Οξύνεται η πολιτική αντιπαράθεση


Κάνε τα ψώνια σου άνετα, γρήγορα, εύκολα στο Odelo! Κέρδισε 20€ στις πρώτες σου αγορές!

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των κομμάτων για να ξανακερδίσουν την αξιοπιστία τους και το κύρος τους έναντι των πολιτών, οδηγεί τα κόμματα σε ένα ιδιότυπο πλειστηριασμό υπερβολής, που όχι μόνο δεν οδηγεί σε ότι στοχεύουν με μια τέτοια τακτική, αλλά αντίθετα φαίνεται να αναπαράγει τις συνθήκες που προκάλεσαν την απαξίωση τους από τους πολίτες.

Η διαπίστωση αυτή φαίνεται να προκαλεί σοβαρούς προβληματισμούς σε ηγετικούς κύκλους σχεδόν όλων των κομμάτων, συνειδητοποιώντας τις πιθανές επιπτώσεις όχι μόνο στα ίδια τα κόμματα, αλλά και τον τόπο γενικότερα, αν η κατάσταση αυτή δεν ανακοπεί και δεν ανατραπεί. Το φαινόμενο προκαλεί τόση ανησυχία στα ηγετικά επίπεδα κομμάτων, ορισμένα από τα οποία φαίνεται να προετοιμάζονται να υιοθετήσουν μια στρατηγικής που να στοχεύει να πείσει την κοινή γνώμη να τα θέσει έξω από τη γενική αντίληψη για τα κόμματα. Εκ των πραγμάτων οι ευρωεκλογές αποκτούν την δική τους σημασία σε σχέση με το συγκεκριμένο πρόβλημα, καθώς το αποτέλεσμα θα καταδείξει και την έκταση του προβλήματος, αλλά και την αποτελεσματικότητα των όποιων μέτρων υιοθετούν τα κόμματα για την αντιμετώπιση της κατάστασης.

Κομματικοί παράγοντες είναι έτοιμοι να παραδεχθούν παρασκηνιακά ότι η τακτική που ακολούθησαν στην αντιμετώπιση των αντιπάλων, μπορεί να οδήγησε σε πρόσκαιρες νίκες, κυρίως όσον αφορά εκλογικούς στόχους, όμως, αντιλαμβάνονται τώρα ότι οι επιτυχίες εκείνες που οδήγησαν στη συνέχιση και μετεκλογικά της τακτικής εκείνης, παγίδευσε τα κόμματα σε μια πολιτική που σε τελική ανάλυση ενίσχυσε την τάση προς απαξίωση της πολιτικής και των κομμάτων. Τα αποτελέσματα φαίνεται να προκαλούν και την έκπληξη ακόμα και εκείνων που αποδεικνύονται τεχνίτες στο είδος.

Βασικό γνώρισμα του παιγνιδιού όπως παίχτηκε τουλάχιστον τα τελευταία δύο χρόνια, προσδιορίζεται με ακρίβεια με τον αγγλικό όρο «blame game», η απόδοση δηλαδή ευθυνών για ότι συμβαίνει στον τόπο, κυρίως στην οικονομία, στο άλλο κόμμα. Επιδόσεις στο είδος σημείωσαν ορισμένα μόνο ή κυρίως κομματικά στελέχη σε όλους τους χώρους, χωρίς να εξαιρεθεί και το κυβερνητικό στρατόπεδο με δηλώσεις και σχόλια κυρίως από την πλευρά των εκπροσώπων της κυβέρνησης. Η προσπάθεια που καταβλήθηκε τελευταία να μοιραστούν ρόλοι κακών και καλών δεν φαίνεται να έχουν αποδώσει. Να εμφανίζεται δηλαδή ένα στέλεχος, συνήθως ο κομματικός ηγέτης, ως διαλλακτικός και ένα άλλο στέλεχος ως αδιάλλακτο και σκληρό. Αντίθετα, κρίνοντας από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το φαινόμενο φαίνεται να έχει εξαπλωθεί και στους ίδιους τους πολίτες, ή τουλάχιστον στους οπαδούς των κομμάτων. Και κάτι που επίσης φαίνεται να συνέβαλε στο να σημάνει καμπανάκι, είναι η εκτράχυνση της γλώσσας που χρησιμοποιείται σε όλα τα επίπεδα. Η ευκολία, δηλαδή, με την οποία καταφεύγουν οι διάφοροι σε επίθετα, πολλές φορές υβριστικά, η σχέση με τον αντίπαλο και η ευκολία με την οποία δαιμονοποιείται ό,τι κάνει ή λέει η άλλη πλευρά, δημιουργούν  ένα κλίμα που δυσκολεύει την αποτροπή της μετεξέλιξης του σε κάτι χειρότερο, όπως εκδηλώθηκε σε άλλες περιπτώσεις, για παράδειγμα με την άνοδο ακραίων καταστάσεων, με την καλλιέργεια μίσους, ξενοφοβίας, ρατσισμού και βεβαίως με αύξηση φαινομένων βίας. Ήδη μόνο ως προειδοποιητικά μηνύματα πρέπει να θεωρούνται επεισόδια βίας στον αθλητικό μεν χώρο, χωρίς όμως να είναι τελείως άσχετα με τον πολιτικό χώρο.  

Πολιτικοί επιστήμονες αλλά και γηραιότεροι πολιτικοί προειδοποιούν ότι υπό τις συνθήκες που επικρατούν στον τόπο, τόσο στο πολιτικό επίπεδο, όσο και στην οικονομία, αλλά κυρίως και λόγω Κυπριακού και γεωπολιτικών εξελίξεων σε ολόκληρη την περιοχή, ο τόπος δεν θα μπορούσε να αντέξει μια νέα περίοδο οξύτατης εσωτερικής διαμάχης και αντιπαράθεσης και μάλιστα ίσως και βίαιης αντιπαράθεσης. 

Οι ανησυχίες φαίνεται να δικαιολογούνται και για τον τρόπο που λειτουργούν τα ΜΜΕ, τα οποία φαίνεται να ακολουθούν μια τακτική μεγιστοποίησης κάθε αντιπαράθεσης. Σε πολλές περιπτώσεις, επισημαίνεται, τα λεγόμενα τηλεοπτικά πάνελς σχηματίζονται με κριτήριο κυρίως ποια ζεύγη «συζητητών» θα προκαλέσουν μεγαλύτερη σύγκρουση από τις τηλεοπτικές οθόνες. Ακόμα και εκεί που εκ των πραγμάτων δεν προκαλείται τέτοια σύγκρουση, την πυροδοτεί ο τηλεοπτικός συντονιστής με μεγάλη ευκολία και πολύ ωμά.

Ο προβληματισμός για τους τρόπους αντιμετώπισης και ανακοπής των φαινομένων αυτών φαίνεται, από την άλλη, να διευρύνεται και να αποκτά μια δική του δυναμική. Παρόλο που αναγνωρίζεται ότι για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση όσο υπάρχει καιρός θα πρέπει να υπάρξει αναγνώριση της ύπαρξης του φαινομένου από όλα τα κόμματα, τα οποία να συμφωνήσουν και μεταξύ τους και με την πολιτεία για μέτρα αναστροφής της κατάστασης. Με πρώτο, βεβαίως, την αλλαγή του ίδιου του πολιτικού λόγου ο οποίος πρέπει να εξαγνιστεί από ότι προκαλεί τέτοια φαινόμενα. Ωστόσο, τονίζουν οι πολιτικοί επιστήμονες, αν δεν υπάρξει συντονισμένη προσπάθεια με τη συμμετοχή όλων των φορέων, διάπλασης της κοινής γνώμης και πολιτικού πολιτισμού, σε όλα τα επίπεδα, τότε το παιχνίδι φαίνεται να χάνεται. Η προοπτική αυτή προκαλεί πρόσθετες ανησυχίες καθώς θα συμπέσει και με αναμενόμενες σημαντικές εξελίξεις στο Κυπριακό και μια τέτοια κατάσταση θα αφήνει ευάλωτη την Κύπρο σε εξωτερικές πιέσεις και εκβιασμούς. Οι συμπεριφορές υποτίμησης του φαινομένου και των κινδύνων που εγκυμονεί, απλώς ενισχύει μια αρνητική δυναμική σε μια περίοδο που πλησιάζει το σημείο μη επιστροφής.               

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε με την κυριακάτικη εφημερίδα “24” στις 4/5/2014.