Δυο μετανάστες στο βόρειο Λονδίνο

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Θυμήθηκα τον Ανδρέα και το Βρυσάκι, την παραδοσιακή ταβέρνα στο Wood Green, και όλους τους μετανάστες, Κύπριους και άλλους, αυτή την Παγκόσμια Μέρα του Μετανάστη (18 Δεκεμβρίου), παρόλα τα δέκα χρόνια που πέρασαν από εκείνη την αξιομνημόνευτη νύχτα της γνωριμίας μας. Όταν μπήκα με τις δύο φίλες μου στο Βρυσάκι, ένιωσα αμέσως τη θετική αύρα του χώρου, παρά το ότι το τραπέζι μας δόθηκε σε άλλους, γιατί καθυστερήσαμε κι έτσι έπρεπε να περιμένουμε για λίγο, να αδειάσει κάποιο άλλο. Σταθήκαμε δίπλα στο μπαρ, με τα γκαρσόνια να περνούν ξυστά από δεξιά μας, όλοι ώριμοι άντρες μεταξύ πενήντα και εξήντα, που μια ζωή κουβαλούν ποτά και φαγητά για τους άλλους, με τα κορμιά τους να έχουν κουραστεί κι αλλάξει μέσα στα χρόνια, με τους μυς τους να έχουν χαλαρώσει, με τα μαλλιά τους να έχουν πέσει ή ασπρίσει, με τα πρόσωπά τους να έχουν χαρακωθεί – αλλά με μιαν απρόβλεπτη αφοσίωση στη δουλειά τους, που είναι υποθέτω και η άρνησή τους να ενδώσουν στη ψυχολογία της συνταξιοδότησης.

«Είσαι εσύ που κάμνεις τον δημοσιογράφο;» μου είπε ο γηραιότερος όλων ο Σωτήρης και του είπα «ναι είμαι αυτός που κάμνει τον δημοσιογράφο» και σκάσαμε στα γέλια και άρχισαν τα αστεία και τα σεξουαλικά ανέκδοτα, έχοντας την αλάνθαστη όσφρηση ότι μπορούσαν να εκφραστούν ελεύθερα σε μένα, χωρίς την έγνοια ότι θα τους παρεξηγούσα. Ήρθε κοντά μας ο Ανδρέας, ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας, γυαλιά πρεσβυωπίας, άσπρα γένια και μια γλυκύτητα που έβγαινε από τον χαρακτήρα, αλλά και την ηλικία του, γύρω στα 65, μια ηλικία όπου ο αρσενικός απαλλάσσεται από την επιθετικότητα και την ανταγωνιστικότητά του, συνειδητοποιεί ίσως ότι δεν είναι αθάνατος και μπορεί επιτέλους να χαλαρώσει και να κοιτάξει γύρω του με εμπιστοσύνη. Σκέφτηκα την ευγένεια του να κρατήσει στο μαγαζί του για τόσο καιρό τους υπαλλήλους του, ανθρώπους που δουλεύουν στο Βρυσάκι για δέκα, δεκαπέντε και είκοσι χρόνια, να βάλει πάνω από το συμφέρον του, τη φιλία και την εκτίμηση, να μην τους σκαρτάρει επειδή παραμεγάλωσαν και να μην τους αντικαταστήσει με «φτηνούς» νεαρούς Πολωνούς ή Σλοβάκους, με τους μισούς μισθούς και ακόμα πιο πολλές ώρες εργασίας. Κάθισε μαζί μας αργότερα στο τραπέζι, μας μίλησε για το χωριό του την Κώμα του Γιαλού και μας εκμυστηρεύτηκε αναστενάζοντας ότι είναι ερωτευμένος – μια εκπληκτική δήλωση από ένα άντρα στην ηλικία της ωριμότητας, που το λέει ακόμα η ψυχή του, παρά τις συντριπτικές του απώλειες, αφού έχασε μια πατρίδα, χώρισε από δύο συζύγους και μετρά τον χρόνο του απ’ την ανάποδη, όπως ο ίδιος μου είπε, με πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο…Περιττό να πω ότι οι ψαρομεζέδες του, είχαν τη γεύση της βραδιάς και ήταν απολαυστικοί, όσο περιμέναμε να είναι…

Μου ήρθε στο μυαλό και ο άλλος Ανδρέας, που τον συνάντησα στο αεροπλάνο για την Κύπρο, καμιά εξηνταριά χρονών, μαλλιά και μουστάκια ψαρά και γκρίζα, κοιλίτσα προτεταμένη και μάτια γελαστά. Ο ιδανικός διπλανός σε μια μακρά πτήση, όπως η πτήση Λονδίνο-Λάρνακα. Και σε αυτές τις άγριες ώρες, όπως δώδεκα τα μεσάνυχτα με πέντε το πρωϊ. Τις πρώτες δυο ώρες, μου είπε την ιστορία της ζωής του. Ή τουλάχιστον για ένα της κομμάτι. Για το Λονδίνο της δεκαετίας του εξήντα όπως το βίωσε, όταν πρωτοπήγε εκεί άβγαλτο χωριατόπαιδο. Για το Fish and Chips που άνοιξε στο Haringey και που ακόμα λειτουργεί. Για τον γιο του που δεν ήθελε να σπουδάσει και μαθαίνει τη δουλειά. Για τα εγγόνια του από τις μεγαλύτερες κόρες του, που τα έχει κοντά του και τα χαίρεται. Για τη μικρότερη κόρη του, που θέλει να εγκατασταθεί στην Κύπρο και για το διαμέρισμα που της αγόρασε στη Λεμεσό. Για το πατρικό του σπίτι στο χωριό και για την απόφασή του να το ανακαινίσει και να επιστρέψει κι αυτός σε λίγα χρόνια. Τις υπόλοιπες τρεις ώρες ήταν ήσυχος γενικά, δίνοντάς μου άνεση και χρόνο να κρατήσω τις σημειώσεις μου: Κοιμόταν, αλλά δεν ήταν κι εντελώς αθόρυβος. Βρισκόταν τελοσπάντων σε εκείνο το παράξενο πεδίο μεταξύ του ύπνου και του ξύπνου, που κολυμπάς στην επιφάνεια αλλά είσαι και μέσα στα βαθιά. Κάθε τόσο αναδευόταν και ξυπνούσε στιγμιαία και βυθιζόταν ξανά, μουρμουρίζοντας. Ροχαλίζοντας. Σφυρίζοντας. Ξεφυσώντας. Αναρωτιόμουν αν έβλεπε εφιάλτες. Θα ήθελα να ήξερα τι εφιάλτες μπορεί να βλέπει ένας καλός άνθρωπος, ένας αφοσιωμένος οικογενειάρχης, ένας παππούς με μικρά όνειρα και μετρημένες επιδιώξεις. Οι εφιάλτες μάλλον θα αφορούν το κομμάτι εκείνο που δεν μοιράστηκε μαζί μου και δεν μοιράζεται με κανέναν προφανώς. Το σκοτεινό κομμάτι που κρατάμε ο καθένας για την πάρτη μας. Άνοιξε τα μάτια του για τα καλά, με το που κατέβηκαν οι τροχοί και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο, τα μακρινά φώτα της πόλης. Είχε αρχίσει να ξημερώνει, ο σκοτεινός ουρανός έμοιαζε να ραγίζει παντού. Τον ρώτησα τι θα κάνει πρώτ’ απ’ όλα, όταν πάει στο χωριό. Μου είπε θα πάει στην εκκλησία. Του είπα αν προσευχηθεί, να με σκεφτεί κι εμένα.

Φώτο: Αριστερά ο Ανδρέας Aντωνίου και ο Αντώνης Αντωνίου.