Χρόνια πολλά Μοχάμετ Τζαμάλ!

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Κοιτάζουν το φακό κατάματα, με αυτοπεποίθηση. Και χαμογελούν.  Είναι έξω στο δρόμο και απαιτούν ίσα δικαιώματα και τον σεβασμό που αξίζει κάθε άνθρωπος ανεξάρτητα από χρώμα και εθνικότητα. Λευκωσία Δεκέμβρης 2019. Σκέφτομαι ότι κύλισε πολύ νερό στο αυλάκι από όσα συνέβαιναν πριν 15 και 20 χρόνια όταν δεν βίωναν τίποτε άλλο από φόβο και απόγνωση πίσω από τα περίκλειστα παραπήγματα της παλιάς πόλης όπου συνωστίζονταν. Και όταν ήταν αόρατοι και ανύπαρκτοι για όλους σχεδόν τους συναδέλφους, έτσι που κάθε δικό μου ρεπορτάζ και χρονογράφημα που τους έκανε ορατούς, το πλήρωνα πάντα με στραβομουτσουνιάσματα και απαξιωτικά σχόλια από τους πρώην προϊσταμένους. Θυμάμαι  πρωτοχρονιάτικα εκείνο τον νεαρό Ασιάτη που μπήκε στην αίθουσα του Κέντρου Μεταναστών σχεδόν ακροπατώντας. Ελαφρώς σκυφτός. Άλαλος και αθόρυβος. Κάθισε πίσω μου στη μοναδική άδεια καρέκλα και περίμενε στωϊκά να τελειώσουν όλοι οι άλλοι και να έρθει η σειρά του. Το αριστερό του χέρι ήταν τυλιγμένο με γάζα και το στήριζε με το δεξί. Σχεδόν κουλουριάστηκε στο κάθισμα, σαν να ήθελε να παίρνει όσο το δυνατό λιγότερο χώρο και να κάνει την παρουσία του όσο το δυνατό πιο απαρατήρητη. Σαν να χρωστούσε χάρη στους άλλους για το ότι βρισκόταν αυτό το πρωινό λίγο πριν την Πρωτοχρονιά σε αυτό το δωμάτιο στην παλιά Λευκωσία και τον άφηναν να μοιράζεται μαζί τους τον ίδιο αέρα. Δεν ήταν δουλοπρεπής ούτε υποτακτικός. Ήταν κάτι άλλο, πιο οριστικό και αμετάκλητο – ήταν ηττημένος με σπασμένο το ηθικό. Τον ρώτησα από πού κατάγεται, πώς τον λένε, πόσων χρόνων είναι. Μπαγκλαντές, Μοχάμετ Τζαμάλ, 27 χρονών και…τριών μηνών. Λες και ήθελε να με ξεπληρώσει για το ενδιαφέρον μου, μου ανέφερε ακόμα και τους μήνες της ηλικίας του. Και τριών μηνών λοιπόν. Τον ρώτησα τι έπαθε το χέρι του. Κόπηκαν τα τέσσερα δάκτυλα του μετά από έκρηξη γκαζιού στο άθλιο υποστατικό που ενοικίαζε. Μιλήσαμε ακόμα λίγο και βγήκαμε στο προαύλιο να τον φωτογραφίσω. Μόλις ύψωσα τη μηχανή, σήκωσε το πληγωμένο χέρι του στο στήθος. Ήθελε να φαίνεται καλά – ίσως σαν ένα παράσημο της σκληρής δουλειάς του…της άτυχης ζωής του. Ίσως σαν ένα κλειδί που θα μπορούσε να του ανοίξει κάποια πόρτα από όλες τις κλειστές πόρτες πίσω του…

Βλέπω τώρα τις φωτογραφίες των νέων μεταναστών καθώς προσεγγίζει το 2020 και νιώθω πως κάτι άλλαξε και κάτι συγκλονιστικό έχει συμβεί. Θέλουν να συνομιλούν με τον άλλο εκθέτοντας τις σκέψεις τους και όχι τις πληγές τους.