Μεγάλη υπόθεση…η αδικία

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Κάθομαι στο γραφείο του παλιού Λυκειάρχη στο σπίτι του στο κέντρο της Λευκωσίας. Τον παρατηρώ καθώς μου δείχνει σε τρεις-τέσσερις τοπογραφικούς χάρτες που άνοιξε μπροστά μου, το σημείο όπου βρίσκεται το πατρικό του στην Πάφο και καθώς μου απαριθμεί τα παράπονά του από τα αρμόδια δημοτικά και κρατικά τμήματα που το κήρυξαν διατηρητέο, αλλά που δεν εμπόδισαν την παράνομη ανέγερση πολυκατοικίας δίπλα του. Είναι θυμωμένος και απόλυτος, ένας ασταμάτητος ποταμός από διαμαρτυρίες και λεπτομέρειες δημοσιογραφικά αδιάφορες, για επιστολές που έστειλε, για τις ευθύνες της πολεοδομίας και της χωροταξίας, για το νεραύλακο στο κτήμα του και για το πεζοδρόμιο στο δρόμο που φαγώθηκε… Τον ακούω υπομονετικά, καθώς σκέφτομαι με έκπληξη ότι είναι ο ίδιος άνθρωπος που πριν ένα-δύο χρόνια με είχε δεχτεί σφιγμένος στο σχολείο του, μετά που το επισκέφθηκα απροειδοποίητα και μου είχε μιλήσει με το στανιό για κάποια προβλήματα παραβατικότητας και προσαρμοστικότητας παιδιών, που προφανώς δεν ήθελε να γίνουν ευρύτερα γνωστά, γιατί χαλούσαν την εικόνα του ίδιου, ως ενός αναποτελεσματικού ηγήτορα. Θυμήθηκα μια χαρακτηριστική κουβέντα του εκείνης της μέρας, στην προσπάθειά του να κρατήσει το ζήτημα μακριά από τη δημοσιότητα, που θεωρούσε επιζήμια για τον ίδιο, ότι «για να βελτιώσεις μια κατάσταση, πρέπει να δουλέψεις αθόρυβα και χωρίς τυμπανοκρουσίες». Είχα αναρωτηθεί, πώς μπορεί ένας διευθυντής Λυκείου να δηλώνει πίστη στο δόγμα «αθόρυβα και χωρίς τυμπανοκρουσίες», όταν έχει να κάνει έξι με οκτώ ώρες κάθε μέρα με ένα τεράστιο καζάνι που βράζει από την ενέργεια πεντακοσίων ή εξακοσίων εφήβων 15 – 18 χρόνων…Είχα σκεφτεί ότι δεν είναι νεκροταφείο που διευθύνει, όπου όλα συμβαίνουν αθόρυβα και χωρίς τυμπανοκρουσίες. Λύκειο διευθύνει, όπου πρέπει να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει εξάρσεις, θυμούς, γέλιο, κλάμα, τρυφερότητα και βιαιότητα…

Τώρα είναι μπροστά μου, καθισμένος όχι στην καρέκλα της εξουσίας, αλλά σε αυτήν που βρίσκεται απέναντι…και προσπαθεί με θόρυβο και με τυμπανοκρουσίες να με πείσει για το δίκιο του…που πρέπει οπωσδήποτε να γνωστοποιηθεί ευρέως…

Ομολογώ ότι κάνω ό,τι μπορώ για να τον καταλάβω, αλλά σκέφτομαι ότι πρέπει να βρω ένα τρόπο να τον αποσπάσω από αυτή την εμμονή που του ρουφά τόση ενέργεια, για το εμβαδόν και την πολεοδομική άδεια μιας οικοδομής εκατό χιλιόμετρα μακριά και να στρέψω τη συζήτηση σε πιο ουσιαστικά ζητήματα της εκπαιδευτικής του εμπειρίας…Μπαίνει μέσα η σύζυγος του με ένα δίσκο με καφέδες και μπισκότα και πίσω της τα δύο εγγονάκια τους. Μόλις τα βλέπει ο διευθυντής, η φωνή του μαλακώνει και το πρόσωπό του φωτίζεται. Παύει στη στιγμή να είναι η τιμωρητική συνείδηση της κοινωνίας και γίνεται ο γλυκός παππούς που όλα τα παιδιά θα ήθελαν δικό τους. Αναρωτιέμαι γιατί δεν ηρεμεί και δεν απολαμβάνει τη φροϋδική ρουτίνα του; Τη σταθερότητα της καθημερινότητάς του; Την ασυννέφιαστη οικογενειακή ζωή του; Τη χωρίς έγνοιες αφυπηρέτησή του και την καλή, ζηλευτή του σύνταξη; Γιατί δεν χαίρεται απλώς τις στιγμές του με μια γυναίκα που στάθηκε δίπλα του ακλόνητος βράχος για μισό αιώνα;

Γιατί φωνάζει και χολοσκά για ένα κτίσμα στην άλλη άκρη του νησιού που το βλέπει μια φορά το χρόνο; Υποθέτω ότι φωνάζει και χολοσκά για το προφανές – γιατί νιώθει ότι αδικείται! Και είναι όντως μεγάλη υπόθεση η αδικία…Αν  δεν υπάρχει, την εφευρίσκεις…Είναι η αδικία μια υπόθεση μεγαλύτερη από την επιτυχία, την πιο λαμπρή καριέρα, την ευτυχία και την επανάπαυση, γιατί προφανώς σου δίνει νόημα και στόχο, κρατάει τα γρανάζια σου σε κίνηση και τη ψυχή σου νέα και ζωντανή.