Ο δύσκολος Σεπτέμβρης του Ανδρέα

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Δύσκολος αυτός ο Σεπτέμβρης για τον Ανδρέα Ευαγγέλου κι ας κοιτάζει χαμογελαστός τον φακό, από το καθιστικό του φιλόξενου σπιτιού της Ανθής και του Γιάννη στον Άγιο Δομέτιο (το Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2017), με ένα ποτήρι νερό ανάμεσα στους σιδερένιους γάντζους που έχει για χέρια. Ναι, είναι στην Κύπρο αυτό τον μήνα, αφού ήρθε από το Λονδίνο μετά από χρόνια, για να επισκεφθεί το κατεχόμενο χωριό του, την Αγία Τριάδα Γιαλούσας – και τα χαλάσματα αυτού που κάποτε ήταν το σπίτι που γεννήθηκε. Μου τηλεφώνησε την Κυριακή για να μου πει με συντριβή ότι μόλις τον πληροφόρησαν για τον θάνατο του καρδιακού του φίλου στο Λονδίνο, Ανδρέα Πιστόλα από τα Γαστριά της Καρπασίας, που πέθανε στα 79 του από καρκίνο. Ήταν ο άνθρωπος που του έσωσε τη ζωή το 1959, όταν ο Ευαγγέλου ακρωτηριάστηκε στα 19 του χρόνια, χάνοντας και τα δύο του χέρια από έκρηξη δυναμίτη που χρησιμοποιούσε για ψάρεμα – και που υπήρξε ο χειρότερος σταθμός σε μια τραυματική διαδρομή από την τρυφερή παιδική του ηλικία. «Συνάντησα για πρώτη φορά τον Ανδρέα Πιστόλα στο νοσοκομείο Αμμοχώστου, όπου ήταν ασθενής στον ίδιο θάλαμο στον τρίτο όροφο που ήμουν εγώ, μετά τον τραυματισμό μου», μου είπε με σπασμένη φωνή ο  Ανδρέας Ευαγγέλου. «Μια μέρα, πάνω στην απελπισία μου για τον ακρωτηριασμό μου, βγήκα στο μπαλκόνι για να πέσω κάτω ν’ αυτοκτονήσω, γιατί σκεφτόμουν ότι με χέρια δεν με ήθελε κανένας και ποιος θα με ήθελε τώρα, χωρίς χέρια; Πετάχτηκε όμως ο Πιστόλας και με άρπαξε, γιατί κατάλαβε την πρόθεσή μου και έτσι μου έσωσε τη ζωή. Από τότε γίναμε φίλοι αληθινοί και η φιλία μας συνεχίστηκε και δυνάμωσε στο Λονδίνο, όπου μεταναστεύσαμε και οι δύο».

Ο Ανδρέας Ευαγγέλου, σήμερα 77 χρόνων, είναι κάτοικος Λονδίνου από το 1960, όταν μεταφέρθηκε στη βρετανική πρωτεύουσα για τοποθέτηση τεχνητών άνω άκρων. Δεν επέστρεψε στην Κύπρο, μετά τη νοσηλεία και την αποκατάσταση της υγείας του. Έμεινε εκεί, εργάστηκε σκληρά, παντρεύτηκε με Αγγλίδα και απέκτησε μαζί της μια κόρη κι ένα γιο. Τον γνώρισα πριν εννιά χρόνια, όταν μπήκε στο γραφείο μου στο Λονδίνο, κρατώντας ένα φάκελο με φωτογραφίες, από επίσκεψή του στο χωριό του. Η συνέντευξη που μου έδωσε τότε, το 2008, ήταν από τις πιο εμβληματικές θα έλεγα, ανάμεσα στις χιλιάδες συνεντεύξεις που πήρα στη διάρκεια της δουλειάς μου.

Ο Ανδρέας, που γεννήθηκε το 1940, δεν μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο σαν τον Όλιβερ Τουϊστ, όμως η παιδική του ηλικία στην αγγλοκρατούμενη Κύπρο των δεκαετιών 1940 και 1950, μέσα σε ένα περιβάλλον άγνοιας, αμορφωσιάς, απόλυτης φτώχειας και στερήσεων, έμοιαζε πολύ με εκείνην που έζησε στη βικτωριανή Αγγλία, ο μικρός φημισμένος ήρωας του Κάρολου Ντίκενς. Σαν τον Όλιβερ Τουϊστ, ο Ανδρέας γνώρισε μικρός, τη βία μιας εποχής εχθρικής στην παιδικότητα και σαν τον Όλιβερ Τουϊστ, έγινε δραπέτης και φυγάς, εγκατέλειψε το περιβάλλον του, περιπλανήθηκε σε άγνωστα μέρη, κοιμήθηκε σε χωράφια με σκέπη του τον ουρανό, έζησε ανήλικος έφηβος μέσα σ’ ένα παντοπωλείο, με κρεβάτι του, σακιά των πατατών. «Τα παιδικά μου χρόνια στην Αγία Τριάδα, τα έζησα που λέει ο λόγος με ξερό ψωμί», μου είπε. «Ο πατέρας μου ήταν βοσκός και είχα τρεις αδελφούς μεγαλύτερους και μια αδελφή μικρότερη και όπως όλα τα αδέλφια μου, έτσι και εγώ, από τεσσάρων χρονών βοηθούσα στη μάντρα – την καθαρίζαμε, αρμέγαμε τα πρόβατα, τα κουρεύαμε το καλοκαίρι, τα ποτίζαμε μεταφέροντας νερό από ένα λάκκο στη γειτονιά. Η καθημερινότητά μας ήταν από τόσο νωρίς γεμάτη υποχρεώσεις και τίποτε άλλο. Στη δευτέρα του δημοτικού, ο δάσκαλός μου με έδερνε κάθε μέρα και με πρόσβαλλε ότι ήμουν ξύλο απελέκητο και ότι δεν έπιανα τα γράμματα. Τα άλλα παιδιά με πείραζαν, εγώ αντιδρούσα, τσακωνόμασταν συνέχεια. Ούτε να διαβάσω είχα όρεξη, ούτε  να πάω στο σχολείο. Μια μέρα μαλλιοτραβηχτήκαμε με ένα συμμαθητή μου και ο πατέρας του το είπε στον πατέρα μου, οπότε έφαγα ξύλο και από τον πατέρα μου. Την επομένη στο σχολείο, ο δάσκαλος με τιμώρησε να μην βγω το διάλειμμα στην αυλή. Όταν σχόλασα, έφαγα ξύλο και από τη μάνα μου, γιατί με έστειλε να φέρω νερό από τον ποταμό δυο φορές και την τρίτη φορά, αρνήθηκα. Το είπε στον πατέρα μου, που με ξανάδερε και με διέταξε να μαντρίσω το κοπάδι, ενώ εκείνος πήγε στον καφενέ. Εκεί τον βρήκε ο δάσκαλος και του είπε ότι δεν ήξερα να διαβάσω. Ήρθε λοιπόν στο σπίτι ενώ κοιμόμουν, με ξύπνησε, μου έδωσε δυο πάτσους και μου είπε να κάτσω να διαβάσω… Του είπα δεν μπορώ και όσο του έλεγα ότι δεν μπορώ, τόσο πιο πολύ με έδερνε…Μια Δευτέρα πρωί, με έβαλε ο δάσκαλος να διαβάσω, δεν ήξερα και με φώναξε κοντά του θυμωμένος. Μου έδωσε κάμποσες με τη βίτσα και στις δύο χούφτες και με έστειλε στο θρανίο μου, με την εντολή να αντιγράψω ό,τι είχε γράψει εκείνος στον πίνακα. Επειδή δεν μπορούσα ούτε να πιάσω το μολύβι από τον πόνο, με ξανάδερε. Όταν έπαιξε κουδούνι για διάλειμμα, με άφησε για τιμωρία  μέσα στην τάξη. Αλλά μόλις ξανάπαιξε το κουδούνι για να αρχίσει το μάθημα, άνοιξα το παράθυρο, πετάχτηκα έξω κι έφυγα. Πήγα περπατητός στο Ριζοκάρπασο να βρω το θείο μου τον Κυριάκο, τον αδελφό του πατέρα μου, που τότε ούτε τον ήξερα, ούτε με ήξερε. Απλώς τον σκέφτηκα σαν μια σανίδα σωτηρίας, για να γλιτώσω το ξύλο και από τους γονιούς μου και από τον δάσκαλο. Όταν έφτασα στο Ριζοκάρπασο, είχε νυχτώσει και δεν ήξερα πού να πάω… κι έτσι τρύπωσα σε ένα φούρνο, σε μιαν άγνωστη αυλή για να περάσω τη νύχτα, σαν το λαγό. Μη ξεχνάς ότι ήμουν μόνο εννιά χρονών. Χαράματα του φου, ήρθε η γυναίκα να ανάψει τον φούρνο! Ήταν έτοιμη να βάλει μέσα θρουμπιά, οπότε πετάχτηκα έξω κατατρομαγμένος. “Απαναϊα μου, έχει αλουπό δαμέσα», είπε η γυναίκα και σήκωσε το Ριζοκάρπασο στις φωνές. Όμως εγώ έγινα αστραπή και πήρα το δρόμο για να επιστρέψω στο χωριό μου. Έξω από την Αγία Τριάδα, συνάντησα τον Αλί, ένα Τουρκοκύπριο βοσκό από τη  Γαληνόπορνη, που ήταν φίλος με τον πατέρα μου, του είπα τα καθέκαστα και με πήρε στο σπίτι του. Με έβαλε να κοιμηθώ με τα παιδιά του και το πρωϊ βοήθησα τη γυναίκα του να ταϊσει τις όρνιθες και να καθαρίσει τη μάντρα. Ήρθε ο Αλί τη νύχτα και με πήρε στον πατέρα μου, που μου υποσχέθηκε ότι δεν θα με ξαναδέρει. Αλλά λίγο καιρό μετά, πάλι με ξανάδερε και ξανάφυγα από το σπίτι. Για αρκετές νύχτες, κοιμόμουν μέσα στα μποστάνια, στο ύπαιθρο – ξέρεις τη νύχτα το χώμα είναι ζεστό – μέχρι που με έπιασε ο ιδιοκτήτης και με πήρε στους γονιούς μου. Επέστρεψα στο σχολείο, μόνο για δύο εβδομάδες και το εγκατέλειψα οριστικά, καταφεύγοντας για πεντέξι μήνες στη ξαδέλφη της μάνας μου, τη θεία Αρετή στη Γιαλούσα. Τους βοηθούσα στο μάζεμα των χαρουπιών, των αμυγδάλων και των ελιών. Μετά πήγα βοσκός για δύο χρόνια, με τον Χαλακατέβα τον Γιαλουσίτη και στη συνέχεια, στα 12 μου χρόνια, έφυγα για το Βαρώσι, όπου για άλλα δύο χρόνια πουλούσα φρούτα στο παντοπωλείο – τις νύχτες κοιμόμουν πάνω στις σακούλες ανάμεσα στις αποθηκευμένες πατάτες, μέσα στο παντοπωλείο και πλενόμουν στα δημόσια λουτρά εκεί κοντά. Στα 14 μου και ενώ άρχισαν οι κινητοποιήσεις και η δράση της ΕΟΚΑ κατά των Εγγλέζων, πήγα πίσω στο χωριό, όπου με προσέγγισαν κάποιοι συγχωριανοί και ορκίστηκα στην ΑΝΕ. Τις νύχτες γράφαμε συνθήματα κατά των Εγγλέζων πάνω στους τοίχους των σπιτιών και στους δρόμους. Το 1956 έφυγα από το χωριό και πήγα στο Βαρώσι, όπου συνέχισα να δρω για την Οργάνωση, μέχρι και το τέλος του αγώνα».