Ο πέτρινος κήπος του παππού

Του Μάριου Δημητρίου

Δεν ξέρω πώς η Δάφνη κατάφερε να περάσει τόση τρυφερότητα, τόση  ευαισθησία και τόση ψυχολογική παρατηρητικότητα (σαν μικρούς, χαμογελαστούς και αξιαγάπητους λαθρεπιβάτες), στην πολυσέλιδη ανθρωπολογική της μελέτη για τη μεταπολεμική Κύπρο – μια εργασία κτισμένη πάνω στη λογική των δεδομένων και την επιστημονική αντικειμενικότητα, που ετοίμασε και παρουσίασε τώρα (Οκτώβρη 2018), στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, στο πλαίσιο των μεταπτυχιακών της σπουδών στην Πολιτισμική Ανθρωπολογία (Η εργασία της βαθμολογήθηκε με άριστα). Να το απόσπασμα της μελέτης της, που αφορά τη γιαγιά και τον παππού (τους δικούς μου γονείς) και τον πέτρινο κήπο του προσφυγικού συνοικισμού – ελπίζω η μετάφραση από τα αγγλικά, να μεταφέρει με επάρκεια, την αλήθεια της αγάπης της:

«Γεννήθηκα στη μοιρασμένη πρωτεύουσα το 1992, δεκαοκτώ χρόνια μετά τη διχοτόμηση της Κύπρου, από γονείς που στην εφηβεία τους, είχαν εκδιωχθεί με τη βία, από τα σπίτια τους και εκτοπίσθηκαν εσωτερικά, στη διάρκεια του πολέμου του 1974. Τα μέλη της οικογένειάς μου, τόσο από την πατρική, όσο και από τη μητρική πλευρά, βίωσαν τον τρόμο της βίας και του ξεριζώματος και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, έπρεπε να ξανακτίσουν τις ζωές τους σε ένα ξένο γι’ αυτούς, περιβάλλον, ως πρώην κάτοικοι παραθαλάσσιων πόλεων (της Αμμοχώστου ο πατέρας, της Κερύνειας η μητέρα), που επαν-εγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα, στο κέντρο του νησιού. Μεγάλωσα με επισκέψεις στη γιαγιά και στον παππού από την πλευρά του πατέρα μου, που έμεναν σε ένα από τους κυβερνητικούς  προσφυγικούς οικισμούς, τους αποτελούμενους από μικρά, πανομοιότυπα σπίτια, που η Κυπριακή Δημοκρατία έκτισε για να στεγάσει χιλιάδες άστεγες οικογένειες, μετά τον ξεριζωμό του 1974. Εκεί που άλλα παιδιά πήγαιναν στα χωριά στο νότο, για να επισκεφθούν τους παππούδες τους, που δεν είχαν επηρεαστεί από την προσφυγοποίηση, εγώ πήγαινα στο σπιτάκι του συνοικισμού για να επισκεφθώ τους δικούς μου, νιώθοντας τσιμπήματα ζήλειας, γιατί τα άλλα παιδιά, έβλεπαν κάτι που δεν μπορούσα να δω εγώ – πού είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει οι γονείς τους, πού έπαιζαν και πού πήγαιναν σχολείο, όταν ήταν παιδιά. Ήθελα να εξερευνήσω «την πιο όμορφη παραλία σε όλο το νησί», όπου η γιαγιά μου συνήθιζε να περπατά βρέχοντας τα πόδια της και όπου μάζευε πορτοκάλια, στην Αμμόχωστο, αυτήν που τώρα αποκαλείται πόλη-φάντασμα. Συνήθισα να ακούω πολλά, για την Αμμόχωστο και η φαντασία μου, συμπλήρωνε τα υπόλοιπα, καθώς παρακολουθούσα τον παππού μου να φροντίζει τον κήπο του μεταπολεμικού του σπιτιού, επιδιώκοντας να μην είναι ο ίδιος με τον κήπο των γειτόνων του, αριστερά και δεξιά, θέλοντας με κάποιο τρόπο να ξανακτίσει την αίσθηση του εαυτού του, στρεφόμενος στη φύση και στη διαμόρφωση του χώρου. Άλλαξε εντελώς τον κάποτε συνηθισμένο κήπο, μαζεύοντας βότσαλα από τις νότιες ακτές του νησιού, στρώνοντας με αυτά, τους εξωτερικούς χώρους και περνώντας τις μέρες του, κτίζοντας έπιπλα κήπου, φτιαγμένα από πηλό, καλυμμένο με λείες πέτρες της θάλασσας. Ως παιδί του μεταπολέμου, δεν κατάλαβα ποτέ, το κίνητρο πίσω από την επιμέλειά του να αλλάξει τον χώρο και να τον κάνει δικό του. Δεν αντιλήφθηκα τη σημασία τού να κουβαλά πέτρες από τη θάλασσα και να γεμίζει με αυτές τον κήπο του, που ήταν τόσο μακριά από κάθε ακτή, αλλά ήμουν σίγουρη για το πόσο περήφανος ήταν για τον κήπο του. Μένοντας σε ένα προσφυγικό προάστιο της πρωτεύουσας, δημιούργησε ένα οικείο χώρο, φέρνοντας τη θάλασσα κοντά του, παντρεύοντας θαλασσινά στοιχεία, με ευωδιαστά δέντρα εσπεριδοειδών. Δυστυχώς δεν είχα την ευκαιρία, να δω τον αυθεντικό χώρο της θάλασσας και των περιβολιών…».

Φώτο: Νεαροί συγγενείς, τη μέρα της κηδείας του παππού Δημήτρη, τον Απρίλη 2009, στον κήπο του, τον φτιαγμένο με βότσαλα της θάλασσας, στον προσφυγικό συνοικισμό Αρχάγγελου στη Λακατάμια.

Ο Δημήτρης, πατέρας του υπογράφοντος και παππούς της Δάφνης Δημητρίου, σε στιγμιότυπα από το κτίσιμο του πέτρινου κήπου του, στο μικρό προσφυγικό σπίτι του Αρχάγγελου, τρία χρόνια πριν πεθάνει.