Τράπεζες: Οι μόνοι δια νόμου νόμιμοι τοκογλύφοι

Ο Χρίστος Παρασκευάς είναι Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος στο Δικηγορικό Γραφείο Χρίστος Παρασκευάς Δ.Ε.Π.Ε.

Με τον κ. Παρασκευά συζητήσαμε το μείζον θέμα των υπερχρεώσεων των δανειοληπτών λόγω των καταχρηστικών πρακτικών εκ μέρους των τραπεζών με την αύξηση του επιτοκίου ή/και με την επιβάρυνση με αυθαίρετες χρεώσεις.
Στις πλείστες των περιπτώσεων οι αυθαίρετες αυτές αυξήσεις και χρεώσεις αφορούν κάθε πιστωτική διευκόλυνση που παρέχουν οι τράπεζες, δηλαδή όχι μόνο δάνεια αλλά και άλλες διευκολύνσεις όπως πιστωτικές κάρτες, όριο υπερανάληψης (overdraft), συμφωνίες ενοικιαγοράς κτλ.

Τι πρέπει να γνωρίζουν οι δανειολήπτες και οι εγγυητές αυτών και ποια τα δικαιώματά που κατοχυρώνονται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία;

Ποια δικαιώματα παρέχει ο Νόμος στους δανειολήπτες; Πως επηρεάζονται χιλιάδες συμπολίτες μας; Ποια τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσουν;

24. Θεωρείτε ότι υπάρχουν καταχρηστικές πρακτικές εκ μέρους των Τραπεζών με την αύξηση του επιτοκίου των δανείων των δανειοληπτών ή με την επιβάρυνση τους με αυθαίρετες χρεώσεις;

«Είναι γεγονός ότι ιδιαίτερα στο παρελθόν, υπήρχε η πρακτική από τις Τράπεζες, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες ρήτρες στις Συμφωνίες Δανείων, να αυξάνουν με καταχρηστικό τρόπο το συμφωνηθέν επιτόκιο των δανείων ή να επιβαρύνουν τα δάνεια με υπερβολικές χρεώσεις οι οποίες πολλές φορές δεν γίνονταν αντιληπτές από τους δανειολήπτες, με αποτέλεσμα λόγω ακριβώς αυτής της πρακτικής, να αυξάνεται το οφειλόμενο ποσό του δανείου που καλούνταν να πληρώσουν οι δανειολήπτες.

Πριν την οικονομική και τραπεζική κρίση, όπου ομολογουμένως η οικονομική δυνατότητα των συμπολιτών μας ήταν μεγαλύτερη, η καταχρηστική αυτή συμπεριφορά των τραπεζών περνούσε τις περισσότερες φορές απαρατήρητη από τους δανειολήπτες, με αποτέλεσμα οι δανειολήπτες να καταβάλλουν ποσά που δεν έπρεπε να πληρώσουν και τα οποία αποτελούν καταχρηστικές και αυθαίρετες χρεώσεις εκ μέρους των τραπεζών.

Σε κάποιο βαθμό η πρακτική αυτή εκ μέρους των τραπεζών έχει περιοριστεί λόγω και των πρόσφατων νομοθετικών παρεμβάσεων που ρυθμίζουν αυτά τα θέματα, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι έχει εξαλειφθεί και εναπόκειται πλέον στους δανειολήπτες να διεκδικήσουν τα δικαιώματα που τους παρέχει η Νομοθεσία».

24. Οι αυξήσεις στο επιτόκιο και οι αυθαίρετες χρεώσεις αυτές αφορούν μόνο δάνεια;

«Στις πλείστες των περιπτώσεων οι αυθαίρετες αυτές αυξήσεις και χρεώσεις αφορούν κάθε πιστωτική διευκόλυνση που παρέχουν οι τράπεζες, δηλαδή όχι μόνο δάνεια αλλά και άλλες πιστωτικές διευκολύνσεις όπως πιστωτικές κάρτες, όριο υπερανάληψης (overdraft), συμφωνίες ενοικιαγοράς κτλ».

24. Δηλαδή μας λέτε ότι οι δανειολήπτες πλήρωναν ή πληρώνουν και άλλα ποσά πέραν του επιτοκίου που επιβαρύνεται το δάνειο τους;

«Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι σε κάθε πιστωτική διευκόλυνση, αυτό που θα έπρεπε να πληρώνει κάθε δανειολήπτης είναι το επιτόκιο που έχει συμφωνηθεί να επιβαρύνεται το δάνειο του ή η πιστωτική του διευκόλυνση. Στις Συμφωνίες Δανείων, καθορίζεται ότι το επιτόκιο αποτελείται από το Βασικό Επιτόκιο που χρεώνει η εκάστοτε Τράπεζα για το συγκεκριμένο δανειακό προϊόν (ή το κυμαινόμενο επιτόκιο Euribor ή LIBOR) πλέον το Περιθώριο Επιτοκίου που αποτελεί την προσαύξηση από το βασικό επιτόκιο. Το συνολικό αυτό επιτόκιο αποτελεί το Συμφωνηθέν Επιτόκιο, δηλαδή το ποσοστό τόκου που συμφωνείται από την Τράπεζα και τον Δανειολήπτη.

Παρά το γεγονός, ότι το Συμφωνηθέν Επιτόκιο είναι καθορισμένο στην ίδια την Συμφωνία Δανείου, σε πολλές περιπτώσεις, το επιτόκιο που τελικά επιβαρύνονται οι δανειολήπτες, είναι κατά πολύ μεγαλύτερο.

Ακριβώς λόγω της ύπαρξης αυτής της πρακτικής εκ μέρους των τραπεζών, ψηφίστηκαν συγκεκριμένα νομοθετήματα με τα οποία περιορίζεται ή σε κάποιες περιπτώσεις απαγορεύεται στις τράπεζες να ενεργούν με αυτό τον τρόπο».

24. Θα μπορούσατε να μας αναφέρετε τις κυριότερες περιπτώσεις αυθαίρετων αυξήσεων του επιτοκίου που σύμφωνα με το Νόμο δεν είναι πλέον αποδεκτές;

«Η πιο έκδηλα καταχρηστική πρακτική που χρησιμοποιούσαν οι τράπεζες, αποτελεί η μονομερής αύξηση του συμφωνηθέντος επιτοκίου όπως αυτό αναφέρεται στην Συμφωνία Δανείου ή άλλης πιστωτικής διευκόλυνσης. Σε αρκετές περιπτώσεις, λόγω συγκεκριμένης ρήτρας που περιλαμβανόταν σε Συμφωνίες Δανείου, η Τράπεζα αποκτούσε το δικαίωμα να τροποποιεί μονομερώς το επιτόκιο και μάλιστα χωρίς καμία αιτιολόγηση ή επαρκή ειδοποίηση προς τον δανειολήπτη, με αποτέλεσμα, ενώ στην Συμφωνία να ορίζεται ως Συμφωνηθέν Επιτόκιο ένα συγκεκριμένο ποσοστό τόκου, τελικά λόγω του δικαιώματος μονομερούς αύξησης του επιτοκίου από την Τράπεζα, το επιτόκιο να αυξάνεται κατά το δοκούν εκ μέρους της Τράπεζας.

Η περίπτωση αυτή αποτελούσε το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα καταχρηστικής συμπεριφοράς εκ μέρους των τραπεζών αφού ενώ ο δανειολήπτης θεωρούσε ότι το δάνειο του επιβαρύνεται με συγκεκριμένο ποσοστό επιτοκίου όπως είχε αρχικά συμφωνηθεί με την τράπεζα, τελικά κατά την διάρκεια του δανείου το ποσοστό επιτοκίου αυξανόταν μονομερώς από την τράπεζα και πολλές φορές η αύξηση αυτή ήταν αρκετών ποσοστιαίων μονάδων.

Πλέον όμως, μετά από πρόσφατη τροποποίηση της σχετικής Νομοθεσίας, η πρακτική αυτή θεωρείται παράνομη, αφού σύμφωνα με τον Νόμο, η οποιαδήποτε ρήτρα περιέχεται σε Συμφωνία Δανείου, που παρέχει το δικαίωμα στην Τράπεζα μονομερούς αύξησης του Περιθωρίου του επιτοκίου, θεωρείται ως ανεφάρμοστη ενώ από τούδε και στο εξής απαγορεύεται η συμπερίληψη τέτοιας ρήτρας σε νέες Συμφωνίες Δανείου. Θα πρέπει όμως να διευκρινιστεί ότι η απαγόρευση αύξησης αφορά μόνο το Περιθώριο του Επιτοκίου και όχι το Βασικό Επιτόκιο».

24. Εξ όσων γνωρίζουμε οι Τράπεζες ενεργούσαν αυθαίρετα και όσο αφορά τον λεγόμενο τόκο υπερημερίας ή τον ανατοκισμό των δανείων.

«Αρχικά θα πρέπει να αναφέρουμε ότι τόκος υπερημερίας είναι ο επιπρόσθετος τόκος που επιβάλλει η τράπεζα σε κάποιο δάνειο, όταν το δάνειο αυτό δεν εξυπηρετείται, δηλαδή ο επιπρόσθετος τόκος επί του συμφωνηθέντος επιτοκίου. Είναι δηλαδή ένα είδος ποινής λόγω μη έγκαιρης καταβολής των δόσεων εκ μέρους του δανειολήπτη.

Στις Συμφωνίες Δανείου περιέχεται σχεδόν πάντοτε ρήτρα, η οποία παρέχει το δικαίωμα στην Τράπεζα να επιβάλλει τον λεγόμενο τόκο υπερημερίας επί του οφειλομένου ποσού, στις περιπτώσεις που το δάνειο δεν εξυπηρετείται από τον δανειολήπτη. Και στις περιπτώσεις αυτές, επιβάλλεται από τις Τράπεζες επιπρόσθετος τόκος, που κατά το πρόσφατο παρελθόν έφτανε σε ποσοστά που κυμαίνονταν ακόμα και μεταξύ 2% – 5% ή ακόμη και μεγαλύτερο σε κάποιες περιπτώσεις.

Και η πρακτική αυτή των τραπεζών έχει περιοριστεί σε κάποιο βαθμό, αφού πλέον σύμφωνα με την νέα Νομοθεσία, απαγορεύεται στις Τράπεζες η χρέωση επιπρόσθετου τόκου υπερημερίας πέραν των 2% μονάδων από το Συμφωνηθέν Επιτόκιο.

Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι κατά την άποψη μας, ο Νόμος θέτει ανώτατο ποσοστό τόκου υπερημερίας και ως εκ τούτου, αν στην Συμφωνία Δανείου έχει συμφωνηθεί μικρότερος τόκος υπερημερίας, όπως π.χ. 1% ή 1,5% τότε, η Τράπεζα δεσμεύεται από την ίδια την Συμφωνία Δανείου και έχει δικαίωμα να επιβάλλει μόνο το συμφωνημένο μικρότερο τόκο υπερημερίας και όχι το ανώτατο ποσοστό τόκου υπερημερίας του 2% που προβλέπει ο Νόμος.

Σε σχέση με το δικαίωμα ανατοκισμού των δανείων, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ανατοκισμός, με απλά λόγια είναι η επιβολή τόκου επί των τόκων, δηλαδή η κεφαλαιοποίηση των οφειλόμενων τόκων του δανειολήπτη, που οδηγεί εμμέσως σε αύξηση του οφειλόμενου ποσού του δανείου. Είναι συνήθης η συμπερίληψη τέτοιας ρήτρας ανατοκισμού στις συμφωνίες δανείου που παρέχει το δικαίωμα στις Τράπεζες να κεφαλαιοποιούν τους τόκους. Σύμφωνα όμως πλέον με το Νόμο, το δικαίωμα αυτό των τραπεζών δεν είναι απόλυτο αφού απαγορεύεται στις τράπεζες να ανατοκίζουν πέραν από δύο φορές τον χρόνο».

24. Προβλέπονται οποιεσδήποτε κυρώσεις στις Τράπεζες που δεν συμμορφώνονται με τις απαγορεύσεις ή ρυθμίσεις του Νόμου;

«Σύμφωνα με την ισχύουσα Νομοθεσία, η Κεντρική Τράπεζα έχει το δικαίωμα να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο σε οποιαδήποτε Τράπεζα δεν συμμορφώνεται με την Νομοθεσία αναφορικά με τον τόκο υπερημερίας, τον ανατοκισμό των δανείων αλλά και την μονομερή αύξηση του Περιθωρίου του Επιτοκίου. Συγκεκριμένα η Κεντρική Τράπεζα έχει το δικαίωμα να επιβάλει πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) και σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης, καθώς και οποιαδήποτε άλλα μέτρα ήθελε κρίνει σκόπιμο να επιβάλει προς άρση της παράβασης.

Επίσης, η μη συμμόρφωση με τις ρυθμίσεις της Νομοθεσίας συμπεριλαμβανομένων και των ρυθμίσεων που αφορούν την επιβολή τόκου υπερημερίας και τον ανατοκισμό αποτελεί σοβαρό ποινικό αδίκημα, τιμωρούμενου με φυλάκιση μέχρι δύο χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Συνεπώς, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, εφόσον υποπέσει στην αντίληψη οποιουδήποτε δανειολήπτη ή εγγυητή, ότι οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνεται με την Νομοθεσία, θα πρέπει άμεσα να προβαίνει σε καταγγελία τόσο στην Κεντρική Τράπεζα και να την καλεί να δράσει, αλλά και στις διωκτικές αρχές, ως προνοεί η σχετική Νομοθεσία».

24. Πολύς λόγος έγινε πρόσφατα και για τον συντελεστή των 360 ημερών ως υπολογιστή του επιτοκίου και κατά πόσο η επιβολή αυτού του συντελεστή εκ μέρους των Τραπεζών είναι νόμιμη ή όχι. Τελικά ρυθμίζεται αυτό το θέμα στην Νομοθεσία;

«Ο υπολογισμός του επιτοκίου με συντελεστή ή διαιρέτη 360 ημερών και όχι 365 ημερών ή 366 ημερών (σε δίσεκτο έτος), όσες δηλαδή ημέρες έχει πραγματικά κάθε ημερολογιακό έτος αποτελεί άλλη μία συνήθης πρακτική των Τραπεζών που οδηγεί σε έμμεση αύξηση του οφειλόμενου ποσού.

Αποτέλεσμα του υπολογισμού αυτού, είναι το ποσό του τόκου και κατά συνέπεια του οφειλόμενου ποσού, να είναι μεγαλύτερο από το ποσό που θα προέκυπτε αν χρησιμοποιείτο ο συντελεστής του ημερολογιακού έτους.

Με την πολύ πρόσφατη τροποποίηση της Νομοθεσίας το 2016, το θέμα αυτό ρυθμίζεται νομοθετικά, αφού κάθε ρήτρα σε Συμφωνία Δανείου με την οποία υπολογίζεται το επιτόκιο και περιγράφεται ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου στη βάση των 360 ημερών ή άλλου αριθμού ημερών αντί στη βάση των 365 ή 366 ημερών σε περίπτωση δίσεκτου έτους θεωρείται πλέον ρητώς ως καταχρηστική ρήτρα και είναι ως εκ τούτου ανεφάρμοστη».

24. Τι θα συμβουλεύατε τους δανειολήπτες;

«Βάσει των όσων αναφέραμε προηγουμένως, είναι πολύ σημαντικό, όπως οι δανειολήπτες αλλά και οι εγγυητές, να γνωρίζουν επακριβώς τα δικαιώματα τους σε σχέση με την επιβάρυνση των Δανείων τους με αυξημένους τόκους και χρεώσεις και εφόσον καταχωρείται οποιαδήποτε αγωγή εναντίον τους, να απαιτούν και να διεκδικούν δικαστικά την αφαίρεση των τόκων αυτών, που θα έχει ως αποτέλεσμα την δραστική μείωση και του οφειλόμενου ποσού, σε σχέση με αυτό που διεκδικεί η Τράπεζα.

Επίσης, οι δανειολήπτες και οι εγγυητές τους, οι οποίοι βρίσκονται σε διαδικασία αναδιάρθρωσης των πιστωτικών διευκολύνσεων τους, θα πρέπει ομοίως να απαιτούν από τις τράπεζες όπως συμμορφώνονται με τις διατάξεις της Νομοθεσίας και να μειώνουν τις απαιτήσεις τους, οι οποίες βασίζονται σε υπερβολικά ποσοστά τόκων ή χρεώσεων που απαγορεύονται ή περιορίζονται από την Νομοθεσία».

24. Θεωρείτε ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης προστασίας των δανειοληπτών από καταχρηστικές συμπεριφορές εκ μέρους των Τραπεζών;

«Αυτό είναι δεδομένο! Κατά την άποψη μου θα πρέπει να υπάρξει νομοθετική παρέμβαση αναφορικά και με άλλες αυθαίρετες χρεώσεις που επιβάλλουν οι Τράπεζες προς τους δανειολήπτες και οι οποίες πολλές φορές δεν γίνονται αντιληπτές από τους δανειολήπτες.

Είναι απαράδεκτο να χρεώνονται οι δανειολήπτες ακόμα και για τις επιστολές που λαμβάνουν σε σχέση με τα δάνεια τους ή την κατάσταση των δανείων τους (statements), ή να επιβαρύνονται με έξοδα ετοιμασίας των τυποποιημένων συμβολαίων, έξοδα διαχείρισης λογαριασμών και άλλα τόσα διοικητικά τέλη και έξοδα ή π.χ. να χρεώνονται τα έξοδα επανεκτίμησης των αξιών των υποθηκευμένων ακινήτων τους, τα οποία συμποσούμενα αναφορικά με όλους τους χιλιάδες δανειολήπτες, αποτελούν ένα τεράστιο ποσό εκατομμυρίων ευρώ ζημιάς για τους δανειολήπτες και παράλληλα κέρδους για τις Τράπεζες.

Επίσης θα πρέπει να υπάρξει και πρωτοβουλία από όλους τους αρμόδιους φορείς για μείωση των δανειστικών επιτοκίων που χρεώνουν οι τράπεζες για τα δάνεια και τις άλλες πιστωτικές διευκολύνσεις και να κατέλθουν τουλάχιστον στα ποσοστά που δανείζουν οι άλλες τράπεζες στην Ευρώπη.

Πέρα των πιο πάνω είναι επίσης απαράδεκτο σε μία ευρωπαϊκή χώρα οι Τράπεζες να εξαιρούνται ρητώς από τον Ποινικό Κώδικα σε ότι αφορά την διάπραξη ποινικών αδικημάτων Τοκογλυφίας και να μην εφαρμόζονται μόνο για τις Τράπεζες, οι διατάξεις που απαγορεύουν την Τοκογλυφία. Θεωρώ ότι τέτοιες πρακτικές όχι μόνο δεν συμβάλλουν στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού προς τις Τράπεζες αλλά τουναντίον προκαλούν ακόμη περισσότερο το κοινό αίσθημα και θα πρέπει άμεσα να αλλάξουν».