Οι φωτογραφιούλες του Κώστα Μόντη…

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Με ένα…ιδανικό θα έλεγα τρόπο, έκλεισε την πολύωρη ημερίδα με τίτλο «Ανθρώπινα Δικαιώματα και Αγνοούμενοι της Κύπρου», που πραγματοποιήθηκε την 1η Φεβρουαρίου 2019 στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, ο συντονιστής της σημαντικής αυτής εκδήλωσης Καθηγητής και τέως Πρύτανης του Πανεπιστημίου Κύπρου Κωνσταντίνος Χριστοφίδης, διαβάζοντας τους συγκλονιστικούς στίχους του μεγάλου ποιητή της Κύπρου Κώστα Μόντη (1914 -2004):

Αυτές οι φωτογραφιούλες ήταν απλώς

για να βγει το διαβατήριό τους

τοτε που θα ΄φευγαν για σπουδές.

Πού να φανταζόντουσαν πως θα παρέμεναν

να τις σφίγγουν έτσι νυχτοήμερα

τα χέρια της μάνας τους,

πού να φανταζόντουσαν πως θα παρέμεναν

να τις σφίγγουν έτσι νυχτοήμερα

τα χέρια της αρραβωνιαστικιάς τους,

τα χέρια της γυναίκας τους,

ναν’ στις σχολικές τσάντες των παιδιών τους;

Πού να φανταζόντουσαν να μην έβαζαν τουλάχιστο

έτσι στραβό το σκουφί να επιτείνει,

να μη χαμογελούσαν αυτό το χαμόγελο

να επιτείνει;

Η χαρακτηριστική λέξη «φωτογραφιούλες» του ποιητή, κτύπησε καμπανάκι στη μνήμη μου και θυμήθηκα ότι αυτή ήταν η δεύτερη φορά που άκουσα δημόσια το συγκεκριμένο ποίημα του Κώστα Μόντη, μιας οικείας και πατρικής μορφής για μένα, καθώς τον είχα γνωρίσει προσωπικά και του είχα πάρει συνέντευξη στα πρώτα μου βήματα στο επάγγελμα, ενώ σπούδαζα ακόμα δημοσιογραφία. Την πρώτη φορά που διαβάστηκε το ποίημα μπροστά σε κοινό και με απασχόλησε στη στήλη μου, ήταν ένα άλλο Φεβρουάριο πριν πέντε χρόνια, του 2014, που είχε ορισθεί ως «Έτος Κώστα Μόντη», καθώς εκείνη τη χρονιά είχαν συμπληρωθεί 100 χρόνια από τη γέννηση και δέκα από τον θάνατο του ποιητή. Είχαν γίνει τα αποκαλυπτήρια της προτομής του στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και ένα συνέδριο στη μνήμη του, όπου ο ποιητής και Διδάκτωρ Φιλοσοφίας  Νίκος Ορφανίδης διάβασε μεταξύ άλλων το ποίημα με τις «φωτογραφιούλες» του Μόντη, που έχει τίτλο «Τουρκική εισβολή – Για τις φωτογραφίες των αγνοουμένων» – ποίημα που, όπως είπε, «μας παραπέμπει, μας οδηγεί, καλύτερα, ευθέως στις φωτογραφίες των αγνοουμένων. Στη φιλολογική του ανάλυση, ο Νίκος Ορφανίδης μίλησε για «εικονογραφική και συγχρόνως «φωτογραφική» πρόσληψη των γεγονότων, που ο ποιητής τα απογυμνώνει, αποκαλύπτοντας τον πυρήνα τους. Το οντολογικό τους βάθος. Την ουσία τους. Το ειδικό βάρος τους. Είναι η απομόνωση της στιγμής, του στιγμιαίου και όμως διαχρονικού, κατά τρόπο φωτογραφικό. Είναι η εικόνα μέσα στην εικόνα…». Είχε πει και τα εξής, ο Δρ. Ορφανίδης: «Στο ποίημα διέρχεται ο πενθοφορών πληθυσμός. Με την αναφορά στα χέρια της μάνας που σφίγγουν, έτσι νυχτοήμερα, τις μικρές αυτές φωτογραφίες, στα χέρια της αρραβωνιαστικιάς τους, στα χέρια της γυναίκας τους, και λανθανόντως στα παιδιά με τις σχολικές τσάντες τους. Αντιστικτικά, το χαμόγελο της φωτογραφίας, το στραβό το σκουφί, που παραπέμπει στην ελαφρότητα, σε αντίθεση με το βαρύ του πένθους και του θανάτου. Τέλος, είναι, ακόμα, στην έξοδο του ποιήματος, εκείνο το συγκλονιστικό ρήμα “επιτείνει”, που παραπέμπει στην παράταση του χρόνου, τη διάνοιξή του προς τον συνεχή και ατελείωτο καημό, την αγωνία. Στη διαστολή του χρόνου εκβάλλει τελικά το ποίημα, κατά τρόπον επώδυνο και σπαρακτικό. Αυτή την επώδυνη και σπαρακτική εμπειρία επιτείνει αυτό το συνώνυμο ρήμα: “επιτείνει”».

Σε εκείνη την εκδήλωση προς τιμή του Κώστα Μόντη, είχε μιλήσει και ο συνονόματος εγγονός του, δικηγόρος Κώστας Μόντης, περιγράφοντας όπως έγραψα τότε, την πνευματική ορμή του έφηβου, που δεν τον εγκατέλειψε μέχρι το βαθύ γήρας. Την ιδιότητα, που αν διακρίνει τον συνηθισμένο ενήλικα θεωρείται… παρέκκλιση, αλλά που για τον ποιητή είναι προνόμιο και ευλογημένο χάρισμα.

«Ο Κώστας Μόντης», είχε πει ο… Κώστας Μόντης, «δεν πρόδωσε τα “όχι” και τα “ποτέ” των δεκαοκτώ του χρόνων. Με την εφηβική ψυχή του, μας περιέγραψε τον πόνο της εισβολής και της κατοχής από τα τουρκικά στρατεύματα. Τον ξεριζωμό των προσφύγων και το δράμα των αγνοουμένων. Η ψυχή του ποιητή έμεινε στα χρόνια του σχολείου, στα εφηβικά χρόνια του επαναστάτη μαθητή, που συχνά ανακαλούσε μέσα από την ποίησή του:

Κάτι μέσα μου ξεχάστηκε στο δρόμο

κι έμεινε πίσω,

κάτι μέσα μου είναι δεκαοκτώ χρονών

και δεν προσαρμόζεται,

κοιτάζει γύρω και δεν καταλαβαίνει…

Με μιαν αναφορά στα δικά του χρόνια του σχολείου, «σε εντελώς προσωπικό τόνο», όπως είπε, ανακοίνωσε τη λήξη της ημερίδας για τους αγνοούμενους, της 1ης Φεβρουαρίου 2019 ο Καθηγητής Κωνσταντίνος Χριστοφίδης: «Μετά το ’74, μεγάλωσα στο ίδιο σπίτι με τρία ξαδέρφια, με τη μητέρα τους, τη θεία μου, αγνοούμενη. Έτυχε να ζουν στο Έξι μίλι της Κερύνειας, χώρο της απόβασης και θυμάμαι τους πρώτους μήνες που περίμεναν με δάκρυα τη μάνα τους, δάκρυα που μετατράπηκαν σε κλάμα βουβό τα επόμενα χρόνια. Η μάνα τους δεν βρέθηκε ποτέ, δεν το αναφέρουν πια, αλλά το βλέπεις πάντα χαραγμένο στα μάτια τους. Όπως πολλοί ξέρετε, η Λάπηθος είναι συνδεδεμένη με τα παιδικά μου χρόνια. Είναι χαραγμένα στη μνήμη μου τα μονοπάτια και οι ακρογιαλιές της. Δεν θα μπορούσα να πιστέψω ποτέ, ότι εκείνη η παράξενη ακρογιαλιά της Αηρκώτισσας που περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια θα γινόταν αργότερα ένα τεράστιο νεκροταφείο, το οποίο όπως φημολογείται έκρυβε εκατοντάδες αγνοούμενους, που αργότερα μετακινήθηκαν (ή μετακίνησαν κάποιοι) στο «σκότος» για να κρύψουν το έγκλημα. Ένας φημολογούμενος ομαδικός τάφος που μετατράπηκε σε αγνοούμενο κοιμητήριο αγνοουμένων. Σαράντα πέντε χρόνια μετά, ζώντας με αυτόν τον πόνο και τη νοσταλγία, αυτά τα συναισθήματα που τα νιώθουμε σαν ανεπούλωτη πληγή, δεν τα κάναμε ποτέ μίσος και έχθρα, αλλά λαχτάρα για λύση και αγάπη γι’ αυτή τη φωτεινή και συνάμα σκοτεινή πατρίδα».