Τα χαμένα παιδιά της βίας

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Είναι καλή η σύμπτωση της συζήτησης στη Βουλή (2 Δεκεμβρίου 2019) της Έκθεσης της Επιτρόπου Διοικήσεως για τα γεγονότα που οδήγησαν στην πρόσφατη αυτοχειρία του 15χρονου Στυλιανού, θύματος μακρόχρονης πατρικής βίας, με το ρεπορτάζ μας για το οδοιπορικό του 79χρονου Ανδρέα Ευαγγέλου (30 Νοεμβρίου 2019) στα σκληρά χρόνια της βαναυσότητας που έζησε ο ίδιος στην παιδική του ηλικία τις δεκαετίες 1940 και 1950, γιατί καταδεικνύεται ότι υπάρχουν σήμερα στην ευρωπαϊκή Κύπρο του 21ου αιώνα ισχυροί θύλακες ενδοοικογενειακής βίας κατά της παιδικότητας ως συνέχεια εκείνης που επικρατούσε στην αποικιοκρατική Κύπρο του 19ου και του 20ου αιώνα. Σημαντική θετική διαφοροποίηση στη σημερινή κατάσταση πραγμάτων είναι η τεράστια αλλαγή στις αντιπαιδαγωγικές αντιλήψεις των παλιών εκπαιδευτικών και στο αυταρχικό εκπαιδευτικό σύστημα εκείνης της εποχής, όπου ο ξυλοδαρμός των μαθητών από τους δασκάλους τους ήταν τρόπος…καθημερινής διδασκαλίας. Σήμερα το σύστημα είναι φιλικό προς το παιδί και συχνά οι δάσκαλοι το στηρίζουν σε περιπτώσεις θυματοποίησής του στο σπίτι, όπως συνέβη με τον 15χρονο Στυλιανό, σύμφωνα με τα ευρήματα της Έκθεσης της Επιτρόπου Διοικήσεως.

Επισημαίνω τα πιο κάτω που μου είπε ο Ανδρέας Ευαγγέλου για τη φοίτησή του στη δευτέρα τάξη του δημοτικού στην Αγία Τριάδα Γιαλούσας το 1947-48. «Ο δάσκαλός μου με έδερνε κάθε μέρα και με πρόσβαλλε ότι ήμουν ξύλο απελέκητο και ότι δεν «έπιανα» τα γράμματα. Τα άλλα παιδιά με πείραζαν, εγώ αντιδρούσα, τσακωνόμασταν συνέχεια. Ούτε να διαβάσω είχα όρεξη ούτε να πάω στο σχολείο. Μια μέρα μαλλιοτραβηχτήκαμε με ένα συμμαθητή μου και ο πατέρας του το είπε στον πατέρα μου, οπότε «έφαγα» ξύλο και από τον πατέρα μου. Την επομένη στο σχολείο ο δάσκαλος με τιμώρησε να μη βγω το διάλειμμα στην αυλή. Όταν σχόλασα «έφαγα» ξύλο και από τη μάνα μου γιατί με έστειλε να φέρω νερό από τον ποταμό δυο φορές και την τρίτη φορά αρνήθηκα. Το είπε στον πατέρα μου που με ξανάδειρε και με διέταξε να μαντρίσω το κοπάδι, ενώ εκείνος πήγε στον καφενέ. Εκεί τον βρήκε ο δάσκαλος και του είπε ότι δεν ήξερα να διαβάσω. Ήρθε, λοιπόν, στο σπίτι ενώ κοιμόμουν, με ξύπνησε, μου έδωσε δυο πάτσους και μου είπε να κάτσω να διαβάσω. Του είπα δεν μπορώ και όσο του έλεγα ότι δεν μπορώ, τόσο πιο πολύ με έδερνε».

H βία και τη σκληρότητα της βουκολικής, οπισθοδρομικής Κύπρου της αποικιοκρατίας, όχι μόνο απέναντι στις γυναίκες, αλλά και απέναντι στα παιδιά, βρίσκεται στο επίκεντρο των δύο βιβλίων για παλιά εγκλήματα στην Κύπρο της Αγγλοκρατίας, του συγγραφέα-ερευνητή από τη Λευκωσία Στέφανου Ευαγγελίδη κατοίκου Αθήνας. Με τα δύο αυτά βιβλία «Μήδειες και Κλυταιμνήστρες» και «Στυλιανή Χ», ο συγγραφέας αποκαλύπτει μεταξύ άλλων, τις συνθήκες κόλασης για την παιδικότητα που επικρατούσαν στην Κύπρο μέχρι και τη δεκαετία 1950 και την ανεξαρτησία του νησιού. Όταν η ζωή περιλάμβανε μόνο υποχρεώσεις, εντολές και συχνά ασήκωτα καθήκοντα για τους αδύνατους παιδικούς ώμους. Κοντοστέκομαι στο πρώτο βιβλίο, τη «Στυλιανή Χ», για τη Στυλλού Χριστοφή από το Ριζοκάρπασο, που τον Ιούλη 1954 σκότωσε στο Λονδίνο τη Γερμανίδα νύφη της Hella και ακολούθως δικάστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε τον Δεκέμβρη 1954 στις φυλακές Holloway. Είναι η προτελευταία γυναίκα που εκτελέστηκε στη Βρετανία και η μοναδική Κύπρια που το κέρινο ομοίωμά της φιλοξενήθηκε στο Μουσείο της Μαντάμ Τυσσώ. Σημειώνω την πληροφορία που μου έδωσε ο συγγραφέας ότι η Στυλλού πέρασε τα παιδικά της χρόνια δουλεύοντας σκληρά στα χωράφια και μάλιστα όταν ήταν μικρή, δούλευε σπάζοντας πέτρες για να στρωθεί ο δρόμος Ριζοκαρπάσου – Γιαλούσας. Σύμφωνα με τον Στέφανο Ευαγγελίδη, η Στυλλού δεν πήγε ποτέ σχολείο, αν και στο Ριζοκάρπασο λειτουργούσε σχολείο, ήδη από την περίοδο της Τουρκοκρατίας. «Ο αναλφαβητισμός της», γράφει, «δεν οφειλόταν τόσο στην έλλειψη σχολείου στο χωριό, όσο στη μεγάλη φτώχεια της οικογένειας. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια δουλεύοντας σκληρά στα χωράφια. Τα χρέη έπνιγαν την οικογένειά της, όπως και όλο τον αγροτικό πληθυσμό. Η οικονομία παρέμενε καθυστερημένη και πολύ ευαίσθητη στις κακές σοδειές και στις διακυμάνσεις των τιμών των γεωργικών προϊόντων. Στο Ριζοκάρπασο το 1919-20, λόγω σιτοδείας, πολλές οικογένειες αντιμετώπισαν τον θάνατο από ασιτία. Σαν να μην έφτανε αυτό, οι Άγγλοι φορολογούσαν δυσβάστακτα την παραγωγή και κατοχή ζώων μέχρι το 1926, καθώς ο κυπριακός πληθυσμός ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει φόρο υποτέλειας στον Σουλτάνο, όπως προέβλεπε η συμφωνία παραχώρησης της Κύπρου στους Βρετανούς. Ο φόρος αυτός καταδίκασε την Κύπρο σε οικονομικό μαρασμό, καθώς τα χρήματα αυτά έπρεπε να απομυζώνται από τα πενιχρά έσοδα που προσέφερε μια καθυστερημένη και εξαντλημένη οικονομία…η δεκαετία 1930 υπήρξε εξαιρετικά σκληρή για τον κυπριακό πληθυσμό, εξαιτίας τόσο της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, όσο και της παρατεταμένης ανομβρίας που έπληξε το νησί. Τα αγροτικά χρέη ξέφυγαν από τον έλεγχο, η τοκογλυφία πήρε δραματικές διαστάσεις και πλήθος αγροτών έχασαν τη γη τους. Η οικονομική εξαθλίωση οδήγησε πολλούς Κυπρίους στο εξωτερικό, σε αναζήτηση μιας καλύτερης μοίρας».

Στο βιβλίο του «Μήδειες και Κλυταιμνήστρες» ο Στέφανος Ευαγγελίδης γράφει μεταξύ άλλων για τη στυγνή δολοφονία της 4χρονης Μαρίας Στυλλή τον Ιούλιο 1931, από τον Ηλία Σολωμού, δεύτερο σύζυγο της μητέρας της, Ζωής Παναγή – ο δολοφόνος βύθισε στην κοιλιά του παιδιού μεγάλη βελόνα πλεξίματος, που τη σκότωσε, ενώ στο έγκλημα είχε συμμετοχή και η μητέρα του θύματος. (Εκτελέστηκαν και οι δύο με απαγχονισμό, λίγους μήνες αργότερα). Σημείωσα όσα είπε σε κατάθεσή της σε σχέση με το έγκλημα η Ζωή Παναγή, στον επικεφαλής του Αστυνομικού Σταθμού Πάνω Αρχιμανδρίτας Πάφου, ότι η μικρή Μαρία ήταν το μοναδικό από τα τέσσερα παιδιά της, που κράτησε μαζί της, μετά τον θάνατο του συζύγου της και τον δεύτερο γάμο της. Ανέφερε δηλαδή ότι τα τρία μεγαλύτερα παιδιά της, την Τιμοθέα, τον Αχιλλέα και τον Αριστοτέλη τα είχε στείλει να δουλέψουν (πιθανολογώ, σε συνθήκες σκλαβιάς), μακριά από το σπίτι, δύο χρόνια προηγουμένως. Είπε τα εξής, κατά λέξη, στην κατάθεσή της: «Λόγω της μεγάλης μου φτώχειας, έστειλα την Τιμοθέα (σ. σ. 9 χρονών τότε), να εργαστεί ως υπηρέτρια σε κάποιον Γιώργο στη Λεμεσό. Τα αγόρια τα έβαλα να εργαστούν ως εργάτες. Τον Αχιλλέα (σ. σ. 8 χρονών τότε), στη δουλειά κάποιου Νεόφυτου και τον Αριστοτέλη (σ. σ. 6 χρονών τότε), στη δουλειά κάποιου Παναγιώτη».

Γι’ αυτή την οδυνηρή δεκαετία 1930 καταθέτω εδώ και τη μαρτυρία του μακαρίτη του πατέρα μου για τα δικά του παιδικά χρόνια στο χωριό του τον Άγιο Γεώργιο Σπαθαρικού στη Μεσαορία και για τον θάνατο της μικρής του αδελφής, της Παρασκευής, στις 10 Μαϊου 1935 από ατύχημα, όταν σε ηλικία 8 χρόνων έπεσε και πνίγηκε σε δεξαμενή νερού – ο πατέρας μου ήταν τότε 11 χρόνων και  πήγαινε κάθε νύχτα με τον μεγαλύτερο αδελφό του Φίλιππο και άναβαν το καντήλι της στο μικρό νεκροταφείο του χωριού… Κράτησα σημειώσεις από την αφήγησή του γι’ αυτή την παλιά απώλεια που του έφερνε δάκρυα στα μάτια, πολλές δεκαετίες μετά. Ο πατέρας μου θυμόταν έντονα τον δάσκαλό τους στο δημοτικό που έδερνε τη μικρή του αδελφή με μια βίτσα ροδιάς κάθε μέρα «γιατί δεν έπαιρνε τα γράμματα, χωρίς να βγάζει κιχ η καϋμένη», όπως μου είπε χαρακτηριστικά. Το ίδιο έκανε και στον Φίλιππο που φοίτησε μόνο στις δυο πρώτες τάξεις του δημοτικού. Μια μέρα ο Φίλιππος κατέβασε το παντελόνι του και έδειξε κλαμένος στον πατέρα τους τις βιτσιές πάνω στα πόδια και στους γλουτούς του. «Από εκείνη την ημέρα», μου είπε ο πατέρας μου, «ο γέρος τον έβγαλε από το σχολείο. Τον έστειλε να βόσκει τις αίγες και άφησε το ζήτημα εκεί – ούτε ιδέα να πάει να κάνει παράπονο, επειδή ο δάσκαλος έδειρε το παιδί του, αφού το ξύλο ήταν για όλους, καθημερινή πρακτική». Ο παππούς μου άφησε όμως το Δημήτρη να συνεχίσει το σχολείο, ήταν μάλιστα και περήφανος που τέλειωσε το δημοτικό.

-«Σου μάθαμε γράμματα γιε μου», του έλεγε.

Οι γονείς θεωρούσαν τότε το σχολείο μιαν άσκοπη απασχόληση για τα παιδιά και μια ενοχλητική εκτροπή, που τους στερούσε βοηθητικό προσωπικό και ένα επιπρόσθετο, έστω μικρό εισόδημα. Πολλοί δεν έστελναν τα παιδιά τους στο σχολείο, ή έσπευδαν να τα βγάλουν από τις πρώτες κιόλας τάξεις, για να τα επιστρατεύσουν στο χωράφι ή σε κάποιο επάγγελμα. Όπως έγραψα σε άλλη περίπτωση, οι αποικιοκράτες ασκούσαν βία στους άντρες, οι άντρες ασκούσαν βία στις γυναίκες και όλοι μαζί ασκούσαν βία στα παιδιά. Η βία δεν ήταν αιτία μίσους, δεν διέλυε οικογένειες, αντίθετα φαινόταν ότι σφυρηλατούσε τους δεσμούς… Οι γονείς αγαπούσαν τα παιδιά τους, αλλά χάσμα τεράστιο χώριζε τον κόσμο των παιδιών, από τον κόσμο των μεγάλων – μια σκοτεινή καταπακτή όπου μέσα χάθηκαν αμέτρητες νεαρές ψυχές διψασμένες για στοργή, για διάκριση, για γνώσεις, για ελευθερία.

Ο Ανδρέας Ευαγγέλου υποδεικνύει στον Μάριο Δημητρίου παλιό πηγάδι στην Αγία Τριάδα Γιαλούσας από όπου αντλούσε και κουβαλούσε νερό για το σπίτι όταν ήταν μικρό παιδί. (Στιγμιότυπο από το οδοιπορικό της 30ης Νοεμβρίου 2019).

Φώτο: Αριστερά ο Μάριος Δημητρίου με τον συγγραφέα Στέφανο Ευαγγελίδη.