Το χρώμα της καρδιάς τον Αύγουστο

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Το εξάχρονο κοριτσάκι κρυφάκουσε τη συζήτηση των γονιών του πίσω απ’ την κλειστή πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Δεν ύψωσαν τον τόνο της φωνής τους. Δεν αλληλοβρίστηκαν. Δεν αντάλλαξαν λόγια που πληγώνουν.

Η μικρή όμως έπιασε την ένταση στον αέρα. Είχε δει από πριν, τα τραβηγμένα πρόσωπα. Άκουσε τις εκρηκτικές σιωπές, που φώναζαν την τελειωμένη πια, σχέση τους…

Πήρε μια άσπρη κόλλα κι ένα γαλάζιο μαρκαδόρο κι έφτιαξε μια τεράστια καρδιά. Να τη διαπερνά το βέλος της αγάπης. «Παπά» και «μάμα» έγραψε μέσα στην καρδιά, με τα ορνιθοσκαλίσματά του. Κι έσπρωξε τη ζωγραφιά κάτω από την πόρτα.

Πάγωσαν και οι δύο. Εκείνος πήρε από κάτω το χαρτί. Άνοιξε την πόρτα. Το παιδί δεν έκλαιγε. Τίποτα δεν είπε. Τους κοίταζε σοβαρό. Και σοβαρό δέχτηκε τα φιλιά και τα δήθεν χαρούμενα γέλια τους.

Είναι Αύγουστος, αλλά ο άντρας ένιωσε να κρυώνει. Προχώρησε προς την έξοδο με κομμένα γόνατα…κοίταξε πάνω τον καλοκαιρινό ουρανό. Είχε το γαλάζιο χρώμα της καρδιάς που του έφτιαξε η κόρη του – το ίδιο γλυκό και πικρό γαλάζιο.