Στο δρόμο ένα γκρίζο πρωινό

Του Μάριου Δημητρίου

Περπάτησα  πολύ αυτή τη μέρα. Από το πρωί στις εφτά,  μισή ώρα για δύο χιλιόμετρα από το διαμέρισμα στην πάροδο Καλλιπόλεως, μέχρι το γυμναστήριο στο τέρμα της Κένεντι. Περπάτημα άλλων σαρανταπέντε λεπτών, για άλλα τρία χιλιόμετρα, από τη Κένεντι, στην παλιά Λευκωσία και από εκεί, μέχρι το γραφείο, στην Έγκωμη. Μια άλλη μοναχική διαδικασία το περπάτημα, σαν το γράψιμο. Και το ίδιο δημιουργική, θα μπορούσα να πω. Κρίμα που δεν μπορώ να γράφω περπατώντας. Υποθέτω ότι θα μου κατέβαιναν πιο παραγωγικές σκέψεις, αφού περπατώντας, βλέπεις και μυρίζεσαι και ακούς την πραγματική ζωή γύρω σου και όχι την εικονική, του κομπιούτερ. Περπατώντας στην πόλη τόσο νωρίς το πρωί, δεν είδα άλλον Κύπριο να περπατά, εκτός από λιγοστούς έφηβους μαθητές της Τεχνικής Σχολής και από αυτούς που έβγαλαν τα σκυλιά τους για περίπατο και κατούρημα. Τρία τέσσερα χιλιόμετρα στον πραγματικό δρόμο, δεν είναι το ίδιο όπως τον κυλιόμενο ιμάντα στο γυμναστήριο, όπου μπροστά σου έχεις μόνο οθόνες της τηλεόρασης.  Περπατώντας στις γειτονιές της Λευκωσίας, βλέπεις τους ανθρώπους καλά, αργά, έτσι όπως κινούνται προς και από εσένα, με το ρυθμό των βημάτων σου – δεν τους προσπερνάς βιαστικά και αδιάφορα, όπως κάνεις πίσω απ’ το τιμόνι. Βασικά, ήμουν ο μοναδικός Κύπριος που περπατούσε τέτοια ώρα. Οι πιο πολλοί πεζοί που τα βήματά μας διασταυρώθηκαν στις λεωφόρους της πόλης, ήταν Σριλανκέζοι, Φιλιππινέζοι, Άραβες και άλλοι αλλοδαποί που δεν έχουν τίποτε άλλο από τα πόδια τους, για να κατευθύνονται προς το μέλλον που ψάχνουν. Αυτό το πρωί, έγινα ένα μαζί τους στις διασταυρώσεις των φώτων τροχαίας και στις διαβάσεις πεζών. Ένιωσα τι σημαίνει να έχεις μόνο τον εαυτό σου, να τον φορτώνεσαι κάποιο γκρίζο πρωί του Νοέμβρη και να τον κουβαλάς προς τα μπρος, καθώς ο ήλιος ψηλώνει στον ουρανό και σου ζεσταίνει κάπως την πλάτη.