Μετρώντας τις μέρες που περνούν

Old man sleeping

Του Μάριου Δημητρίου

Διάβασα και ξαναδιάβασα την ανώνυμη επιστολή στην εφημερίδα για «τη ζωή ενός συνταξιούχου», με την εντύπωσή μου να δυναμώνει, ότι αυτή περιγράφει ένα θάνατο – και μάλιστα πρόωρο – και όχι μια ζωή.

Δεν διεκδικώ καμιά ιδιαίτερη γνώση επαϊοντα πάνω στο θέμα, σκέφτομαι όμως ότι τα γηρατειά και η διαχείρισή τους, είναι μια υπόθεση του μυαλού περισσότερο από οτιδήποτε άλλο – και η ευθύνη των γηρατειών, (πρακτική, αλλά και ηθική), βαραίνει το άτομο, όσο τουλάχιστον βαραίνει την πολιτεία.

Ο επιστολογράφος, που δηλώνει συνταξιούχος του ιδιωτικού τομέα, αναφέρει για τον εαυτό του ότι είναι χήρος 72 χρόνων χωρίς παιδιά, ότι ζει σε δικό του διαμέρισμα στη Λευκωσία και ότι παίρνει 672 ευρώ (και κάτι ψιλά, όπως υπογραμμίζει με λεπτή ειρωνεία), σύνταξη γήρατος. Γράφει μεταξύ άλλων:

«Κατάργησα την κεντρική θέρμανση και αγόρασα μια θερμάστρα πετρελαίου για να ζεσταίνομαι το χειμώνα, όταν είναι πολύ κρύο. Έχω αποσυνδέσει το σταθερό τηλέφωνο και χρησιμοποιώ, για ώρα ανάγκης, μεταχειρισμένο κινητό που μου χάρισε ένας καλός φίλος. Ανάβω την τηλεόραση για να βλέπω ειδήσεις και κάποτε κυπριακές σειρές για να περνώ τις μοναχικές ώρες μου. Σταμάτησα να αγοράζω εφημερίδα και δανείζομαι αυτήν του γείτονα κάθε απόγευμα, για να ενημερώνομαι γενικά».

Μας πληροφορεί ακόμα ο επιστολογράφος ότι «από τις 25 του μήνα μετρά τα ψιλά στην τσέπη του περιμένοντας την επιταγή του ΤΚΑ για να βγάλει τον επόμενο μήνα». Και ότι «έχει βάλει κατά μέρος 500 ευρώ για να πληρωθούν ιερείς, εκκλησία και νεκροθάφτες όταν πεθάνει. Είναι μακάβριο, αλλά έπρεπε να προνοήσω για μια όσο γίνεται αξιοπρεπή κηδεία», παρατηρεί.

Είναι βέβαια προφανές ότι δεν μπορώ να δώσω «μαθήματα ζωής» σε έναν άνθρωπο που έζησε αρκετά περισσότερα χρόνια από μένα, μπορώ μόνο να δώσω ένα μέρος της δικής μου ιδέας για το ταξίδι της θνητότητας, που είναι κοινό για όλους.

Προσωπικά δεν θεωρώ μακάβριο που προνοεί για το θάνατό του, «για να πληρωθούν ιερείς, εκκλησία και νεκροθάφτες όταν πεθάνει», μου φαίνεται όμως ότι αποφεύγει να προνοήσει για τη ζωή του. Και ότι, όπως μετρά τα ψιλά στην τσέπη του, έτσι μετρά και τις μέρες που περνούν.

Παραπονιέται γι’ αυτά που δεν έχει και δεν είμαι σίγουρος αν εκτιμά αυτά που έχει. Έχει την υγεία του, πνευματική και σωματική και εμφανώς δεν υποφέρει με κατάθλιψη ή αντικοινωνικότητα. Όπως προκύπτει από τα γραφόμενά του, δεν έχει αποσυρθεί κοινωνικά, παρακολουθεί τις τρέχουσες  ειδήσεις, ενδιαφέρεται τι συμβαίνει γύρω του, διατηρεί την πολύτιμη ικανότητα της ειρωνείας.

Δεν υπάρχει τίποτε συναρπαστικό σε μια δανεισμένη εφημερίδα και σε ένα μεταχειρισμένο κινητό, είναι όμως ωραίο που έχει κοντά του, ανθρώπους που τον σκέφτονται. Και που ακόμα, έχει τη δύναμη να αντιδρά σε αυτό που θεωρεί άδικο για τον ίδιο και για άλλους. Είναι νομίζω ένα σημαντικό, καθημερινό επίτευγμα, η αντίδραση και η διεκδίκηση, κόντρα στην απάθεια, στην αμνησία και στη σβησμένη συνειδητότητα για σένα και για τον κόσμο.