Πόσα χρόνια θα λείπεις στο εξωτερικό;

Toυ Μάριου Δημητρίου

Είπε στην αδελφή και στον πατέρα του να επισκεφθούν τον αδελφό τους τον Ανδρέα στο ιδιωτικό ίδρυμα όπου μεταφέρθηκε από το ψυχιατρικό νοσοκομείο με τη συγκατάθεση της οικογένειας, στα πλαίσια μετακίνησης μη επιθετικών ασθενών, από το ψυχιατρείο στην κοινωνία. Έχουν περάσει 33 χρόνια  από την τελευταία φορά που τον είδε ο πατέρας του και η αδελφή του – εκείνη ήταν τότε 14 χρόνων. Ο πατέρας του έσπευσε να του πει:

-«Aν μας ρωτήσουν εκεί στο ίδρυμα γιατί δεν πηγαίναμε να τον δούμε τόσο καιρό, να τους πούμε ότι λείπαμε στο εξωτερικό».

Γύρισε και τον κοίταξε τσαντισμένος.

-«Αμάν ρε πατέρα, σταμάτα να κρύβεσαι πίσω από το δάκτυλό σου, είσαι πια 83…Πόσα χρόνια ακόμα θα λείπεις στο εξωτερικό;»

Αιφνιδιάστηκε ο πατέρας, κάτι πήγε να μουρμουρίσει, συνέχισε ο γιος.

-«Δεν βαρέθηκες να φοβάσαι να είσαι αυτός που είσαι; Σταμάτα να δικαιολογείσαι, να απολογείσαι και να νιώθεις ένοχος».

-«Τι θέλεις να πεις;».

-«Σταμάτα να ζεις με τα αναθεματισμένα τα ψέματα. Φτάνει πια. Θα τους πούμε την αλήθεια κατάλαβες; Πώς σου φαίνεται η αλήθεια; Ανυπόφορη αλλά αναγκαία, δεν νομίζεις; Αν πρόκειται να προχωρήσεις μια ίντζα μπροστά επιτέλους πρέπει να μάθεις να τη βλέπεις κατάματα. Έχεις άλλο ένα γιο εκτός από μένα, όσο κι αν θέλεις να το ξεχνάς».

Ο γέρος μαζεύτηκε, καμπούριασε λίγο τους ώμους… του φάνηκε ακόμα πιο μικροκαμωμένος. Τον λυπήθηκε, αλλά ταυτόχρονα έφτιαξε η διάθεσή του. Πήγαν μαζί στο ιδιωτικό ίδρυμα λίγο έξω από τη Λευκωσία. Ήταν Κυριακή γύρω στις 9 το πρωί και ήταν οι πρώτοι επισκέπτες της ημέρας. Κτύπησαν επανειλημμένα το κουδούνι της κλειστής εξώπορτας, αλλά δεν απάντησε κανείς κι έτσι διέσχισαν τη βεράντα και μπήκαν στην κουζίνα όπου σε ένα μικρό καθιστικό, φάτσα στην πόρτα, τους «υποδέχτηκε» ο Ανδρέας σιωπηλός, αλλά με πλατιά χαμόγελα, λες και τον είχαν συναντήσει την προηγούμενη μέρα. Δεν είχαν ιδέα αν τους αναγνώρισε. Ήταν ο μόνος που χαμογελούσε μέσα σε εκείνο το νεκροθάλαμο με τα ανθρώπινα ερείπια που  βογκούσαν στις αναπηρικές τους καρέκλες. Οι Σριλανκέζες βοηθοί, τους έφτιαξαν καφέ χωρίς πολλές ερωτήσεις αν και ήταν φανερό ότι τις εξέπληξε η παρουσία τους, αφού ο Ανδρέας δεν είχε επισκέπτες όσο καιρό ήταν εκεί. Τις ευγνωμονούσε μυστικά για τη διακριτικότητά τους και για την πλήρη αδιαφορία τους για τη θλιβερή τους ιστορία. Ο Ανδρέας τους κοίταζε έντονα μέσα από τις βαθιές κόγχες των σκοτεινών ματιών του, καθώς καταβρόχθιζε κομμάτια από το γλύκισμα που του πήραν. Συνέβηκε ό,τι ακριβώς συνέβαινε πριν 35 χρόνια όταν τον επισκέπτονταν στην Αθαλάσσα με τα γλυκά δώρα τους υπό μάλης – οι επισκέψεις τους ήταν βουβές και αμήχανες μαρτυρίες μπροστά στο θέαμα του Ανδρέα να τα τρώει με ενθουσιασμό, κουνώντας το σώμα του μπροστά-πίσω. Μόνο που τότε ήταν παιδί. Και τώρα παιδί είναι βέβαια, αλλά γερασμένο… με άσπρες τούφες στο κοντοκουρεμένο του μαλλί… Φεύγοντας ο πατέρας του συνέχισε μια κουβέντα που είχαν πριν πάνε στο ίδρυμα, για τα δώρα που πήρε – μάλλον που δεν πήρε – από τους γονείς του στον γάμο του, πριν διακόσια χρόνια. Δεν  σχολίασε τίποτε από την επίσκεψη στον Ανδρέα, λες και δεν έγινε ποτέ, λες και δεν ήταν εκεί – λες και έλειπε ακόμα στο εξωτερικό…