνητο όπου πριν την εισβολή, άραζα με τον Κυριάκο και ακούγαμε με τις ώρες την κασέτα με τον Μπάλο του Διονύση Σαββόπουλου…το αυτοκίνητο που το φθινόπωρο 1974 μετέφερε εμένα και την οικογένεια μου από τα προσφυγικά αντίσκηνα της Ορμήδειας, στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς μου στη Φλάσου, για να συνεχίσω το σχολείο στο Γυμνάσιο Σολέας…

Κοιτάζω τη φωτογραφία με το αυλακωμένο πρόσωπο του Γιώργου Μπλάκκη…και νιώθω πως  βαθύτερες αυλακιές έχουν τη ρίζα τους σε εκείνο το πρωί του Γενάρη 2012, στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου στη Λευκωσία, όπου πήγε με τους έξι γιους του, τον  Χριστάκη, τον Φώτο, τον Πανίκο, τον Άντρο, τον Σώτο και τον Πέτρο, να παραλάβουν τα λείψανα του μέχρι τότε αγνοούμενου Κυριάκου…Μου είχε πει με σπασμένη φωνή, όταν τον συνάντησα στην καφετέρια του Ινστιτούτου, λίγα λεπτά πριν την παραλαβή των οστών: «Παρόλο που ο Κυριάκος μας χάθηκε από τον Αύγουστο του ΄74 και από τότε δεν είχαμε καμιά αξιόπιστη πληροφορία για την τύχη του, πίστευα – ή ήθελα να πιστεύω – μέχρι τώρα, ότι ήταν ακόμα ζωντανός, ίσως κάπου στην Τουρκία. Η επιβεβαίωση του θανάτου του, αλλά και η πληροφόρηση που μας δόθηκε ότι εκτελέστηκε εν ψυχρώ από τους Τούρκους λίγο μετά που τον συνέλαβαν με άλλους στρατιώτες και πολίτες, ήταν για μας ένα τεράστιο σοκ που δεν θα το ξεπεράσουμε τόσο εύκολα».

Εκείνη την ημέρα είδα τον Κυριάκο πάνω σε ένα τραπέζι με άσπρο τραπεζομάντιλο, στο Ανθρωπολογικό Εργαστήριο. Ένα κρανίο με δύο τρύπες από τις σφαίρες των δολοφόνων. Κάποια κόκκαλα, από τα χέρια και τα πόδια. Τα δόντια του όλα γερά, δόντια του δεκαοκτάχρονου παιδιού που ήταν, όταν τον έστησαν πάνω από τον ομαδικό τάφο στο Μπέκιογιου και τον εκτέλεσαν με δυο σφαίρες στο πλάι του κεφαλιού. Όπως έγραψα σε άλλο κείμενο, καλά-καλά δεν είχε αρχίσει να ξυρίζεται. Ήμουν μικρότερος από αυτόν, αλλά τον πείραζα ότι είχα γένια πιο πυκνά από το χνούδι του προσώπου του. Παράξενο δεν είναι; Αυτός έμεινε στα δεκαοκτώ κι εγώ προχώρησα τόσο, που θα μπορούσε να είναι γιος μου. Οι άλλοι έξι αδελφοί του έχουν τώρα παιδιά κι εγγόνια, κάποια συνομήλικά του. Τα κόκκαλα του χώρεσαν σε μια μικρή κάσα. Ο Κυριάκος! Ο Κάκος, όπως τον φωνάζαμε οι έφηβοι φίλοι του της Κάτω Δερύνειας.

Τι έμεινε για μένα από αυτόν, πέρα από τα λείψανα που η Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων παρέδωσε στους δικούς του;

Έμεινε ο τρόπος που σήκωνε το χέρι προς τη φράντζα των μαλλιών που έπεφταν στο μέτωπο, για να τα στρώσει προς τα πάνω. Τα τεράστια καστανά μάτια και τα ευγενικά λεπτά χαρακτηριστικά…

Το ιστορικό της σύντομης αιχμαλωσίας και της απάνθρωπης δολοφονίας του Κάκου, 18χρονου νεοσύλλεκτου στρατιώτη του 399 Τάγματος Πεζικού που είχε έδρα το Μπογάζι Αμμοχώστου,  μαζί με άλλους 34 στρατιώτες και 10 πολίτες που συνελήφθησαν από τους Τούρκους στο χωριό Βώνη στις 15 Αυγούστου, αποκαλύπτεται σε σημείωμα που η ΔΕΑ παρέδωσε στην οικογένεια του, μαζί με τα λείψανά του. Οι 44 αιχμάλωτοι δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ από Τουρκοκύπριους εξτρεμιστές, σε ένα από τα χειρότερα εγκλήματα σε βάρος άοπλων Ελληνοκυπρίων τον Αύγουστο 1974 και θάφτηκαν σε ομαδικό τάφο. Στον επικήδειό του για τον Κυριάκο, ο  Άντρος Κυπριανού, Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ, επικαλέστηκε στίχους του υπέροχου «Άξιον Εστι» του Οδυσσέα Ελύτη, του Νομπελίστα ποιητή της Ελλάδας και του Ελληνισμού που δεν είναι ταυτισμένος με την Αριστερά, αλλά που έχει μια ευρεία αποδοχή ανάμεσα στους Έλληνες όλων των πολιτικών απόψεων: «Όπως το έγραψε και ο μεγάλος Ελύτης «πρώτα θα δεις την ερημιά και θα της δώσεις το δικό σου νόημα. Ό,τι σώσεις μεσ’ την αστραπή, καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει». Ο Κυριάκος όπως και τόσοι άλλοι ήρωες του 1974, βάδισαν μόνοι τους κατευθείαν στην ερημιά μιας προδομένης μάχης. Περπάτησαν μόνοι τους στην ερημιά του θανάτου, χωρίς να έχουν δίπλα τους για το στερνό αντίο κανένα αγαπημένο τους πρόσωπο. Σε αυτή την ερημιά έδωσαν το δικό τους νόημα. Το νόημα της θυσίας για την ελευθερία, την ακεραιότητα και την αξιοπρέπεια της πατρίδας. Έδωσαν σε αυτές τις λέξεις νόημα που διαρκεί όσα χρόνια κι αν περάσουν. Αυτή τη θυσία οφείλουμε να δικαιώσουμε, συνεχίζοντας τον αγώνα μέχρι να ανατείλει ο ήλιος της ειρήνης πάνω από την Κύπρο μας».

Έρχονται τώρα στο μυαλό μου εκείνα τα απογεύματα του Σαββάτου στο μεγάλο σκούρο Zephyr του πατέρα του Κυριάκου, του Γιώργου Μπλάκκη, παρέα με τον Μπάλο του Διονύση Σαββόπουλου…

Ο Κάκος κι εγώ στις αναπαυτικές μαξιλάρες του Zephyr να ακούμε αμίλητοι, απλά χαμογελώντας… κουνώντας τα κεφάλια και τους ώμους, στον ρυθμό του καταπληκτικού και πρωτόγνωρου για μας, ροκ ακούσματος… να τελειώνει το τεράστιο τραγούδι των δεκαέξι λεπτών κι εμείς ακόμα να ταξιδεύουμε με τον Διονύση… Κι ύστερα να το βάζουμε ξανά στο μαγνητόφωνο και να το ξανακούμε δυο και τρεις και τέσσερεις φορές:

Έρμος και βαρύς στο μονοπάτι

με το σακούλι άδειο κι ένα μωρό στην πλάτη

Γυρνάω σαν τα φίδια και σαν τ’ αγριοπούλια

και πίσω απ’ το βουνό ακούω νταούλια

Και βλέπω την κοιλάδα μες στο λιοπύρι

και βλέπω το χωριό να ‘τοιμάζει πανηγύρι

Δίνω μια τρεχάλα ψηλά απ’ τους λόφους

να φτάσω στους μπαχτσέδες και στους ανθρώπους

Σε τούτα τα Βαλκάνια σε τούτον τον αιώνα

συνάντησα τους φίλους μου μια νύχτα του χειμώνα.

Καθόντουσαν αμίλητοι σε κάτι βράχια

και σαν με είδαν να ’ρχομαι γουρλώσανε τα μάτια,

Γιατί όλο τούτο τον καιρό μ’ είχαν για πεθαμένο

και πίνανε γλυκό κρασί ψωμάκι σιταρένιο.

Κι αφού με καλωσόρισαν κι αφού με βαρεθήκαν

κατάλαβαν την φάρσα μου και μ’ αρνηθήκαν.

Άσε τα θαύματα την μάσκα πέταξε

Εδώ είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε-γέλασε.

Μοιράζω το ψωμί σας δίνω το παγούρι

στα μάτια σας κοιτάζω και λέω ένα τραγούδι.

Και το τραγούδι λέει πως παίρνω την ευθύνη

πως είμαι αρχηγός σ’ αυτό το πανηγύρι.

Τη μέρα της κηδείας του Γιώργου Μπλάκκη, την περασμένη Τετάρτη, έβαλα στο κομπιούτερ τον Μπάλο του Σαββόπουλου. Και σκέφτηκα τον Κυριάκο. Και τον πατέρα του μαζί.Oι τρεις νέοι της Κάτω Δερύνειας που σκοτώθηκαν πολεμώντας στη διάρκεια της τουρκικής εισβολής το καλοκαίρι 1974 – από αριστερά ο Λοϊζος Ανδρέα Χρίστου (Πέπης), ο  Θέμης Δημητριάδης και ο Κυριάκος Χρίστου Γεωργίου (Μπλάκκης).

Φώτο: Ο Γιώργος Χρίστου Μπλάκκης.