Ο Κώστας Βέης απαντά στην Αναστασία

Του Μάριου Δημητρίου

Έξι μήνες μετά που ο Αστυνόμος Κώστας Βέης, Υπεύθυνος του Γραφείου για Θέματα 0ικογενειακής Βίας και Κακοποίησης Ανηλίκων στο Αρχηγείο Αστυνομίας, βρέθηκε για τα καλά «στριμωγμένος», από την έντονη κριτική κατά μεθόδων και διαδικασιών της Αστυνομίας, εκ μέρους βουλευτίνων της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και κυρίως από την Αναστασία Παπαδοπούλου, Σύμβουλο της Ad Hoc Διϋπουργικής Επιτροπής για την Εθνική Στρατηγική Κατά της Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας, έδωσε τη δική του απάντηση, ιδιαίτερα καυστική, αλλά χωρίς να κατονομάζει τον στόχο του. Την ευκαιρία να απαντήσει δημόσια στους επικριτές της Αστυνομίας στη διάρκεια εκείνης της συνεδρίας στη Βουλή, στις 23 Οκτωβρίου 2017, ο Κώστας Βέης τη βρήκε την περασμένη Τρίτη 17 Απριλίου 2018, όταν κλήθηκε να μιλήσει για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, στην ημερίδα με θέμα, «Βία και εγκληματικότητα στην κοινωνία της πληροφορίας και η επίδραση των ΜΜΕ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης», που  διοργάνωσε στη Δημοσιογραφική Εστία στη Λευκωσία, η Αστυνομία Κύπρου, σε συνεργασία με την Ένωση Συντακτών, την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, τον Σύνδεσμο Εκδοτών Κύπρου και τον Κυπριακό Οργανισμό Εκδοτών Διαδικτύου. Το απόσπασμα της τοποθέτησης του Αστυνόμου Βέη, που απαντά στην προ έξι μηνών, «επίθεση» που δέχτηκε, έχει ως εξής: « Έχουμε λοιπόν, συνήθως, ένα συγκρουσιακό περιβάλλον συζήτησης (για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών), μάλλον αντιπαράθεσης, όπου κάποιες πλευρές εμφανίζονται επιτιθέμενες και κάποιες αμυνόμενες. Θυμίζω την περίπτωση της συζήτησης για την μέθοδο αναγνώρισης υπόπτων στα τέλη του 2017, όπου σώνει και καλά, έπρεπε να μαλώνουμε και να διαφωνούμε, παρά το ότι συμφωνούσαμε, επί της ουσίας. Τότε, η Αστυνομία αναγνώρισε την ανάγκη αναθεώρησης και επικαιροποίησης της μεθόδου, δήλωσε πειστικά, ότι ήδη προωθούσε την αλλαγή, στη βάση σύγχρονων μεθόδων και πρακτικών, και αντί να ακούσει να της λένε, «πηγαίνετε στη δουλειά σας, να τελειώνετε με την αναθεώρηση της διαδικασίας μια ώρα γρηγορότερα», βρέθηκε για δύο τουλάχιστο εβδομάδες, στη δίνη μιας δημόσιας αντιπαράθεσης με αφορμή το θέμα, όπου αντί να προωθεί την αλλαγή, που όλες οι πλευρές και η ίδια ήθελαν, προσπαθούσε να διασκεδάσει το μήνυμα ότι οι ανακριτές που διερευνούν υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών «τρώνε μωρά με τα πάμπερς», έτσι ώστε να μην αποθαρρυνθεί το κοινό να καταγγέλλει και να έχει λόγο ύπαρξης και χρήσης, ο περιβόητος μονοδρομικός υαλοπίνακας, «καθρέφτης», όπως λεγόταν τότε, για να αναγνωρίζουν μέσω του και με μεγαλύτερη άνεση και ασφάλεια, τα παιδιά και άλλοι ευάλωτοι μάρτυρες, τους υπόπτους, και όχι για να κτενίζονται οι αστυνομικοί! Εκείνη την τραγική και καταστροφική δημόσια συζήτηση, την συντήρησαν μεν και τα Μέσα, αλλά τη δημιούργησαν άλλοι Πολιτειακοί Θεσμοί, επικαλούμενοι αποκλειστικά το συμφέρον των παιδιών, το οποίο έπλητταν κατά ριπάς, σε μια ομολογουμένως ευαίσθητη χρονικά περίοδο, στην οποία εξυπηρετούσε να μην θυμόντουσαν κάποιοι επικριτές, πως ήταν παράλληλα και θεματοφύλακες άλλων συμφερόντων άλλων ανθρώπων».

Να θυμίσω ότι η προαναφερόμενη συνεδρία της 23ης Οκτωβρίου 2017, της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που ο Κώστας Βέης, μάλλον δεν θα ξεχάσει τόσο εύκολα, έγινε εκτάκτως, μετά   την αποκάλυψη της βουλευτίνας του ΑΚΕΛ Σκεύης Κουκουμά, ότι παιδί θύμα σεξουαλικής κακοποίησης, υποχρεώθηκε από την Αστυνομία, παρουσία και λειτουργών των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, να αναγνωρίσει το θύτη σε αστυνομική παράταξη, με πιθανό αποτέλεσμα να υποστεί δεύτερο ψυχολογικό τραύμα. Έγραψα τότε σε εκτεταμένο ρεπορτάζ μου για την «24», ότι ο Αστυνόμος Βέης, αντιμετώπισε το μπαράζ των επικριτικών παρατηρήσεων και ερωτήσεων, με χαρακτηριστική ψυχραιμία. «Λέω το αυτονόητο», είπε, «ότι δεν διαφωνούμε, ότι έχουμε και εφαρμόζουμε μια διαδικασία που χρήζει αναθεώρησης, τόσο για παιδιά, όσο και για ευάλωτους μάρτυρες και ότι αυτό θα πράξουμε πολύ σύντομα. Δεν είμαστε σε αντίθετη πλευρά». Η Πρόεδρος της Επιτροπής, βουλευτίνα του ΔΗΣΥ Στέλλα Κυριακίδου, ανακοίνωσε ότι «θα σταλεί από την Επιτροπή, επιστολή προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, με την οποία θα ζητείται να μη χρησιμοποιείται η Αστυνομική Διάταξη 3,8, εκεί που αφορά τα ανήλικα και ευάλωτα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης ή παρενόχλησης, εκτός αν υπάρχει ειδική προστασία του θύματος, όπως π. χ. με τη χρήση μονοδρομικού καθρέφτη».

Παίρνοντας τον λόγο ο Κώστας Βέης, εξήγησε ότι «υπάρχουν μια σειρά διαδικασίες στην Αστυνομία, οι οποίες προνοούνται από ειδική Αστυνομική Διάταξη και αφορούν ευρύτερα, σε μεθόδους αναγνώρισης υπόπτων. Σε αυτές, περιλαμβάνεται η παράθεση φωτογραφιών, η αναγνωριστική παράταξη προσώπων, η σύγκριση του τρόπου δράσης του υπόπτου, τα δακτυλικά αποτυπώματα, το γενετικό υλικό, η ετοιμασία σκίτσου κλπ. Η διαδικασία που προνοείται για την αναγνωριστική παράταξη, είναι μια και μοναδική και εφαρμόζει σε οποιαδήποτε περίπτωση χρειαστεί – δεν περιέχει πρόνοια για διαχωρισμό των προσώπων προς αναγνώριση,  από το πρόσωπο που θα αναγνωρίσει, τουναντίον προνοεί όπως το πρόσωπο που αναγνωρίζει, να αγγίξει στον ώμο, το πρόσωπο που θα αναγνωρίσει».

Ο Αστυνόμος απάντησε αρνητικά, σε ερώτηση της Στέλλας Κυριακίδου, κατά πόσο υπάρχει μονοδρομικός καθρέφτης, για να χρησιμοποιούν τα παιδιά θύματα. «Όσον αφορά στο άγγιγμα του ώμου του υπόπτου από το θύμα, για σκοπούς αναγνώρισης», πρόσθεσε, «υπάρχει εξαίρεση και αφορά παιδιά, σε περιπτώσεις σεξουαλικών αδικημάτων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, θα μπορούν να υποδείξουν και όχι να αγγίξουν, τον ύποπτο. Οι αστυνομικοί καλούνται να εφαρμόσουν τη Διάταξη, ρητά και πιστά, γιατί θα είναι ζήτημα αναγνώρισης από το Δικαστήριο, σε κατοπινό στάδιο. Εκτός από τις οδηγίες, να είναι πολύ προσεκτικοί στην εφαρμογή τέτοιων διαδικασιών, υπάρχει και σε ένα πολύ γνωστό σύγγραμμα, αναφορά ότι η αυστηρή τήρηση κανόνων αναγνώρισης, έχει κρίσιμη σημασία. Πάντως, το θέμα της αναγνώρισης παιδιών, όταν προέκυψε πρόσφατα, πριν να εγερθεί τώρα, το ήγειρε η Αστυνομία εσωτερικά και δόθηκαν ήδη οδηγίες να επανεξετάσουμε αυτή την Αστυνομική Διάταξη, που φαίνεται ότι χρονολογείται και να επικαιροποιήσουμε τη διαδικασία, γενικά, αλλά και ειδικά, σε περιπτώσεις ευάλωτων μαρτύρων που καλούνται να προβούν σε αναγνώριση. Ήδη το θέμα εξετάζεται και η Αστυνομία θα προωθήσει μια νέα διαδικασία, για την οποία θα πρέπει να διαβουλευθούμε και με τον Γενικό Εισαγγελέα. Πάντως η αναγνώριση, αποτελεί διαδικασία που σπάνια χρειάζεται να γίνει, εξ ου και δεν προέκυψε, εδώ και πέραν των 10 ετών».

Η Αναστασία Παπαδοπούλου, αντέδρασε λέγοντας οτι «εγείρονται πολύ σοβαρά ερωτήματα, σε σχέση με την Εθνική Στρατηγική και δεν δέχομαι αυτά που είπε ο κύριος Βέης. Στην πρώτη συνεδρία της Διϋπουργικής Επιτροπής,  για εκπόνηση της Εθνικής Στρατηγικής Κατά της Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας, στις 3 Σεπτεμβρίου 2015, ζητήθηκε από μένα και από τους αρμόδιους Υπουργούς, όπως αποστείλουν όλες οι Υπηρεσίες, ένα σημείωμα όπου να καταγράφονται όλες οι διαδικασίες που ακολουθούνται κατά τη διερεύνηση περιστατικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού. Έχω μαζί μου το σημείωμα που στάλθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και την Αστυνομία και πουθενά δεν αναφέρεται αυτή η διαδικασία. Στο σημείωμα που μου στάλθηκε από τις ΥΚΕ, επίσης δεν αναφέρεται οποιαδήποτε διαδικασία. Ποτέ δεν έχει παρουσιαστεί ενώπιον Δικαστηρίου, υπόθεση όπου το θύμα αναγνώρισε τον θύτη, μέσω αναγνωριστικής παράταξης, χωρίς οποιαδήποτε προστασία. Στη δεύτερη συνεδρία της Διϋπουργικής Επιτροπής, στις 30 Σεπτεμβρίου 2015, αναφέρθηκα σε δύο περιπτώσεις, όπου δεν υπήρξε προστασία του θύματος.  Η μια ήταν στην Πάφο, όπου το παιδί ενώ περίμενε στον Αστυνομικό Σταθμό για να δώσει οπτικογραφημένη κατάθεση, πέρασε από μπροστά του ο κατηγορούμενος με τις χειροπέδες και τον είδε και μπήκε για να δώσει την κατάθεση και δεν μίλησε. Επανήλθε το παιδί μετά από τρεις μέρες, μίλησε μετά από βοήθεια και το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του παιδιού, κάνοντας αναφορά σε  αντιφατικές καταθέσεις. Η δεύτερη περίπτωση, αφορά παιδί που το πήραν στον Αστυνομικό Σταθμό Λάρνακας για να προβεί σε αναγνωριστική παράταξη και λιποθύμησε, όταν είδε τον κατηγορούμενο στο λόμπι. Έτσι αναγνωρίστηκε ο ύποπτος, ο οποίος καταδικάστηκε, όχι λόγω αναγνωριστικής παράταξης, αλλά λόγω DNA και άλλων στοιχείων. Όταν κύριε Βέη, σας το ανέφερα στην Διϋπουργική Επιτροπή, με διαβεβαιώσατε ότι ποτέ ένα θύμα, δεν πρέπει να έρχεται σε επαφή με τον θύτη. Σε όλη αυτή τη συζήτηση, στην παρουσία των τεσσάρων αρμοδίων Υπουργών, ουδέποτε αναφέρατε ότι υπάρχει μια τέτοια διαδικασία. Προκύπτει από αυτό, και θέμα παραβίασης της νομοθεσίας από τους αστυνομικούς που χειρίστηκαν αυτό το περιστατικό, γιατί έπρεπε να προστατευτεί η ανωνυμία του παιδιού». Απευθυνόμενη στον Κώστα Βέη, πρόσθεσε η Α. Παπαδοπούλου: «Στις 16 Οκτωβρίου 2015, σας ρώτησα αν υπάρχει οτιδήποτε που πρέπει να αλλάξει, όσον αφορά τη διαδικασία στην Αστυνομία και μου είπατε πως ό,τι κι αν κάνουμε, ένα πράγμα μόνο, μπορεί να βοηθήσει, δηλαδή η διερεύνηση να γίνεται από ένα ειδικό κλιμάκιο αστυνομικών, που να ασχολούνται μόνο με αυτό το θέμα και όχι από τους τοπικούς Αστυνομικούς Σταθμούς. Πράγματι προσπαθήσατε και το πετύχατε αυτό, αφού από την 1ηΙανουαρίου 2017, υπάρχει ειδικό κλιμάκιο που διερευνά αυτές τις υποθέσεις. Στα πλαίσια αυτού και της Εθνικής Στρατηγικής και της δευτερογενούς πρόληψης, έχει εισαχθεί πρόνοια ότι σε κάθε ΤΑΕ, θα υπάρχει ειδικά εκπαιδευμένος αστυνομικός που να ασχολείται με αυτές τις υποθέσεις και δεν θα αφήναμε τη διερεύνησή τους, σε οποιοδήποτε άλλο, μη εκπαιδευμένο πρόσωπο. Προφανώς, αυτό δεν έγινε σε αυτή την περίπτωση. Ρωτώ λοιπόν, αν αφήνετε υποθέσεις να διερευνώνται στους τοπικούς Αστυνομικούς Σταθμούς, ή αν διερευνώνται πια, μόνο από εξειδικευμένα άτομα, από το προαναφερόμενο ειδικό κλιμάκιο. Είπε απαντώντας, ο Κώστας Βέης: «Ενδεχομένως η κυρία Παπαδοπούλου, να έχει απόλυτο δίκαιο, ότι είναι ένα από τα θέματα που δεν εγείραμε ως Αστυνομία, όταν συζητούσαμε διάφορες πτυχές της διερεύνησης, για να βελτιώσουμε αυτό το πλαίσιο. Πιστεύω ότι αυτό έγινε, γιατί είναι μια διαδικασία που σπάνια ακολουθείται. Όμως με αφορμή αυτό που προέκυψε, κινούμαστε ήδη προς την κατεύθυνση της διόρθωσης μιας κατάστασης, για την οποία προβληματιστήκαμε πρώτοι εμείς και οι ανακριτές που κλήθηκαν να εφαρμόσουν τη διαδικασία και ήδη το θέμα εξετάζεται και θα το αλλάξουμε. Και κρίση έχουμε, αλλά και αναγνωρίζουμε τους περιορισμούς που τίθενται από νόμους, κανονισμούς και διατάξεις. Λέω το αυτονόητο, ότι δεν διαφωνούμε, ότι έχουμε και εφαρμόζουμε μια διαδικασία που χρήζει αναθεώρησης, τόσο για παιδιά, όσο και για ευάλωτους μάρτυρες. Και αυτό θα πράξουμε πολύ σύντομα. Δεν είμαστε σε αντίθετη πλευρά».

Ο Κώστας Βέης με την Αναστασία Παπαδοπούλου, στη θυελλώδη συνεδρία της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, της 23ης Οκτωβρίου 2017.

Φωτό: Από αριστερά ο κλινικός ψυχολόγος Άθως Ερωτοκρίτου, ο αστυνόμος Κώστας Βέης, ο δημοσιογράφος Κυριάκος Πιερίδης και ο εγκληματολόγος Ανδρέας Καπαρδής, στην ημερίδα της 17ης Απριλίου 2018.