Μια ιστορία του ’74

{loadposition ba_textlink}

Μες την πυρά του καλοτζαιρκού, 20 του Ιούλη τζαι έσχεις τα παράθυρα ανοικτά γιατί εν αντέχεις άλλον την κρυάδα του έαρκοντιτιον, ακούεις τζείντον ήχο που κάμνει τη τρίχα σου να σηκώνεται ίσια πάνω, τάγκα η ώρα 05:00. Ακούεις τον που τον τζαιρό που γεννήθηκες τζαι ακούετουν πολλά χρόνια πριν γεννηθείς.

Στη μνήμη σου έρκεται η δεκαετία του ’90 που ήσουν δημοτικό ακόμα τζαι το «Δεν Ξεχνώ» εσήμαινεν κάτι, τζαι ενεν όπως σήμερα ανορθόγραφο πας το κρατικό λαχείο. Μετά ανοίξαν τα οδοφράγματα. Μεν τα λαλείς σύνορα, ελάλεν μου ο μακαρίτης ο παππούς μου, τζαι τα σύνορα της χώρας μας ένεν δαμέ.

«Τα σύνορα της χώρας μας ένι στην Τζερύνεια…», και συνεχίζει:

«Ηταν 5 το πρωί. Η μάνα μου εσάριζεν έξω την αυλή τζαι ακούω την να λαλεί του γείτονα.

          Ρε γείτο, μα ήντα που θωρείς τζιπάνω με τα κιάλια;

          Εγέμωσεν η θάλασσα πλοία, κυρά Δέσποινα, τούρτζικα πλοία.

Επετακτήκαμεν ούλλοι που τα κρεβάθκια μας. Ο αρφός μου εβγήκεν έξω να δει αν είσχεν γεμώσει τζαι ο ουρανός αεροπλάνα τζαι εγώ έπιασα τη σκάλα να βγω πας το δώμα.

Τζαι η θάλασσα ήταν κατάμαυρη που τα πλοία».

«Ο τζύρης μου μαθημένος του πολέμου, ήταν 7 χρόνια ως στρατιώτης στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είπε μας να πάμε τζιαμέ που εν το ανάχωμα πουκάτω που τις οξινιές. Η μάνα μου πάλε εν είσχεν ιδέα ήντα που ήταν ο πόλεμος, έκαμεν τον καφέ γλήορα γλήορα, έβαλεν τον μες το δίσκο τζαι βούρα. Μαζί μας επήραμεν τζαί έναν φορητό ραδιούϊν. Το ΡΙΚ η ώρα 06:00 όπως κάθε μέρα έπαιξε την πρωινή προσευχή και την καθιερωμένη του γυμναστική. Κατά τις 07:00 επήρεν είδηση τζαι το ΡΙΚ παρόλο που ελάλεν ότι οι Τούρτζοι είναι ακόμα στη θάλασσα αλλά οι Τούρτζοι εβομβαρδίζαν ήδη».

«Ως τις 08:30, ήμασταν που κάτω που τις λεμονιές, μετά έπρεπε να πάει να καταταχθεί ο αρφός μου. Εβάλεν τα στρατιωτικά του τζαι η μάνα μου εφόρησεν του τον βαφτιστικό του σταυρό λουμένη του κλαμάτος. Ο τζύρης μου να τον θωρεί σκεφτικός να φεύγει και να του φωνάζει ‘’εις το επανιδείν γιε μου, που την άλλη μερκά του βουνού’’, το βουνό ήταν ο Πενταδάκτυλος».

«Για τις επόμενες τρείς ημέρες μαζί με την υπόλοιπη γειτονιά ήμασταν στο υπόγειο ενός γείτονα. Για τρείς ημέρες είχαμε μόνο νερό, ‘οι πως είσχες όρεξη να φάεις, για τρείς ημέρες ακούαμε τους βομβαρδισμούς, στρατιώτες να τα χάνουν τζαί να τσιριλλόυν μες τη νύχτα. Την δεύτερη μέρα που ήμασταν στο υπόγειο ήρταν 2 στρατιώτες μαζί μ’ έναν τραυματία τζαι ζητήσαν μας το αυτοκίνητο που είχε ο ιδιοκτήτης του σπιθκιού για να τον πάρουν στο νοσοκομείο, ο ιδιοκτήτης στην αρκήν εν εδέχτηκε γιατί εσκέφτηκε ότι θα του το λερώναν με τα γαίματα. Οι στρατιώτες ήταν στο σύνολο 17, οι υπόλοιποι 14 εσκοτωθήκαν στην προσπάθεια τους να ανοίξουν τα «τζαινούρκα» πυρομαχικά που τους έδωκεν η «Κυπριακή Δημοκρατία». Επεριγράψαν μας την κατάσταση, τραυματίες, σκοτωμοί, λίες οδηγίες που το στρατό, όπλα καλά καλά εν είχαν, πούλημα κανονικό, όπως τα πρόβατα στη σφαγή. Ο τραυματίας τελικά εγλύτωσε.

Μες τζίντες 3 ημέρες ο τζύρης μου να μονολογεί ‘’Πρέπει να φύουμε Δεσποινου τζαι ένα κάμουν τη γραμμή Αττίλα’’. Κανένας εν εκαταλάβαινε τι ελάλεν, μετά εκαταλάβαμεν ούλλοι».

«Στις 3 ημέρες υποτίθεται έγινεν εκεχειρία παρόλο που εξακολουθούσαν να βομβαρδίζουν ακόμα. Επήαμεν σπίτι μας, η μάνα μου εκαθάρισε το σπίτι νομιζόμενη ότι ο πόλεμος ετέλειωσε τζαι επροσπάθαν να μαειρέψει. Εγώ με τον τζύρη μου ελουθήκαμεν τζαι επήαμεν να βρούμε τους συγγενείς για να μαζευτούμε ούλοι έσσο μας. Έρκουνταν ένας ένας βαστώντας μια βαλιτσούα. Τότε εκατέβειν τζαι ο ξάδερφος μας που τον Πενταδάκτυλο και είπε μας να φύουμε τωρά, ότι τζαι αν είχαν δει τα μάθκια του. Ετοιμαστήκαμε τζαι εξεκινήσαμεν για τη Μύρτου που είχαμε συγγενείς, θυμούμαι τη μάνα μου να έσχει κάτι φλουρκά Κωνσταντινάτα τζαι αντί να τα πιάνει μαζί της να τα κλειώνει μες το ερμάρι τζαι να πίανει το κλειδί. Στη Μύρτου επήραν μας κάτι στρατιώτες με το αυτοκίνητο του στρατού, στην Μύρτου εμείναμεν 3 ημέρες ώσπου και ξεκινήσαν να βομβαρδίζουν τζαι τζαμε, εβγήκαμε πάνω στα λεωφορεία και ακούω τον τζύρη μου να φωνάζει επειδή εχωριστήκαμε ‘’θα βρεθούμε στη Μόρφου’’».

«Έτσι εβρεθήκαμεν στη Μόρφου τζαι που την Μόρφου εκατεβήκαμεν Κακοπετρία».

«Στην Κακοπετρία εμείνισκαμεν μες το σχολείο. 6 Αυγούστου, θυμούμαι που είπεν το ράδιο ότι επήαν τζαι το χώρκο μας.

Τζαι αθυμούμαι την μάνα μου μες την αφέλεια της να γυρίζει τζαι να λαλεί του Τζύρυ μου

          Μα επήαν τζαι το χωρκό μας Αντρέα μου;

          Όι ένα το αφήκουν ανεξάρτητο κράτος

          Τζαι ήνταλως ένα πήαινουμεν;

          Με το ελικόπτερον.

Είσχεν τζαι τζείνη τα δίκα της, κάθε μέρα εκαρτέραν τον γιο της να φάνει τζαι έν άφηνε που τα σχέρκα της τον πιο μιτσή αμπα τζαι χάνετουν, ειδικά που την ημέρα που ήβρε 2 μωρά που εχαθήκαν τζαι αρώτησε τα:

          Που εν το σπίτι σας μάνα μου;

          Επήαν το οι Τούρκοι.

          Η μάνα σας που ένι, που σας βάλει τζαι τζοιμάστε;

Τζαι επηάν τα που το χερούϊν τζαι πήρε τα».

Ο πόλεμος ετέλειωσε.

Ο Αντρέας επέθανε στα 93, τζαι πάντα ελάλεν, «τζιαμέ που σταματά η λογική ξεκινούν τα συμφέροντα των μεγάλων».

* Κατεβάστε δωρεάν την ηλεκτρονική έκδοση της “24” στο http://24newspaper.com.cy!