Ο παράδεισος μπορεί να περιμένει

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Πριν λίγες μέρες έφτασε κοντά μου μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, άφθονο υλικό από την πρόσφατη εκδήλωση για το 2017, «Γυναίκες στην πρώτη γραμμή» («Women on the front lines») του ιδρύματος «May Chidiac Foundation» στη Βηρυτό, όπου είκοσι γυναικείες προσωπικότητες απ’ όλο τον κόσμο, μίλησαν για τα όνειρα και τις εμπειρίες τους στον αγώνα τους για μια καλύτερη κοινωνία ισότητας και δημοκρατίας – στη χώρα τους και διεθνώς.

Συγκλονιστική όπως πάντα, ήταν η παρέμβαση της δημιουργού του ιδρύματος, Λιβανέζας δημοσιογράφου (χριστιανής, μαρωνιτικής καταγωγής) May Chidiac, που πάντα με πάθος, αλλά και καλοζυγισμένη τεκμηρίωση, περίγραψε τις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών στο νομικό, κοινωνικό και πολιτικό σύστημα στον Λίβανο. Αναφέρθηκε ιδιαίτερα στην αποστέρησή τους από το δικαίωμα να περνούν την εθνικότητά τους στα παιδιά τους, όπως και στο τεράστιο πρόβλημα της ατιμωρησίας των λεγόμενων εγκλημάτων τιμής και των υποχρεωτικών γάμων ανήλικων κοριτσιών.

Δεν μου άρεσαν ποτέ τα μεγάλα λόγια, αλλά δεν έχω κανένα δισταγμό να χαρακτηρίζω τη May Chidiac, μια ηρωίδα της σύγχρονης δημοσιογραφίας και μάλιστα στον αραβικό κόσμο, όπου η μεγάλη πλειοψηφία των γυναικών, είναι φυλακισμένες στο μισοσκόταδο μιας καταναγκαστικής, απαθούς και αδρανούς ιδιωτικότητας. Δημιούργησε το ομώνυμο ίδρυμα, αλλά και το Ινστιτούτο Τύπου, το 2009, μόλις τέσσερα χρόνια μετά τη βάρβαρη απόπειρα δολοφονίας της, από το συριακό καθεστώς, μαζεύοντας κυριολεκτικά τα κομμάτια της, από τη βομβιστική επίθεση εναντίον της και συνεχίζοντας, μερικώς ανάπηρη πλέον, την κριτική της κατά των δικτατόρων και την πάλη για την ελευθερία του Τύπου και για τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον Λίβανο, τη Συρία και τη Μέση Ανατολή.

Σίγουρα, δεν μπορείς να γράφεις για το κτηνώδες καθεστώς της Συρίας, χωρίς να σκέφτεσαι το Λίβανο. Τα τελευταία 50 χρόνια που κυβερνά η οικογένεια Άσαντ, ανακατευόταν στο Λίβανο πάντα με τη βία, την πίεση και την αλαζονεία ενός βάναυσου τσιφλικά. Τσιφλίκι τους και όχι μια ανεξάρτητη και αξιοσέβαστη χώρα, θεωρούσαν οι Σύροι δικτάτορες το Λίβανο κι έτσι του συμπεριφέρονταν.

Ο πατήρ Χάφεζ αλ Άσαντ, εισέβαλε με το στρατό του στη δύσμοιρη μικρή γείτονά της το 1976 και συνέβαλε τα μέγιστα στον 15ετή εξοντωτικό εμφύλιο πόλεμο, προσφέροντας στήριξη πότε στη μια παράταξη και πότε στην αντίπαλη, συμμαχώντας και πολεμώντας κατά καιρούς με Χριστιανούς, με Σουνίτες, με Σιϊτες, με Δρούζους, στρέφοντας τους μεν, εναντίον τους δε, για να συντηρεί την εξάρτηση και την υποδούλωση του Λιβάνου.

Ο υιός Μπασάρ αλ Άσαντ αναγκάστηκε να αποσύρει τα συριακά στρατεύματα τον Απρίλη 2005, μετά την ειρηνική «Επανάσταση των Κέδρων» του λαού του Λιβάνου εναντίον της Συρίας, με αφορμή τη δολοφονία του πρώην πρωθυπουργού Ραφίκ Χαρίρι, από πράκτορες του συριακού καθεστώτος, όπως υπέδειξαν έρευνες για το έγκλημα, από τα Ηνωμένα Έθνη.
Ακολούθησε εκείνο το χρόνο, ένα μπαράζ ανεξιχνίαστων μέχρι σήμερα, δολοφονιών Λιβανέζων πολιτικών και δημοσιογράφων, με πανομοιότυπο τρόπο – με βόμβες τοποθετημένες στα αυτοκίνητά τους.

Η δολοφονική απόπειρα κατά της May Chidiac, ήταν μόνο μια από πολλές επιθέσεις εναντίον συναδέλφων στο Λίβανο, που είχαν κοινό χαρακτηριστικό ότι ήταν υπέρμαχοι της δημοκρατίας στον Λίβανο και στη Συρία.

Τον Ιούνιο και τον Δεκέμβρη 2005, σκότωσαν με βόμβες δύο δημοσιογράφους της καθημερινής εφημερίδας An-Nahar – πρώτα τον αρθρογράφο Samir Kassir και μετά τον εκδότη Gebran Ghassan Tueni, πολέμιους του τότε φιλοσυριακού καθεστώτος της Βηρυτού, όπως και του δικτατορικού καθεστώτος της Δαμασκού. Στο τελευταίο του άρθρο πριν τον δολοφονήσουν, ο Tueni, κατάγγειλε το καθεστώς της Συρίας ότι διαπράττει εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και ότι ευθύνεται για μαζικές δολοφονίες και άλλες βαρβαρότητες στο Λίβανο στη διάρκεια της στρατιωτικής κατοχής.

Στις 25 Σεπτεμβρίου 2005, ανατίναξαν τη May Chidiac, δημοφιλή παρουσιάστρια πολιτικών εκπομπών της λιβανέζικης τηλεόρασης.

Η βόμβα εξερράγη μόλις μπήκε στο αυτοκίνητό της στην πόλη Τζούνιε όπου είχε πάει για προσκύνημα. Διαλύθηκε το αριστερό της πόδι κάτω από το γόνατο και πήραν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα της. Οι γιατροί αναγκάστηκαν να ακρωτηριάσουν το αριστερό της χέρι, για να σώσουν τη ζωή της. Τη μέρα της επίθεσης, είχε για άλλη μια φορά ασκήσει κριτική από την εκπομπή της για τις συνεχιζόμενες παρεμβάσεις της Συρίας, στις εσωτερικές υποθέσεις του Λιβάνου.

Μετά από δεκάδες εγχειρήσεις, επανεμφανίστηκε στην εκπομπή της τον Μάιο 2006 και υποσχέθηκε να επιστρέψει στη δημοσιογραφία. Το 2007 δημοσίευσε την αυτοβιογραφία της με τίτλο «Heaven can wait». Ανακοίνωσε την οριστική αποχώρησή της από την τηλεόραση, τον Φεβρουάριο 2009.

«Με σκότωσαν», είπε τότε σε δημοσιογράφο του Euronews. «Φαντάζεσαι μια γυναίκα σαν εμένα, να μείνει με μισό κορμί; Ήμουν μια ανεξάρτητη γυναίκα, τόσο πολύ απασχολημένη με τη δουλειά μου, που με σύγκριναν με πεταλούδα, αφού ήμουν πάντα βιαστική, τα πόδια μου δεν πατούσαν ποτέ στο έδαφος, λες και πετούσα. Έκανα τέσσερις πολιτικές εκπομπές κάθε πρωί, την παρουσίαση των ειδήσεων, δίδασκα στο πανεπιστήμιο και δούλευα πάνω στο δοκτοράτο μου…Και τότε, κομμάτιασαν το σώμα μου, με έκαναν ανάπηρη….Ποιοι έχουν τα όπλα στο Λίβανο; Οι πράκτορες της Συρίας. Από πού έρχονται τα όπλα; Από τα σύνορα με τη Συρία. Το Ιράν τα στέλνει στη Συρία και αυτή στο Λίβανο, για να εξοπλίσει τους οπαδούς της».

Λίγο αργότερα ξέσπασε η λαϊκή επανάσταση στη Συρία, ο εμφύλιος πόλεμος, η βάρβαρη εμπλοκή των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους, η ένοπλη παρέμβαση της Ρωσίας του Πούτιν, των ΗΠΑ, των Κούρδων, των Τούρκων, των Ιρανών, των Λιβανέζων της Χεσμπολάχ – η διεθνοποίηση της συριακής κόλασης, με κεντρικό άξονα, το τρομοκρατικό καθεστώς κοινών φονιάδων του Άσαντ, που συνεχίζει να επιβιώνει, εν μέσω της ανθρωποσφαγής του συριακού λαού. «Heaven can wait», έγραψε η May Chidiac. Ο παράδεισος μπορεί να περιμένει.