Μια μικροπαράβαση, ο θάνατός σου

Του Μάριου Δημητρίου


Πίσω από αυτό τον τοίχο, άφησες την τελευταία σου πνοή, μόλις στα 18 σου χρόνια. Στο μικρό διαμέρισμα της παλιάς πολυκατοικίας με τις ξεχαρβαλωμένες συσκευές κλιματισμού, με τα σκουπίδια στους διαδρόμους, μέσα στο γυμνό τοπίο του σκοτεινού σου μέλλοντος, έτσι όπως το ζωγράφισε η οργισμένη καρδιά σου. Με το καλώδιο της τηλεοπτικής αντένας, περασμένο θηλειά στο λαιμό σου, με τα μικρά σου όνειρα ναυαγισμένα στο τελευταίο σου δάκρυ. Γύρω σου η ζωή συνεχίζεται σαν να μη συνέβη τίποτα, σαν να μην υπήρξες ποτέ, με τους λούμπεν ανθρώπους που ήταν πάντα το περιβάλλον σου, ν’ ανεβοκατεβαίνουν κάθε μέρα το σκοτεινό κλιμακοστάσιο, προς και από τα δωμάτια-κελιά τους. Όπως έκανες εσύ. Να περπατούν πολλά χιλιόμετρα τη μέρα, κοιτάζοντας ξέπνοα τους απόμακρους και αυτάρεσκους ντόπιους, τους βιδωμένους μέσα στ’ αυτοκίνητά τους, που έγιναν λες κομμάτια του κορμιού τους. Όπως έκανες εσύ. Να περνούν απαρατήρητοι, ξυστά, έξω από γεμάτες καφετέριες, έξω από τα κλαμπ και τις μπυραρίες και τα πρακτορεία στοιχημάτων, πάντα από την εξωτερική, οι απέξω, οι αουτσάϊντερ, αυτοί που περιμένουν στις στάσεις των λεωφορείων, ένα θαύμα που δεν έρχεται ποτέ. Όπως έκανες εσύ.

Την υπόθεση του θανάτου σου, αγαπητέ Mohamed Dahir, ανέλαβε προκαταρκτικά το Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων Λάρνακας και στη συνέχεια αυτή ανατέθηκε στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων(!), αφού αποκλείσθηκε το ενδεχόμενο εγκληματικής ενέργειας.

Όχι, κανένας δεν σε σκότωσε, το ΤΑΕ ήδη σε έβγαλε απ’ το μυαλό του, φεύγοντας από τη σκηνή με το γονατισμένο σου σώμα στο πάτωμα – ανακουφισμένο το ΤΑΕ που δεν φορτώθηκε τη θλιβερή σου ιστορία. Παρόλο τούτο, η Αστυνομία θεωρεί ότι ήταν ένας «αφύσικος θάνατος», ο θάνατός σου.

Η ιατροδικαστής έκανε την ιατροδικαστική εξέταση και τη νεκροτομή και αποφάνθηκε ότι πέθανες «από ασφυξία δι’ απαγχονισμού με βρόχο». Έτσι ο θάνατός σου, τυγχάνει χειρισμού από το σύστημα, ως μια μικροπαράβαση εκ μέρους σου, μια παραξενιά αν θέλεις, ενός απροσάρμοστου παιδιού με μαύρο χρώμα από τη Σομαλία.

Αγαπητέ Mohamed Dahir, ήρθα προχθές και περπάτησα εκεί που περπάτησες εσύ. Πήγα ακόμα και στο Γραφείο Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και μίλησα για σένα με τους συγκάτοικούς σου, στη στενή σκάλα του κτιρίου, δίπλα στο στενάχωρο δωμάτιο όπου δεκάδες αιτητές ασύλου συνωστίζονταν, περιμένοντας να πάρουν τα κουπόνια του μηνιαίου επιδόματός τους – νεαρά παιδιά με σιδερένιους μυς και θλιμμένα μάτια, σαν εσένα. Λίγο πιο πριν, η διαχειρίστρια της πολυκατοικίας, μου είπε πως ήσουν πολύ καλό παιδί και πως δεν ενοχλούσες κανένα – ρώτησε μάλιστα πού είσαι θαμμένος για να πάει να σου ανάψει ένα κερί. Δεν νομίζω όμως ν’ ανάβουν κεριά στο τουρκοκυπριακό νεκροταφείο όπου τώρα ησυχάζεις. Έψαξα για τον τάφο σου σε αυτό το αφρόντιστο μουσουλμανικό κοιμητήριο, μέσα στο λιοπύρι, πατώντας άθελά μου πάνω σε ανώνυμους τάφους, σε άσπρες πέτρες που προβάλλουν από τα ξερά χόρτα, σαν αναλαμπές ξεχασμένων υποσχέσεων. Χάρηκα και λυπήθηκα πολύ, γι’ αυτό το λίγο που σε γνώρισα.