Τρυφωνίδης: «Γιατί ιδιωτικοποιούν ένα κερδοφόρο Οργανισμό;»

{loadposition ba_textlink}

Της Αλεξίας Καφετζή

Όμως πρώτα ας πάρουμε τα πράγματα απο την αρχή.

Η ιδιωτικοποίηση της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου θα μετατρέψει δημόσιες επιχειρήσεις με αδυναμίες σε ιδιωτικά μονοπώλια και τα δικαιώματα των εργαζομένων εν αμφιβόλω.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, συνεχίζονται οι συζητήσεις και οι έντονες αντιπαραθέσεις των εμπλεκομένων μερών επί του προκειμένου. Υπουργός Οικονομικών, Έφορος Αποκρατικοποιήσεων, Γενικός Ελεγκτής, Βουλή και Συντεχνίες της Α.ΤΗ.Κ., συνεχίζουν τις ατέρμονες συζητήσεις και διαβουλεύσεις, με σχετικές δηλώσεις και επιστολές καταπέλτες.

Η έγκριση από το Υπουργικό

Στις 23 Αυγούστου 2015, εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από εισήγηση του Χάρη Γεωργιάδη, το Νομοσχέδιο για ίδρυση νέας Εταιρείας ιδιωτικού δικαίου για τις τηλεπικοινωνίες, με αποκλειστικό μέτοχο, τουλάχιστον σε αρχικό στάδιο, το κράτος μόνο. Η συμφωνία στη ΜΣΕ (Μικτή Συμβουλευτική Επιτροπή) ήταν, άμα την κατάθεση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου στο Κοινοβούλιο να κατατεθούν ταυτόχρονα και τα νομοσχέδια για τα εργασιακά και το συνταξιοδοτικό των υπαλλήλων. Ο Χάρης Γεωργιάδης, επικαλούμενος ότι δεν ήταν έτοιμος τη συγκεκριμένη στιγμή, όσον αφορά τα εργασιακά και το συνταξιοδοτικό άσκησε έντονη πίεση, να περάσει το νομοσχέδιο από το Υπουργικό, για να μπορέσει να εκταμιεύσει την επόμενη δόση από το Δ.Ν.Τ ήτοι 500εκ. Το συγκεκριμένο αποτελούσε προϋπόθεση από τους δανειστές, για την πληρωμή του πιο πάνω ποσού.

Η τελική συμφωνία ήταν, να κατατεθεί το σχετικό νομοσχέδιο στη Βουλή αλλά να μην αρχίσει η συζήτηση επί του προκειμένου μέχρι να κατατεθούν τα εργασιακά και το συνταξιοδοτικό νομοσχέδιο.

Η ΜΣΕ αποτελείται από τον Υπουργό Οικονομικών, τον Έφορο Αποκρατικοποιήσεων, το νομικό σύμβουλο του Υπουργείου Οικονομικών κ. Άντη Τριανταφυλλίδη, του οποίου η αμοιβή ανέρχεται σε 1.200,000 ευρώ και τις συντεχνίες των υπαλλήλων.

Την αντίδραση του Γενικού Ελεγκτή κ. Οδυσσέα Μιχαηλίδη προκάλεσαν τα πιο πάνω, ο οποίος με γραπτή του επιστολή προς τον YΠΟΙΚ, διατυπώνει επιφυλάξεις σε σχέση με το νομοσχέδιο το οποίο μετατρέπει τη CYTA σε εταιρεία ιδιωτικού δικαίου, παραθέτοντας σειρά εισηγήσεων οι οποίες, όπως επισημαίνει, θα συμβάλουν στην καλύτερη εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.

Μεταξύ άλλων στην πολυσέλιδη επιστολή του, ο κ. Μιχαηλίδης αναφέρει:

«Η ελεγκτική υπηρεσία δεν κρύβει την ανησυχία της για την αξία των περιουσιακών στοιχείων που θα μεταφερθούν από τη CYTA στη νέα εταιρεία.

Κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι οι πιθανοί επενδυτές θα εκλάβουν ως αρνητικό στοιχείο το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι της Αρχής θα υπάγονται σε άλλο οργανισμό από την εταιρεία που θα εργάζονται στην πράξη.

Ο γενικός ελεγκτής Οδυσσέας Μιχαηλίδης, με επιστολή του στον υπουργό Οικονομικών, την οποία κοινοποιεί στον έφορο αποκρατικοποιήσεων και στα μέλη της κοινοβουλευτικής επιτροπής οικονομικών τονίζει την ανάγκη όπως γίνουν νομοθετικές ρυθμίσεις σε θέματα εταιρικής διακυβέρνησης σε σχέση με τη νέα εταιρεία που θα δημιουργηθεί.

Καταθέτει τις διαπιστώσεις του για τα κενά που πιθανόν να δημιουργηθούν στη λειτουργία της CYTA, η οποία θα εξακολουθεί, όπως παρατηρεί, να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.

Σημειώνει ότι με το νομοσχέδιο η Αρχή δεν θα μπορεί να παρέχει με οποιοδήποτε τρόπο τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες.

Με αυτό τον τρόπο, επισημαίνει ο ελεγκτής, καταργείται η δυνατότητα παροχής και χρέωσης όλων των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, περιλαμβανομένων για σκοπούς εθνικής ασφάλειας ή και υπηρεσιών αεροναυσιπλοϊάς ή και άλλων υπηρεσιών, που πιθανώς να πρέπει να παραμείνουν στη CYTA και να μην ενδείκνυται να μεταβιβαστούν στη διάδοχο εταιρεία.

Σχολιάζοντας τις πρόνοιες του νομοσχεδίου για τα εξαιρούμενα θέματα τα οποία συνεχίζει να εγγυάται η Αρχή αναφέρεται στις συμβατικές και άλλες υποχρεώσεις της Cyta με τους εργαζόμενους και όλες τις υποχρεώσεις της σε σχέση με τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των εργαζόμενων.

Σημειώνει πως σε άλλο άρθρο του νομοσχεδίου αναφέρεται πως διασφαλίζεται ότι η διάδοχος εταιρεία θα αποζημιώνει την Αρχή για το σύνολο των πληρωμών που καταβάλει, δηλαδή τις απολαβές προς το προσωπικό.

Ωστόσο, σημειώνει πως δεν διασφαλίζεται με σαφήνεια η υποχρέωση της αποζημίωσης, από πλευράς της διάδοχου εταιρίας προς τη Αρχή για το σύνολο των υποχρεώσεων που αφορούν στο προσωπικό και που η Αρχή εγγυάται , όπως είναι συνταξιοδοτικά δικαιώματα και ωφελήματα .

Σύμφωνα με τον ελεγκτή με την εξεύρεση του επενδυτή, τερματίζεται η υποχρέωση της διαδόχου εταιρείας να αποζημιώνει την Αρχή για τα έξοδα που θα υφίσταται με το προσωπικό, υποδεικνύοντας την ανάγκη νομοθετικής ρύθμισης του ζητήματος».

Ρύθμιση εταιρικής διακυβέρνησης

«Σε σχέση με τις πρόνοιες για τη λειτουργία της διαδόχου εταιρείας, ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης, τονίζει πως το νομοσχέδιο δεν περιλαμβάνει πρόνοια για μεταφορά των εμπορικών δραστηριοτήτων προς την εν λόγω εταιρεία, η οποία ενδεχομένως θα πρέπει να αδειοδοτηθεί για να παρέχει νόμιμα υπηρεσίες».

«Υπογραμμίζει, πως δεν καθορίζονται κάποιες ελάχιστες προϋποθέσεις και απαιτήσεις ως προς το μοντέλο εταιρικής διακυβέρνησης της διαδόχου εταιρείας η οποία θα διαχειρίζεται δημόσιο χρήμα εκατοντάδων εκατομμυρίων, με στόχο της διασφάλιση της χρηστής διοίκησης, της καλής απόδοσης και διαχείρισης, της διαφάνειας , της αντικειμενικότητας και της ισονομία».

 

«Γιατί ιδιωτικοποιούν ένα κερδοφόρο Οργανισμό;»

Με αφορμή το γεγονός ότι ο Χάρης Γεωργιάδης «δεσμεύτηκε» ότι τα νομοσχέδια θα ήταν έτοιμα τέλος Οκτωβρίου, δέσμευση η οποία δεν υλοποιήθηκε και με βάση την προγραμματισμένη συνάντηση των εμπλεκομένων μερών, χωρίς ατζέντα, στις 17 Νοεμβρίου, η «24», θέλοντας να δώσει φως στην όλη υπόθεση και στα παρασκηνιακά πεπραγμένα, επικοινώνησε με τον κ. Αλέκο Τρυφωνίδη, Γ.Γ. της ΠΑΣΕ ΑΤΗΚ.

Σε αποκλειστικές δηλώσεις του στην «24», ο κ. Τρυφωνίδης ανάφερε:

«Ανάμεσα στα πιο ευφάνταστα επιχειρήματα της κυβέρνησης είναι το νομοσχέδιο που δήθεν εξασφαλίζει τους εργαζόμενους. Διατηρώντας τις ανησυχίες μας για την πρόθεση της κυβέρνησης για ίδρυση νέας εταιρείας, διερωτόμαστε αν όντως διασφαλίζονται τα δικαιώματα των εργαζομένων ή τελικά τίθενται εν αμφιβόλω, σύμφωνα και με την επιστολή του Γενικού Ελεγκτή. Η καθυστέρηση που παρατηρείται στις δεσμεύσεις που έδωσε ο υπουργός στα πλαίσια της διαβούλευσης στην ΜΣΕ, για μία ακόμη φορά, επιβεβαιώνει ότι οι κυβερνώντες παρουσιάζονται να λειτουργούν με προχειρότητα και ερασιτεχνισμό κάτι που προκαλεί προβληματισμό και ανησυχία. Καμιά διασφάλιση και εργασιακή ικανοποίηση σε πρακτικό επίπεδο δεν μπορεί να προκύψει μέσα από θεωρητικές και μόνον προσεγγίσεις. Δεν μπορεί η κυβέρνηση να καταθέτει προτάσεις χωρίς να έχουν προηγηθεί οι μελέτες τρόπου εφαρμογής αυτών των διασφαλίσεων».

Και συνέχισε εμφαντικά:

«Γιατί άραγε απορρίπτεται η διασφάλιση όλου του προσωπικού μέσα στην νέα ιδιωτικοποιημένη CYTA; Το προσωπικό της CYTA είναι Δημόσιοι Υπάλληλοι. Τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του προσωπικού είναι ήδη συνταγματικά διασφαλισμένα από δευτερογενή νομοθεσία από τους περί προσωπικού της ΑΤΗΚ Γενικών Κανονισμών Προσωπικού και τους περί Σχεδίου Συντάξεων Κανονισμούς. Αυτά τα δικαιώματα μπορούν να διεκδικηθούν με προσφυγές στο Ανώτατο Δικαστήριο. Άρα, αποτελεί κεκτημένο και μόνο συναινετικά ή εξελικτικά μπορεί να διαφοροποιηθούν. Η συμμετοχή μας στην ΜΣΕ αποτελεί θεσμική υποχρέωση για να αποτρέψει πιθανή θυματοποίηση των εργαζομένων σε περίπτωση που δεν αποτραπεί η ιδιωτικοποίηση της CYTA. Για τον εργαζόμενο η αμοιβή αποτελεί κύριο παράγοντα για την επιβίωσή του. Όμως υπάρχουν και οι συνθήκες εργασίας που εισέρχονται στη σχέση εργοδότη και εργαζομένου, όπως είναι η ευκαιρία για εξέλιξη, η κατάρτιση, η εργασιακή ικανοποίηση, η ασφάλεια και η ελευθερία έκφρασης και δράσης. Η ιδιωτικοποίηση της Cyta δεν αποτελεί λύση αλλά ούτε και πανάκεια, για τους πολίτες καταναλωτές, την οικονομία και την χώρα, τον εργαζόμενο και την κοινωνία. Διερωτόμαστε γιατί να ιδιωτικοποιηθεί ένας κερδοφόρος Οργανισμός που αποδίδει εκατομμύρια στα κρατικά ταμεία, αυτοχρηματοδοτεί τη λειτουργία και ανάπτυξη του, κατέχει πρωτιά σε ποσοστά αγοράς σε ένα έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον, θεωρείται ο πλέον αξιόπιστος Οργανισμός της αγοράς και οι νόμιμοι ιδιοκτήτες του, δηλαδή οι πελάτες του, αντιδρούν στην ιδιωτικοποίηση του».

Και κατάληξε λέγοντας:

«Η κυβέρνηση δεν μπορεί να βλέπει κοντόφθαλμα ζωτικής σημασίας ζητήματα ως είναι η ιδιωτικοποίηση της CYTA. Οφείλει με αποδείξεις και όχι μέσα από μια άγονη και ανεπαρκή επιχειρηματολογία, να πείσει τους πολίτες πως θα αποβεί προς το συμφέρον της οικονομίας και της κοινωνίας. Το συμπέρασμα από τη διεθνή εμπειρία είναι ότι η ιδιωτικοποίηση μετέτρεψε δημόσιες επιχειρήσεις με αδυναμίες σε ιδιωτικά μονοπώλια εκτός ελέγχου. Η CYTA έχει άμεσες δυνατότητες αύξησης της αποδοτικότητας – κερδοφορίας της, αν αφεθεί να δουλέψει με ευελιξία. Δεν απαιτείται μετοχοποίηση, αλλά αλλαγές σε θεσμικό επίπεδο, ώστε να καταστεί πιο ευέλικτη και πιο αποτελεσματική. Χρειάζονται ενέργειες που θα αποβάλλουν και θα αποτρέπουν σημερινές νοοτροπίες ενός σαθρού πολιτειακού συστήματος που μας επέβαλαν και που σίγουρα δεν θα εξαλειφθεί με την ιδιωτικοποίηση, αλλά μόνον με την αλλαγή νοοτροπίας. Ο δημόσιος έλεγχος είναι που θα αποτρέψει τους κινδύνους ανάπτυξης ολιγοπωλίων σε μια ανώριμη αγορά που ευνοεί τα ολιγοπώλια και τα καρτέλ τιμών. Να προστατεύσει τους εργαζόμενους και τα δικαιώματά τους. Να εγγυηθεί την εθνική ασφάλεια, την εθνική κυριαρχία και την κοινωνική συνοχή των πολιτών.

Η CYTA, μπορεί να συνεχίσει να αποτελεί βασικό παράγοντα της οικονομίας της χώρας μας και όχι πεδίο γρήγορου επιχειρηματικού κέρδους. O περαιτέρω εκσυγχρονισμός της CYTA είναι μια μεγάλη αλλαγή, η οποία απαιτεί ορθολογικό χειρισμό προκειμένου να μεγιστοποιηθούν οι ωφέλειες και να ελαχιστοποιηθούν οι ρωγμές στα θεμέλια της, τα οποία δεν είναι άλλα από το σύνολο του ανθρώπινου δυναμικού της. Πώς επιτυγχάνεται ο εκσυγχρονισμός και ταυτόχρονα η διατήρηση της υποκίνησης των εργαζομένων της; Προφανώς όχι μέσα από την απορρύθμιση και τον ενταφιασμό των εργασιακών δικαιωμάτων και το ξεπούλημα του Οργανισμού. Η διατήρηση σύγχρονων, αποτελεσματικών και κοινωνικά προσανατολισμένων δημοσίων επιχειρήσεων αποτελεί αναγκαιότητα που επιβάλει την ανάληψη δημόσιων πρωτοβουλιών για ανάδειξη των παρεμβάσεων που απαιτούνται για τον εκσυγχρονισμό της CYTA, προκειμένου να μετατραπεί σε πιο αποτελεσματική και ανταγωνιστική επιχείρηση μέσα στο νέο μεταβαλλόμενο ανταγωνιστικό ευρωπαϊκό επιχειρησιακό περιβάλλον. Απαιτούνται δράσεις για αναβάθμιση της οργανωτικής και λειτουργικής ικανότητας, εξυγίανσης και ορθολογισμού της οικονομικής αποτελεσματικότητας και περαιτέρω αναβάθμισης της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών της CYTA.

Οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις επιχειρήσεων οδήγησαν σε σαφή μείωση των θέσεων εργασίας αλλά και υποβάθμιση της ποιότητας των εργασιακών σχέσεων. Εμφανίζονται ευέλικτες μορφές απασχόλησης, δημιουργούνται υπάλληλοι πολλών ταχυτήτων. Πως θα αντιμετωπιστεί ένα τέτοιο κεφαλαιώδες ζήτημα, με ότι συνεπάγεται τούτο στην εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και στη μη θυματοποίηση των σημερινών εργαζομένων; Μια μικρή αγορά όπως αυτή της Κύπρου, γιατί να προσελκύσει ένα στρατηγικό επενδυτή όταν σήμερα η αγορά τηλεπικοινωνιών μέσα από τις διάφορες πλατφόρμες ουσιαστικά είναι παγκοσμιοποιημένη

και κορεσμένη. Μήπως τα κίνητρα θα είναι αλλότρια ως προς τους δικές μας προσδοκίες και δεν θα αποτελέσουν εργαλείο ανάπτυξης αλλά ουσιαστικής διάλυσης της CYTA; Πώς διασφαλίζεται ότι η ιδιωτικοποίηση δεν θα αποτελέσει όχημα κερδοσκοπίας μέσα από την εκποίηση της περιουσίας της, των δραστηριοτήτων και των θυγατρικών της, όταν περάσει στα χέρια επενδυτών, πρακτικές που είδαμε να εφαρμόζονται σε Ελλάδα, Μάλτα και αλλού; Η γεωπολιτική θέση της Χώρας μας και οι υποδομές της CYTA που αφορούν τη διεθνή διασύνδεση με Ευρώπη Μέση Ανατολή και όχι μόνον, αποτελούν εργαλείο ανάπτυξης προς όφελος της κοινωνίας, της οικονομίας, των επιχειρήσεων και της χώρας μας ευρύτερα».

Καταληκτικά

Νοικοκύρεμα χρειάζονται οι Ημικρατικοί Οργανισμοί και όχι ξεπούλημα κ. Χάρη Γεωργιάδη.

Η χώρα ξεπουλιέται, η ανεργία σε ύψη που τρομάζουν, η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών σε σημεία τραγικά, η δωρεάν παιδεία και υγεία ετοιμοθάνατες, και οι κυβερνώντες με έπαρση αντιστρόφως ανάλογη του πολιτικού τους ήθους, σπρώχνονται για το ποιος θα βγάλει πύρινους λόγους μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες με σκοπό να μας πείσουν για τις αγνές τους προθέσεις. Και προσπαθούν, στον βωμό της απελευθέρωσης, να περάσουν ως φυσιολογική την κάθε ανωμαλία και διαστροφή. Δυστυχώς, δεν έχουμε πολλές ελπίδες. Είναι ανίκανοι, είναι και επικίνδυνοι. Θα προτιμήσουν να βυθίσουν το πλοίο με την βοήθεια των υποταγμένων και των τροικολάγνων, από το χάσουν τα προνόμια της εξουσίας τους.

Ξύλινη γλώσσα, αναίδεια, τζάμπα μαγκιά, κανένα όραμα, καμιά καινούργια ιδέα παρά μόνο ατάκες και συνθήματα που θα παίξουν για λίγο και στη συνέχεια θα ξεχαστούν. Θα μείνει μόνο η στάχτη από τα ερείπια, σαν αποτέλεσμα των καταστροφικών τους αποφάσεων.

* Διαβάστε δωρεάν την ηλεκτρονική έκδοση της “24” εδώ!