Οι σκληροί διαλέγουν την κόλαση

Του Μάριου Δημητρίου

Τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, την «καταραμένη» χώρα της απόλυτης φτώχειας, της βαρβαρότητας πολύχρονων πολέμων και της σεξουαλικής βίας σε βάρος γυναικών, έφερε στη διεθνή επικαιρότητα η βράβευση του Κονγκολέζου χειρουργού γυναικολόγου Ντένις Μουκουέγκε (Denis Mukwege), με το Νόμπελ Ειρήνης 2018. Στο δικό μου μυαλό, έφερε τους τρεις Κονγκολέζους πρόσφυγες, τον Φρέντι, τον Έρικ, τον Κιλούλου, που έμεναν για χρόνια στο ίδιο διαμέρισμα στον πεζόδρομο της Λήδρας.

Ένα γυμνό διαμέρισμα μιας παλιάς πολυκατοικίας με δύο ξεχαρβαλωμένους καναπέδες στο καθιστικό, τρεις πλαστικές καρέκλες και πεντέξι μαυρισμένα τσουκάλια και τηγάνια στην τρύπα που έχει για κουζίνα. Δραπέτευσαν από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό μέσα στον ορυμαγδό του πολέμου και των σφαγών, των επιδημιών και της λιμοκτονίας για να γλιτώσουν τη ζωή τους από το διεφθαρμένο καθεστώς που τους κυνηγούσε μέχρι θανάτου. Στην πατρίδα τους, πολλοί τους έχουν για ήρωες γιατί έπαιξαν κορώνα γράμματα τη ζωή τους, για τις ιδέες τους. Όμως εδώ στη Λευκωσία ο Φρέντι, ο Έρικ και ο Κιλούλου δεν μου μίλησαν για τις ιδέες τους, δεν μου μίλησαν για το πώς δραπέτευσαν και από ποιους κινδυνεύουν, δεν μου μίλησαν για θάνατο και ζωή, ούτε για ελευθερία και πολιτικά δικαιώματα. Εδώ στη Λευκωσία, μου μίλησαν για το δυσβάσταχτο νοίκι των 415 ευρώ, για τον φουσκωμένο λογαριασμό του νερού και του ηλεκτρισμού, για την κακοπληρωμένη παράνομη εργασία, όταν τη βρουν περιστασιακά, για τα φορτώματα και ξεφορτώματα βαριών επίπλων πελατών που μετακομίζουν, για το γλίσχρο κυβερνητικό επίδομα που εξανεμίζεται τις δύο πρώτες εβδομάδες του μήνα, για τα δάνεια που αναγκάζονται να κάνουν από φίλους για να βγάλουν το μήνα.

«Πληρώνουμε το νοίκι, το νερό, τον ηλεκτρισμό και τα λεφτά δεν είναι αρκετά, έτσι αναγκαζόμαστε να δανειστούμε από φίλους και μετά στο τέλος του μήνα πρέπει να πληρώσουμε πίσω αυτά που δανειστήκαμε και μπαίνουμε έτσι σε ένα φαύλο κύκλο… Το κεφάλι μας είναι γεμάτο σκέψεις για την τύχη της οικογένειάς μας, πίσω στην πατρίδα, αλλά και για το πώς θα επιβιώσουμε. Ο σπιτονοικοκύρης, μας πιέζει πολύ και απαιτεί να πληρώνουμε σαράντα ευρώ ο καθένας κάθε μήνα για τον ηλεκτρισμό, αντί κάθε διμηνία που πληρώνει ο εστιάτορας στο ισόγειο». Εκπληκτικό δεν είναι; Οι σκληροί άντρες που πέρασαν από τα άθλια κρατητήρια του Κονγκό, από τα ξεβρασμένα πτώματα των ποταμών, από τα χωριά τα θερισμένα από το έϊτς, από τους ομαδικούς βιασμούς κοριτσιών από αποκτηνωμένους στρατιώτες, φοβούνται τον Κύπριο σπιτονοικοκύρη τους σαν το χάρο, τρέμουν για τους λογαριασμούς του νερού και του ηλεκτρικού, για τα βλέμματα απαξίωσης στο δρόμο. «Νιώθουμε ξένοι σε αυτή τη χώρα, γιατί οι άλλοι δεν είναι άνετοι μαζί μας, μας κοιτούν λες και είμαστε από άλλον πλανήτη. Έτσι μένουμε κρυμμένοι στο διαμέρισμα για να μην τραβούμε πάνω μας τα βλέμματα».

Ο Φρέντι, ο Έρικ, ο Κιλούλου…από το Κονγκό, αιτητές ασύλου στην Κύπρο. Ναι, δραπέτευσαν απ’ την κόλαση, αλλά μοιάζουν φυλακισμένοι σε μιαν άλλη.

Στη μικρή κουζίνα, με χαμόγελο, παρά τις φοβερές στερήσεις.

Φώτο: Ο Φρέντι και ο Έρικ στο στενάχωρο μπαλκόνι του διαμερίσματος τους, δίπλα στον πεζόδρομο της Λήδρας.