Μικρές απρόοπτες ανταμοιβές

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Περπάτησα με γυμνά πόδια στη θάλασσα εκεί που σπάζει το κύμα. Άφησα πίσω μου τις αγωνίες, τις άπλωσα όμορφα όμορφα μαζί με τα ρούχα μου στην πετσέτα κάτω απ’ την ομπρέλα κι απ’ αυτή την προοπτική, φιλτραρισμένες στο διάφανο φως του Αυγούστου έχασαν την οξύτητα τους κι έλιωσαν από ώρα σαν παγωτό στη φωτιά του μεσημεριού, κάτω απ’ το καυτό πάπλωμα της ζέστης. Ένιωσα ξαλαφρωμένος κι ευκίνητος λες κι ένα γιγαντιαίο χέρι ξεφόρτωσε από πάνω μου ένα τόνο μπετόν. Κοίταξα γύρω μου τους λιγοστούς παραθεριστές που μάζευαν νωχελικά τα πράγματα τους κι ετοιμάζονταν για το μεσημεριανό στο παραθαλάσσιο εστιατόριο. Όλα ήταν παράξενα ήσυχα. Κανένας δεν φαινόταν να βιάζεται και βέβαια τα πλάσματα που ζουν μόνιμα εκεί – μικρά και μεγαλύτερα ψάρια, καβούρια, μυρμήγκια, μέλισσες και πεταλούδες, μαζί με τους ιδιοκτήτες του κέντρου – δεν περίμεναν τίποτε διαφορετικό από τους επισκέπτες. Σκέφτηκα ότι είναι ωραίο να ξαναβρίσκω ό,τι είχα σαν παιδί κι έχασα στην εφηβεία μου και στα χρόνια που ακολούθησαν – τη χρονοτριβή, την ηδονή των μικρών απρόοπτων ανταμοιβών, την ευτυχία της χωρίς όρους εντρύφησης στο παρόν. Γονάτισα κι άρχισα να πλάθω αφηρημένα σχήματα στη μαλακή άμμο, εκεί που έσπαζε το κύμα, δίνοντας περισσότερο χρόνο στο αποτύπωμα του χεριού μου… Ίδρωσα πολύ και βούτηξα στη θάλασσα κοιτάζοντας με έγνοια το εφήμερο έργο μου. Ήξερα πως αργά ή γρήγορα θα σκεπαζόταν και θα εξαφανιζόταν από την πλημμυρίδα ή από τα πόδια κάποιου άλλου λουόμενου. Πρόλαβα όμως ν’ απολαύσω την αιωνιότητά του.