Μια ευρωπαική γιορτή, δύο αναγνώσεις

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Ευρωπαϊκή γιορτή με δύο αναγνώσεις, μια ενοποιητική και μια διχαστική, είναι η 9η Μαϊου – «Ημέρα της Ευρώπης», της ειρήνης και της συνεργασίας για τους φίλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και της άρνησης και της ακύρωσης για τους νοσταλγούς του σταλινισμού, που επιτίθενται εκ του ασφαλούς και  λοιδορούν με ψέματα το σημερινό ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ενώ απολαμβάνουν όπως όλοι οι Ευρωπαίοι πολίτες, τις χωρίς ιστορικό προηγούμενο, δημοκρατικές ελευθερίες της ενωμένης Ευρώπης. Τα κομμουνιστικά κόμματα και οι εξαρτημένες οργανώσεις τους σε όλη την Ευρώπη, μιλούν στις επετειακές αναφορές τους, για  «πλαστογράφους της Ιστορίας, που από κοινού με το πολιτικό κατεστημένο της ιμπεριαλιστικής EE, ανακήρυξαν την 9η Μάη ως «Ημέρα της Ευρώπης», θέλοντας να σβήσουν από τη μνήμη το συμβολισμό της ως μέρας της Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών!». Στη Λευκωσία κομπάζουν ότι «δεν μπορεί να διαγραφεί από τη συλλογική μνήμη αυτή η ημέρα και όσες προσπάθειες παραχάραξης κι αν γίνουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι μνήμες παραμένουν ζωντανές». Επί διακυβέρνησης τους, ο τότε Υπουργός Παιδείας απευθυνόταν προς τους εκπαιδευτικούς, μαθητές και φοιτητές με επετειακά μηνύματα που αναφέρονταν σε «φανατικές ιδεολογίες, όπως ο φασισμός, ο εθνικισμός, ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία που αιματοκύλισαν τον κόσμο τον περασμένο αιώνα», αλλά «ξεχνούσε» να αναφέρει τον σταλινισμό ανάμεσα σ’ αυτές τις ιδεολογίες. Κι αυτό βέβαια δεν ήταν ακριβώς ένα «εγερτήριο της μνήμης», αλλά ήταν περισσότερο μια ιδιαίτερη, επιλεκτική μεταχείριση της μνήμης.

«Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συγκρούστηκε συνασπισμένη η δημοκρατική κοινότητα εναντίον του φασισμού–ναζισμού και βγήκε κερδισμένη», υπέμνησε σε ένα τέτοιο μήνυμα ο πρώην Υπουργός και ασφαλώς ο σταλινισμός συγκρούστηκε και πολέμησε τον φασισμό-ναζισμό, αλλά με κανένα τρόπο δεν αποτελούσε μέρος της «συνασπισμένης δημοκρατικής κοινότητας».

Αν ο Υπουργός ήθελε να τιμήσει ολοκληρωμένα και όχι μερικώς, τη μνήμη της Ημέρας αυτής, όφειλε να υπομνήσει το γεγονός ότι ο δικτάτορας Στάλιν, απόλυτος ηγεμόνας της Σοβιετικής Ένωσης από το 1928 μέχρι το θάνατό του το 1953, αναγκάστηκε να πολεμήσει τον Χίτλερ και τον ναζισμό. Ο πόλεμος ήταν επιλογή του Χίτλερ, όχι του Στάλιν. Αυτό έγινε, μετά που τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν αιφνιδιαστικά στη Ρωσία τον Ιούνιο 1941 και μέσα σε λίγες μέρες κατέλαβαν τεράστια εδαφική έκταση, κυρίως γιατί ο σοβιετικός στρατός ήταν αποδυναμωμένος από τις σταλινικές εκκαθαρίσεις.

Στην πραγματικότητα ο Χίτλερ επιτέθηκε στη σταλινική Ρωσία καταστρατηγώντας το κακόφημο Σύμφωνο Μη Επίθεσης που υπέγραψε με τους Σοβιετικούς τον Αύγουστο 1939, ανυπομονώντας να τους «ουδετεροποιήσει» για να μπορέσει να εισβάλει ανενόχλητος στην Πολωνία. Με την επαίσχυντη αυτή συμμαχία, Στάλιν και Χίτλερ χώρισαν την ανατολική Ευρώπη σε σοβιετική και γερμανική ζώνη, με πρώτο θύμα τους, την Πολωνία, που άρπαξαν από μισή.

Ο Στάλιν ήθελε να μείνει ουδέτερος σε έναν πόλεμο μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και των δημοκρατικών δυτικών δυνάμεων – Γαλλίας και Αγγλίας – που θα αποδυνάμωνε και τις δύο πλευρές, που θεωρούσε εχθρικές στη Σοβιετική Ένωση και θα κατέληγε ίσως σε μια κομμουνιστική επανάσταση και στις δύο. Όπως δήλωσε τότε στην Κομιντέρν (Κομμουνιστική Διεθνή) «δεν αντιτιθέμεθα στον πόλεμο, αφού θα αφήσει εξαντλημένες και τις δύο πλευρές».

Δεν ήταν η «δημοκρατική» συνείδηση του Στάλιν, που τον έφερε αντιμέτωπο με τον ναζισμό, αλλά η απληστία και η μεγαλομανία του Χίτλερ.