Πως οι πολιτικές συγκυρίες διαμορφώνουν τις Σιωπές της Ιστορίας

Της ΙΛΙΑΝΑΣ ΚΟΥΛΑΦΕΤΗ

Η καταγραφή της ιστορίας από τους αφανείς ήρωες που δεν έχουν πρόσβαση στα αρχεία παράγει νέες πληροφορίες και ερμηνείες για τα ιστορικά γεγονότα, των οποίων τον αντίκτυπο βιώνουμε έως και σήμερα. Δίνει βήμα στους πρωταγωνιστές της ιστορίας, δημιουργώντας ένα χώρο στον οποίο ο καθένας μπορεί να έχει πρόσβαση κι από τον οποίο μπορεί να αντλήσει τις πληροφορίες εκείνες που χρειάζεται για να έρθει κοντά στα ιστορικά γεγονότα, μέσα από τα βιώματα και την υποκειμενική οπτική όσων υπήρξαν μέρος της. Το Πανεπιστήμιο Κύπρου, μέσω του Μεταπτυχιακού Τμήματος Νεότερης και Σύγχρονης Καθηγητές, ήλθαν σε επαφή με συγκεκριμένο τάγμα πεζικού, του οποίου οι στρατεύσιμοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι κατά τη διάρκεια της Τουρκικής Εισβολής. Υπό την επίβλεψη των καθηγητών Αναστασίας Χάματσου και Γιώργου Καζαμία, ξεκίνησε μία διαδικασία μέσω των φοιτητριών του τμήματος για καταγραφή του χρονικού της αιχμαλωσίας μέσω συνεντεύξεων. Άμεσος σκοπός, αυτής της έρευνας είναι η δημιουργία ενός αρχείου Προφορικής Ιστορίας. Το παρόν άρθρο, αποτελεί κάποια από τα συμπεράσματα αυτής της διαδικασίας.

Οι λέξεις ως γνωστόν, φέρουν ιδιαίτερα βαρύ φορτίο, πόσο μάλλον όταν εγκλείονται σε ένα πλαίσιο τραυματικών εμπειριών, όπως μία πολεμική κατάσταση και δη στην παρούσα περίπτωση μία περίοδο αιχμαλωσίας. Οι πληροφορητές μας, κλήθηκαν να ανακαλέσουν μνήμες σαράντα χρόνια μετά τα γεγονότα της τουρκικής εισβολής, παράγοντας ο οποίος αφενός επηρεάζει την αφήγηση και αφετέρου επηρεάζεται και διαμορφώνεται στο χρονικό του πλαίσιο, από τα γεγονότα, που βιώνουν οι ίδιοι.

Συγκεκριμένες περιπτώσεις πληροφορητών, είτε αρνήθηκαν να μιλήσουν καθώς θεωρούσαν πως δεν είχαν κάτι να πουν, είτε όπως λέχθηκε από άλλους πληροφορητές μας το θέμα ήταν «πολιτικό». Ο βαθύς διχασμός που έχει υποστεί σε ιδεολογικό επίπεδο ο κυπριακός λαός από το τέλος του αντιαποικιακού Ενωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ και ιδίως μετά τα γεγονότα της τουρκικής εισβολής έως και σήμερα, φέρεται να έχει σοβαρό αντίκτυπο και να επηρεάζει όλους τους τομείς της καθημερινότητας μας. Ο φόβος, η άρνηση ή ακόμα η αυτό-υποτίμηση προς την παραγωγή μία συνέντευξης με θέμα την αιχμαλωσία του ’74, πηγάζει ως ένα βαθμό από την επιρροή που ασκεί η πολιτική κατάσταση στα θύματα πολέμου.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση, λίγη σημασία έχει αν υπάρχουν αλήθειες, ψέματα ή ελλείψεις στις μαρτυρίες. Αυτό που προέχει είναι η κατανόηση των μαρτυριών και οι λόγοι εκείνοι που τις διαμορφώνουν. Καλούμενες να αφουγκραστούμε τις συγκεκριμένες σιωπές, ούτως ώστε να προσεγγίσουμε το παρελθόν, διακρίνουμε πως αυτές κρίνονται και αυτολογοκρίνονται μέσα από μία πλειάδα λόγων, όπως λόγου χάρη τη σιωπή της επιλεκτικότητας, της ντροπής, της ενοχής, της επιλεκτικής μνήμης κ.ο.κ. Η αυτολογοκρισία της μνήμης, και η θεληματική σιωπή, έγκειται και στον πολιτικό παράγοντα.

Οι πολιτικοί παράγοντες διαμορφώνουν την παραγωγή προφορικής ιστορίας και καταγραφής της από τα κάτω. Η πολιτική ταυτότητα του πληροφορητή και του ερευνητή, και οι ιδεολογικές αγκυλώσεις που προέρχονται από αυτές, καθορίζουν τα λεγόμενα και την πορεία έκβασης μίας συνέντευξης έξω από τα αυστηρά όρια της καταγραφής της ιστορίας μέσω αρχείων. Συν τοις άλλοις, οι πρωταγωνιστές της αφήγησης επηρεάζονται από τις πολιτικές συγκυρίες του τότε και του σήμερα, αποδεικνύοντας πως αυτές καθορίζουν ή διαμορφώνουν ως ένα βαθμό την πρόσληψη των γεγονότων. Εν κατακλείδι, η διαμόρφωση συλλογικής ή ατομικής μνήμης διέπεται από ιδεολογικές, κομματικές και πολιτικές παραμέτρους.

Η πολιτική αντιμετώπιση και η σημασία της στην δημιουργία αρχείου προφορικής ιστορίας.

Στην περίπτωση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974, οι ομάδες θυμάτων υπήρξαν οι εξής, πρόσφυγες, εγκλωβισμένοι, αγνοούμενοι, αιχμάλωτοι και βιασθείσες γυναίκες. Οι αιχμάλωτοι, έλαβαν νομοθεσία προστασίας, αναγνώρισης και δικαίωσης σε εισαγωγικά το 2008. Το γεγονός ότι η Πολιτεία καθυστέρησε τόσο να ασχοληθεί μαζί τους διαφαίνεται στις συνεντεύξεις. Έως και σήμερα εκφράζουν παράπονο και πίκρα για την αντιμετώπιση που έλαβαν εκ μέρους της πολιτείας ως προς την αναγνώρισή τους και την προσφορά τους το ’74. Μεταξύ άλλων, οι πληροφορητές έβρισκαν ευκαιρία να αναφερθούν πως η πολιτεία δεν έχει ασχοληθεί μαζί τους, «καμία κυβέρνηση δεν τους αναγνωρίζει», «στην Κύπρο μετρούν τα φρονήματα του καθενός-ακόμα κι αν έκαμες αιχμάλωτος, εν έχει σημασία», «μας ψάχνουν μόνο στις προεκλογικές εκστρατείες».

Η κατάληξη των συνεντεύξεων κατέληγε πάντα στην «πίκρα» που νιώθουν οι αιχμάλωτοι από τη συμπεριφορά του Κράτους απέναντί τους. Διαπιστώνουν πως η πολιτεία δεν έχει κινηθεί προς αυτούς όπως πιστεύουν πως όφειλε και πως τα πάντα κρίνονται γύρω από τη σφαίρα των πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Για τα συγκεκριμένα θύματα, οι πολιτικοί «θέλουν μόνο ψήφους» και δεν έχει σημασία αν υπήρξε κάποιος αιχμάλωτος ή όχι καθώς το μόνο που «έχει σημασία είναι τα πολιτικά φρονήματα». Χωρίς να θέλουμε να δημιουργήσουμε μία γενίκευση γύρω από τα συμπεράσματα, διακρίνουμε πως διατηρεί σημαντικό στοιχείο η πολιτική αντιμετώπιση προς αυτούς και πως καθίσταται ακόμη πιο σημαντικό για τους ιδίους να αναφερθούν σε αυτό ως κατακλείδα στην αφήγησή τους. Επιπλέον, σημασία έχει πως λόγω της συγκεκριμένης αντιμετώπισης και «αδικίας» που βίωσαν, οι άνθρωποι αυτοί είχαν την ανάγκη να αποκατασταθεί η μνήμη τους και να λάβουν δικαίωση μέσα από την καταγραφή της ιστορίας τους και όχι μέσα από τιμητικές πλακέτες και νομοθεσίες. Εξ ου και η αφετηρία της συγκεκριμένης έρευνας.

Η διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης και η πολιτική ταυτότητα του ερευνητή.

Αν στην Κύπρο η ιστορία γράφτηκε από τη δεξιά και εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εκάστοτε κυβερνήσεων, όπως κάποιοι πληροφορητές θέλησαν να εκφράσουν, και αν η ιστορία γράφεται από τους νικητές και οι ηττημένοι εκδικούνται, όπως εκφράζει ο Αντώνης Λιάκος, τότε ως φυσική εξέλιξη η διαμόρφωση συλλογικής μνήμης εξαρτάται από τους ίδιους παράγοντες. Επιπλέον, χρειάζεται να εξετάσουμε πως η συλλογική μνήμη αντιμετωπίζει τη συγκεκριμένη ομάδα θυμάτων. Ως διαμεσολαβητές ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, είναι αδύνατο ο ερευνητής να παραμένει ουδέτερος ή ανιδιοτελής. Πριν ξεκινήσουμε την έρευνα και τις συνεντεύξεις διάφορα ερωτήματα, ορμώμενα από τη διαμορφωμένη δική μας «μνήμη» για τα γεγονότα, προέκυψαν. Μεταξύ άλλων, από όσα έχουμε διδαχθεί είτε στο χώρο της εκπαίδευσης είτε από το κοινωνικό μας περιβάλλον υπήρχε ένας φόβος για το πώς θα προσεγγίσουμε τους ανθρώπους αυτούς. Στο υποσυνείδητο της δικής μας γενιάς, η οποία βιώνει τα γεγονότα της εισβολής είτε από τις μαρτυρίες του οικογενειακού και μη, περιβάλλοντος είτε από τη χρήση των γεγονότων στο βωμό της επίλυσης του κυπριακού προβλήματος, πολλά ζητήματα και η αναφορά σε αυτά αποτελεί «ταμπού» και καταναλώνεται πολύ σκέψη στον τρόπο προσέγγισής τους. Μεταξύ αυτών των φόβων, ήταν το πώς θα χειριστούμε τη δική μας πολιτική ταυτότητα. Θα επηρεάσει τα λεγόμενα και τον τρόπο αντιμετώπισης των ομιλητών απέναντί μας; Επιτρέπεται να τοποθετηθούμε; Υπάρχει περίπτωση να κατηγορηθούμε για παραγωγή Ιστορίας για «προπαγανδιστικούς» σκοπούς; Θα επαναφέρουμε μνήμες σήμερα που προσπαθεί η πολιτική ηγεσία να δημιουργήσει καλό κλίμα ένεκα των διαπραγματεύσεων;

Με την ρητή εντολή, να προσπαθήσουμε ως ιστορικοί-ερευνητές να εμφανίσουμε όσο πιο δυνατόν, αντικειμενικό και μη εμπλεκόμενο προφίλ στα πολιτικά δρώμενα, είναι παράλειψη να μην αναγνωρίσουμε πως και οι ίδιες ως μέλη της κοινότητας έχουμε κοινωνικοποιηθεί μέσα στις πολιτικές συγκυρίες. Όπως τονίζει η Τασούλα Βερβενιώτη «Σε έναν εμφύλιο είναι σχεδόν αδύνατο να υπάρχουν ερευνητές «άχρωμοι», αμέτοχοι ή μη εμπλεκόμενοι. Οι ιστορικοί που δουλεύουν και με προφορικές μαρτυρίες αισθάνονται αυτή την εμπλοκή πιο άμεσα (από όσους δουλεύουν μόνο με έγγραφα) γιατί η συνέντευξη είναι μια σχέση αμφίδρομη ανάμεσα σε ανθρώπους» κι αυτό είναι κάτι το οποίο ισχύει και σε μία μεταπολεμική περίοδο. Η ηλικία μας, τα βιώματά μας, τα ακούσματά μας επηρεάζει τη διαδικασία της συνέντευξης. Τις ερωτήσεις που θα τεθούν, την πρόσληψη των απαντήσεων που θα δοθούν, την κρίση με την οποία θα αναλυθούν τα αποτελέσματα και τα συμπεράσματα που θα προκύψουν από αυτά.

Οι πληροφορητές με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο, οδηγούσαν τη συνέντευξη στην ίδια θεματική: τη σημερινή πολιτική κατάσταση του τόπου. Καθώς, κάποιες από τις ερευνήτριες που έλαβαν μέρος στην όλη διαδικασία προέρχονται από προσφυγικές οικογένειες, η ερώτηση «εσύ έχεις επισκεφθεί τα κατεχόμενα;» εκ μέρους των πληροφορητών προέκυπτε σαν φυσική εξέλιξη της όλης συζήτησης. Ως εκ τούτου, η προσπάθεια για αποφυγή οποιασδήποτε πολιτικής αναφοράς είτε η χρήση οποιασδήποτε λέξης η οποία χρωματίζει τη συνέντευξη αποτέλεσε μία ιδιαίτερα δύσκολη διαδικασία. Λαμβάνοντας υπόψιν την ανθρώπινη διάσταση του ερευνητή, ήταν φυσικό να υπάρξει κάποια τοποθέτηση η οποία δεν μπορούσε να κριθεί ως ορθή ή λανθασμένη. «Ναι έχω περάσει την πράσινη γραμμή», «όχι δεν έχω επισκεφθεί τα Κατεχόμενα». Όποια κι αν ήταν η απάντηση, οι πληροφορητές θα τοποθετούνταν βάσει της δικής τους ιδεολογικής κλίσης. Άλλοι επέλεξαν να μας προτρέψουν να τα αφήσουμε πίσω μας αυτά και να κοιτάξουμε μπροστά, αποτελώντας μέρος της όλης διαδικασίας για επίλυση του προβλήματος. Κάποιοι, προτίμησαν να τοποθετηθούν αποκλειστικά επί του προσωπικού. Για κάποιους είναι αδύνατον να επισκεφθούν τα κατεχόμενα και να συναντηθούν με αυτό που προσωποποιεί τον εχθρό. Κάποιοι, για ακόμη μία φορά τοποθετήθηκαν πολιτικά για συναιχμάλωτούς τους.

Ε ναι αλλά πολλοί δαμε όταν εσωρευτήκαμε κάποιοι δαμέσα αράπαξαν την ευκαιρία να πουν πόσο καλοί εν οι Τούρτζιοι τζιαι πόσο μας αγαπούν τζιαι δικαιολογημένα προσπαθούν να φκουν τζιαι τζείνοι λίο που πάνω ή να ισοβαθμιστούν μαζί μας.

Η κυπριακή κοινωνία και πολιτεία αποσιώπησε τις μαρτυρίες του ‘74 ίσως για λόγους ψυχολογικής επιβίωσης. Σύμφωνα με τους πληροφορητές, η περιθωριοποίησή τους έγκειται σε λόγους πολιτικών σκοπιμοτήτων μιας και είναι οι μόνοι που βίωσαν ακόμη και στις φυλακές της Τουρκίας τον αντίκτυπο του κυπριακού πολιτικού εμφυλίου. Στο γεμάτο πολιτική ένταση, κλίμα, που βιώνει η κυπριακή κοινωνία σήμερα, για κάποιους η επιλογή της σιωπής, αποτελεί διέξοδο.

Η καταγραφή αυτών των σιωπών αποτελεί την εκδίκηση, σε εισαγωγικά όπως την όρισε ο Αντώνης Λιάκος των ηττημένων σε εισαγωγικά όπως οι ίδιοι οι αιχμάλωτοι θεωρούν πως χαρακτηρίστηκαν, από τους επίσημους φορείς της Ιστορίας.