Είναι ο εταιρισμός…ανθρώπινο δικαίωμα;

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Την αναζωπύρωση της συζήτησης για τη σχέση πορνείας και σωματεμπορίου – που είναι πιστεύω οι δυο όψεις του ιδίου νομίσματος – πέτυχε η Επίτιμη Πρόεδρος του Cyprus Stop Trafficking Ανδρούλα Χριστοφίδου Henriques, εκφράζοντας σε εκδήλωση της ΠΟΓΟ στις 5 Δεκεμβρίου 2018, την άποψη ότι «υπάρχει διαφορά μεταξύ του σωματεμπορίου που είναι υποχρεωτική εκπόρνευση μιας γυναίκας από κάποιον τρίτο που καρπούται τα χρήματα και της πορνείας που ασκείται με βούληση της ίδιας της γυναίκας». Επανέρχεται έτσι ο δημόσιος διάλογος για το ζήτημα αυτό, που ουσιαστικά άνοιξε το 2014 με τον νόμο που ψήφισε η Βουλή εκείνη τη χρονιά, για ποινικοποίηση ΚΑΙ του πελάτη του σωματεμπορίου και όχι μόνο του σωματέμπορου. Ο διάλογος αυτός άναψε για τα καλά, μετά από ρεπορτάζ του υπογράφοντος, για δήλωση του πρώην βουλευτή Ρίκκου Μαππουρίδη, σε δημόσια συζήτηση στο Σπίτι της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Λευκωσία (στις 18 Μαρτίου 2015) ότι υπήρξε πελάτης του αγοραίου σεξ και ότι πρέπει να νομιμοποιηθεί και να ρυθμιστεί νομοθετικά η πορνεία, παράλληλα με την καταπολέμηση της καταναγκαστικής πορνείας και του σωματεμπορίου (sex trafficking). Ένα χρόνο μετά, τον Μάϊο 2016, δημοσιεύτηκε σε καθημερινή εφημερίδα, επώνυμο άρθρο δικηγόρου και νομικού συμβούλου στη Λάρνακα, που εξέφραζε αντίθεση στην ποινικοποίηση του πελάτη του σωματεμπορίου, όπως επιβλήθηκε με τον νόμο του 2014, διαχωρισμό της εμπορίας προσώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης από την πορνεία και αναγνώριση της πορνείας ως «νόμιμης οικονομικής δραστηριότητας». Όπως ο Ρίκκος  Μαππουρίδης, έτσι και ο συνάδελφος του στη Λάρνακα, θεωρεί ότι η πορνεία, ως μια υποτιθέμενη ελεύθερη επιλογή της γυναίκας, δεν έχει καμιά σχέση με την εγκληματική φύση της καταναγκαστικής πορνείας και του σωματεμπορίου. Επικαλούμενος «σύγχρονες τάσεις και αντιλήψεις» που παραπέμπουν στην… αρχαιότητα (αρχίζοντας μάλιστα το άρθρο του με την επισήμανση ότι η πορνεία έχει έναν πιο «δόκιμο» όρο, τον «εταιρισμό», όπως καθοριζόταν στην κλασική Ελλάδα) και ταξιδεύοντάς μας σε ένα ομιχλώδες τοπίο νομικίστικων επιχειρημάτων του 1918 (!) και του 1963 (!), υποστήριξε ότι «ο εταιρισμός δεν μπορεί να είναι ποινικά κολάσιμος σε καμία χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και ότι «αντιθέτως αποτελεί κατάκτηση (!) των ανθρώπων και συνταγματικό τους δικαίωμα να νέμονται το σώμα τους ελεύθερα και να το εξουσιάζουν όπως επιθυμούν και πιστεύουν». Θεωρώντας το αγοραίο σεξ ως ανθρώπινο δικαίωμα, όχι μόνο για την εκδιδόμενη γυναίκα, αλλά και για τον πελάτη, ο αρθρογράφος αντιτάχθηκε στο σκανδιναβικό μοντέλο αντιμετώπισης της πορνείας, ως παραβίασης των δικαιωμάτων των γυναικών και ως μέσο διαιώνισης της ανισότητας των φύλων και υποστήριξε ότι «είναι το λιγότερο παράδοξο, το ένα μέρος που συμβάλλεται (εταίρα) να συμβάλλεται νομίμως, αλλά αντίθετα το άλλο μέρος (πελάτης) να τελεί ποινικό αδίκημα». Αποφάνθηκε ότι «η ετεροβαρής αυτή σχέση, ή/και νομική θεώρηση, δημιουργεί ανισότητα και παραβιάζει τις διεθνείς συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα» (!). Κάνοντας, με χαρακτηριστική άνεση, το μαύρο άσπρο και το άσπρο μαύρο και αναφερόμενος στις «εταίρες» σαν σε άψυχα νούμερα κάποιας οικονομικής και νομοτεχνικής στατιστικής και όχι σαν ανθρώπινες υπάρξεις, ισχυρίσθηκε ότι «ο εταιρισμός, ως νόμιμη οικονομική δραστηριότητα, δεν αποτελεί ή/και δεν είναι μέρος» του εγκλήματος της εμπορίας ανθρώπων που, όπως γράφει, «έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις στην Κύπρο». Πάει και ένα βήμα παρακάτω, καταλήγοντας ότι «η δαιμονοποίηση του εταιρισμού γενικότερα και των εργαζόμενων σε αυτόν τον τομέα, οδηγεί στον σκοταδισμό και προσφέρει ανθρώπους ως βορά στις ορέξεις των παρανομούντων».

Απάντηση στον αρθρογράφο, είχε ήδη δώσει δύο χρόνια προηγουμένως, η 38χρονη τότε, Ιρλανδέζα συγγραφέας και ακτιβίστρια Rachel Moran, πρώην θύμα της πορνείας στη χώρα της, καταγγέλλοντας αυτήν που αποκάλεσε «αλυσίδα της βίας και της απάνθρωπης μεταχείρισης των θυμάτων της πορνείας και του trafficking». Μιλούσε στο συνέδριο με τίτλο «Οι δυναμικές της ζήτησης για την εμπορία γυναικών με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση» που διοργάνωσε στις 3 Μαρτίου 2014 το Γραφείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Κύπρο και το Μεσογειακό Ινστιτούτο Μελετών Κοινωνικού Φύλου, στο Συνεδριακό Κέντρο «Φιλοξενία» στη Λευκωσία. Το συνέδριο οργανώθηκε στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Έργου «Stop Human Trafficking: Researching Strategies to Discourage Demand for Services from Victims of Sex Trafficking», που συντονιζόταν από το Immigrant Council Ireland και χρηματοδοτήθηκε από το πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης Prevention of and Fight against Crime. «Δεν υπάρχει νόημα στο να προσπαθεί κανείς να πολεμήσει την εμπορία ανθρώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση (sex trafficking) χωρίς να πολεμά την πορνεία», είπε η Ιρλανδέζα ακτιβίστρια, συν-ιδρύτρια της μη κυβερνητικής οργάνωσης SPACE International (Survivors of Prostitution-Abuse Calling for Enlightenment). Τόνισε ότι «όταν οι άνθρωποι με ρωτούν για τη βία που υπάρχει στην πορνεία, τους απαντώ ότι χάνουν την ουσία του ζητήματος, αφού η ίδια η πορνεία είναι μορφή βίας». Είπε και τα εξής χαρακτηριστικά: «Οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν την πορνεία και τη σωματεμπορία προσποιούμενοι ότι γίνονται με τη συναίνεση των θυμάτων. Αλλά υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ του συναινετικού σεξ και του καταναγκαστικού σεξ. Για πολλά χρόνια πριν μπει στη ζωή μας ο όρος «εμπόριο του σεξ» που προήλθε από τις ΗΠΑ τη δεκαετία 1970, είχαμε τον όρο «σεξουαλικές χάρες», που ήταν μια ανόητη ορολογία για να περιγράψουμε την πορνεία. Κατ’ αρχή το σεξ δεν είναι χάρη, δεν είναι αυτή η φύση του σεξ. Το σεξ είναι κάτι που στην πορνεία το πληρώνεις και δεν σου το χαρίζουν. Είναι προφανές ότι αυτοί οι όροι αντιφάσκουν ο ένας με τον άλλο».

H ιστορία της Rachel Moran αποτυπώνει τον εκπληκτικό αγώνα μιας γυναίκας που απελευθερώθηκε μόνη της από την κόλαση της πορνείας, την οποία άσκησε από 15 μέχρι 22 χρόνων στο Δουβλίνο, μπήκε στη συνέχεια στο πανεπιστήμιο, σπούδασε, πήρε πτυχίο στη δημοσιογραφία και αφιέρωσε τη ζωή της στην καταπολέμηση της πορνείας και της εμπορίας των γυναικών, ιδιαίτερα στην πατρίδα της Ιρλανδία, με διαλέξεις που δίνει σε όλο τον κόσμο. Η Rachel υποστηρίζει την υιοθέτηση από την πολιτεία, του «Σκανδιναβικού μοντέλου» κατά του σωματεμπορίου, που εφαρμόζεται σήμερα στη Σουηδία, την Ισλανδία και τη Νορβηγία και τιμωρεί τους πελάτες που «αγοράζουν» σεξουαλικές υπηρεσίες και όχι τα εκδιδόμενα άτομα. Το 2013 η Rachel Moran εξέδωσε το συγκλονιστικό βιβλίο «Paid for: My journey through prostitution», που είναι μια ειλικρινής και σκληρή καταγραφή των αναμνήσεών της από την περίοδο που ήταν στην πορνεία. Περιγράφει τη δύσκολη παιδική της ηλικία σε μια διαλυμένη οικογένεια και την ανάληψη της κηδεμονίας της από το κράτος στα 14 της χρόνια. Στα 15 της έμεινε άστεγη και μπήκε στην πορνεία, δουλεύοντας στο Δουβλίνο και σε άλλες ιρλανδικές πόλεις για τα επόμενα 7 χρόνια.

Το 1998, στα 22 της, κατάφερε να ξεφύγει από το πορνικό κύκλωμα και στα 24 γράφτηκε στο κρατικό Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου. Πήρε πτυχίο στη δημοσιογραφία και μάλιστα με διάκριση και ειδική βράβευση.

Σε άρθρο της με τίτλο «Buying sex should not be legal», που δημοσιεύτηκε στις 31 Αυγούστου 2015 στην αμερικανική εφημερίδα The New York Times, με αφορμή απόφαση της Διεθνούς Αμνηστίας, λίγες μέρες προηγουμένως, υπέρ της αποποινικοποίησης του διεθνούς εμπορίου του σεξ, έγραψε και τα εξής: «Δυσανασχετώ όταν ακούω τις λέξεις «εργαζόμενος του σεξ». Το να πουλώ το σώμα μου, δεν ήταν απλώς ένας τρόπος να βγάζω τα προς το ζην. Μια συνηθισμένη δουλειά, δεν έχει καμιά σχέση με την πορνεία, δηλαδή με τον τελετουργικό εξευτελισμό της χρησιμοποίησης του σώματός μου από κάποιον άγνωστο, που θέλει να ικανοποιήσει τις παρορμήσεις του. Ξέρω ότι οι υπέρμαχοι της πορνείας υποστηρίζουν ότι οι εκδιδόμενες γυναίκες πουλούν σεξ, ως συναινούντες ενήλικες – όμως αυτές ανήκουν σε μια προνομιούχα μειονότητα, αποτελούμενη συνήθως από λευκές γυναίκες, της μεσοαστικής τάξης, σε γραφεία συνοδών σε δυτικές χώρες. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία σε παγκόσμιο επίπεδο, τα θύματα της πορνείας δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Αν αυτές οι λίγες προνομιούχες γυναίκες διεκδικούν το δικαίωμα να πουλούν το σώμα τους, αυτό δεν ακυρώνει το δικό μου δικαίωμα και άλλων, να μη μας πουλούν σε ένα εμπόριο που στοχοποιεί γυναίκες, ήδη περιθωριοποιημένες ταξικά και φυλετικά. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η πορνεία είναι μια επιχείρηση 14 δισεκατομμυρίων δολαρίων τον χρόνο. Τα περισσότερα από αυτά τα λεφτά δεν τα καρπούνται κορίτσια, όπως ήμουν εγώ στην εφηβεία μου. Το σωματεμπόριο διεθνώς, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη βιομηχανία του οργανωμένου εγκλήματος, μετά το εμπόριο ναρκωτικών. Σε χώρες που έχουν αποποινικοποιήσει το εμπόριο του σεξ, όπως η Ολλανδία, η νομιμότητα προσέλκυσε την παρανομία. Με τη στήριξη των πολιτών, οι Αρχές του Άμστερνταμ έκλεισαν πολλούς από τους διάσημους οίκους ανοχής, στη συνοικία με τα κόκκινα φώτα, γιατί έγιναν μαγνήτης για εγκληματικές δραστηριότητες. Στη Γερμανία, όπου η πορνεία νομιμοποιήθηκε το 2002, η βιομηχανία άνθισε. Υπολογίζεται ότι ένα εκατομμύριο άντρες αγοράζουν κάθε μέρα 450 χιλιάδες κορίτσια και γυναίκες, ενώ οι τουρίστες του σεξ, που εισρέουν στη χώρα, στηρίζουν τεράστιους οίκους ανοχής που καταλαμβάνουν κτίρια μέχρι και 12 ορόφων. Πιστεύω ότι η πιο σωστή προσέγγιση στο θέμα είναι το «Σκανδιναβικό μοντέλο», που υιοθέτησε αρχικά η Σουηδία και ακολούθησαν η Νορβηγία, η Ισλανδία και ο Καναδάς. Η λογική του είναι απλή: Κάνε νόμιμη την πώληση του σεξ, αλλά παράνομη την αγορά του, ώστε οι γυναίκες να μπορούν να παίρνουν βοήθεια, χωρίς να συλλαμβάνονται και χωρίς να υπόκεινται σε κακομεταχείριση, ενώ αντίθετα, να ποινικοποιούνται οι πελάτες, που κρατούν ζωντανή και διαιωνίζουν την πορνεία. Η Διεθνής Αμνηστία προτείνει ένα εμπόριο σεξ ελεύθερο από «βία, απάτη ή καταναγκασμό», αλλά γνωρίζω απ’ όσα έζησα και είδα, ότι η πορνεία δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη βία, την απάτη και τον καταναγκασμό. Η πλειοψηφία των αντιπροσώπων της Διεθνούς Αμνηστίας, που ψήφισαν για αποποινικοποίηση της πορνείας, είχαν πιστεύω καλές προθέσεις, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τις γυναίκες και τα κορίτσια στην πορνεία, με το να αποποινικοποιούν τους σωματέμπορους και τους πελάτες».

Η Rachel Moran με το συγκλονιστικό βιβλίο της ανά χείρας.

Φώτο: Δεξιά η Rachel Moran στο «Φιλοξενία» στη Λευκωσία.