Τα σπίτια πίσω από το φράκτη

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Με την παιδική μου φίλη Ελλάδα Πόλεου, συμμαθήτριά μου από την πρώτη, μέχρι και την έκτη δημοτικού στην Κάτω Δερύνεια. Μια παράξενη κι εντατική στιγμή, τη Δευτέρα που άνοιξε το οδόφραγμα, 44 χρόνια μετά, έξω από το ρημαγμένο σπίτι της. Έτσι όπως το διαπερνά ο αγκαθωτός φράκτης της κατοχής, ο σιδερόφρακτος διάδρομος που βγάζει στην περίκλειστη Αμμόχωστο. Δεν είπαμε πολλά, μάλλον δεν χρειαζόταν…κοιτάζοντας γύρω καρδιοκτυπώντας, προσπάθησα κάτι να ψελλίσω, αλλά οι λέξεις πέταξαν σαν τρομαγμένες, άπιαστες πεταλούδες, πέρασαν πάνω απ’ την περίφραξη κι εξαφανίστηκαν πίσω και μακριά, εκεί που δεν υπάρχουν οδοφράγματα και όπλα,  μόνο περιβόλια που φτάνουν μέχρι τη θάλασσα.

«Ρε μίκραναν τα σπίτια!», φώναξε κάποιος της παρέας και του είπα ότι είναι η ιδέα του, απλώς μεγαλώσαμε εμείς…Το είπε περνώντας δίπλα μας με φόρα, λες και πήγαινε κάπου συγκεκριμένα, λες και κατευθυνόταν σε έναν προορισμό που ο ίδιος είχε αποφασίσει…σε αυτή την ελεγχόμενη διαδρομή, που άλλοι αποφάσισαν για μας. Σκέφτηκα πως εκείνοι που έκτισαν τα σπίτια, δεν υπάρχουν πια…μείναμε πίσω εμείς τα παιδιά τους και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε με αυτά…πώς να διαχειριστούμε το παρελθόν και το παρόν τους…πώς να φανταστούμε το μέλλον τους.

Ο δρόμος είναι καινούριος, με φρεσκοχυμένη άσφαλτο, το ίδιο και τα συρματοπλέγματα αριστερά και δεξιά…μόνο τα σπίτια μας είναι παλιά, κουρασμένα και ακατοίκητα, σαν εκείνους που τα έκτισαν και που τώρα είναι φευγάτοι στα κοιμητήρια, με τα μικρά οικογενειακά τους μυστικά, κλεισμένα και παγωμένα για πάντα στη σιωπή.

Η Άννα Γεωργίου, άλλη μια παιδική φίλη, μου έδειξε απ’ το δρόμο, από το συρματόπλεγμα, τη σόμπα που μαγείρευε η μακαρισμένη μάνα της, έτσι όπως πρόβαλλε σκουριασμένη, μέσα στα χαλάσματα. «Ο μισός δρόμος ήταν η βεράντα μας, το σπίτι μας ήταν πάνω στην άσφαλτο και τώρα τον διαπλάτυναν πάνω στην αυλή μας», φώναξε η Άννα με αγωνία.

Το δικό μου σπίτι δεν φαίνεται από το δρόμο, το κρύβει ένας καλαμιώνας και μια συστάδα από κάκτους, μπορώ μόνο να το φανταστώ – να άλλο ένα ζήτημα που συνεχίζει να εκκρεμεί, σαν τη μισοτελειωμένη εφηβεία μας, που χάθηκε ξαφνικά, εκείνο το τελευταίο καλοκαίρι.