Η Rachel Moran κάποτε στη Λευκωσία

ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Σε κάθε συζήτηση που αναπτύσσεται για την πορνεία και το σωματεμπόριο με αφορμή την Ευρωπαϊκή Ημέρα Κατά της Εμπορίας Προσώπων που είναι η 18η Οκτωβρίου, φέρνω στο μυαλό μου τη 43χρονη σήμερα Ιρλανδέζα συγγραφέα και ακτιβίστρια κατά της πορνείας Rachel Moran και τη συγκλονιστική μαρτυρία της για το θέμα αυτό στο Συνεδριακό Κέντρο «Φιλοξενία», στη Λευκωσία, σε εκείνο το αξιομνημόνευτο συνέδριο για την εμπορία γυναικών που οργάνωσε πριν πέντε χρόνια το Γραφείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Κύπρο και το Μεσογειακό Ινστιτούτο Μελετών Κοινωνικού Φύλου (MIGS).

Τη βία της πορνείας βίωσε η ίδια στο Δουβλίνο και σε άλλες πόλεις της Ιρλανδίας από ανήλικο, άστεγο κορίτσι 15 χρονών μέχρι τα 22 της που κατάφερε να απελευθερωθεί από το εγκληματικό κύκλωμα και να αλλάξει τη ζωή της ολοκληρωτικά. Σπούδασε Δημοσιογραφία στο κρατικό Πανεπιστήμιο της Ιρλανδικής πρωτεύουσας και αφιερώθηκε από τότε στον ακτιβισμό εναντίον της σεξουαλικής εκμετάλλευσης των γυναικών, ως συν-ιδρύτρια της μη κυβερνητικής οργάνωσης SPACE International (Survivors of Prostitution-Abuse Calling for Enlightenment). Επίκεντρο των πρωτοβουλιών της, η υιοθέτηση του «Σκανδιναβικού μοντέλου» αντιμετώπισης της πορνείας και του σωματεμπορίου, με την ποινικοποίηση και την τιμωρία των αντρών αγοραστών του σεξ και όχι των εκδιδόμενων γυναικών.

Η Rachel Moran διάβασε στο συνέδριο ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο της «Paid for: My journey through prostitution» που εξέδωσε το 2013 και που χαρακτηρίστηκε ως μια καλογραμμένη και ακριβής μαρτυρία για το θέμα αυτό. Το βιβλίο δεν περιέχει καταθλιπτικές λεπτομέρειες μιας δυστυχισμένης παιδικής ηλικίας, αλλά ούτε και ωραιοποίηση της πορνείας, όπως συμβαίνει στη γνωστή χολιγουντιανή ταινία «Pretty Woman» με πρωταγωνίστρια τη Τζούλια Ρόμπερτς,.

Το έγραψε, γιατί, όπως είπε σε συνέντευξή της, ήθελε να πει την αλήθεια για την πορνεία όπως την έζησε η ίδια, αλλά και όπως την είδε ως αυτόπτης μάρτυρας. Παρατήρησε ότι μερικές προσωπικές ιστορίες που γράφτηκαν σχετικά, προέρχονται από γυναίκες που δούλεψαν σε έναν μόνο τομέα της πορνείας ή που δούλευαν πάντα μόνες κι έτσι δεν είχαν την ευκαιρία να μιλήσουν με άλλες εκδιδόμενες γυναίκες και αναπόφευκτα οι περιπτώσεις τους κινούνται σε ένα περιορισμένο πλαίσιο.

«Στη δική μου περίπτωση», εξήγησε, «εργάστηκα σε όλες τις μορφές της πορνείας – στον δρόμο, σε ινστιτούτα μασάζ, σε πρακτορεία συνοδών κ.λπ. Δούλεψα επίσης ως στριπτιζέζ και έκανα πορνογραφική φωτογράφηση. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου δούλεψαν μαζί μου εκατοντάδες άλλες γυναίκες κι έτσι οι εμπειρίες μου έχουν μια πολύ ευρεία βάση. Ήθελα λοιπόν να πω την αλήθεια γι’ αυτά που είδα και να καταγράψω τον εξευτελισμό και τον ανθρώπινο πόνο, που είναι αναπόσπαστο και ουσιαστικό μέρος της σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Ακόμα πιο σημαντικό, ήθελα με το βιβλίο μου να ζητήσω να βάλουμε ένα τέλος στο έγκλημα αυτό».

Είπε η συγγραφέας, απαντώντας σε ερώτηση για το πώς υποδέχτηκε το βιβλίο της, η πατρίδα της. «Νομίζω ότι πολλοί Ιρλανδοί σοκαρίστηκαν όταν πληροφορήθηκαν ότι ένα κορίτσι εκπορνευόταν από τα 15 της. Σοκαρίστηκαν ακόμα όταν έμαθαν ότι υπάρχουν «εξειδικευμένοι» οίκοι ανοχής για άντρες που τους αρέσει να έχουν σεξ με ανήλικες κάτω από την ηλικία της συναίνεσης. Δούλεψα σε ένα από αυτά τα πορνεία και ξέρω για ποιο πράγμα μιλώ»…

Το βιβλίο με καθήλωσε από την πρώτη κιόλας παράγραφο, όπου η συγγραφέας ευχαριστεί την οικογένειά της που τη στήριξε στη διάρκεια της συγγραφής και ιδιαίτερα τον μικρό ανήλικο γιο της, που, όπως παρατήρησε, «μου είπε να το υπογράψω με το πραγματικό μου όνομα, αποδεικνύοντας ότι είναι πιο άντρας από πολλούς πολύ μεγαλύτερους σε ηλικία».

Σημειώνω κάποια δυνατά σημεία αυτής της αποκαλυπτικής μαρτυρίας: «Αφού η πρώτη ερώτηση για την πορνεία αφορά, πάντα, το πώς η γυναίκα μπήκε σε αυτήν, είναι λογικό να σημειωθεί σε αυτό το βιβλίο πώς βγήκα από αυτήν. Τίποτα δεν θα μπορούσα να κάνω από τα πρακτικά βήματα που έκανα για να ξεφύγω από την πορνεία, αν δεν ένιωθα μια βαθιά εσωτερική ανάγκη να βγάλω τον εαυτό μου από αυτόν τον αποκρουστικό τρόπο ζωής. Αυτή η ανάγκη είναι πραγματικά το πρώτο βήμα, αν και το έκανα όχι ενσυνείδητα. Ήταν η αίσθηση ότι αυτό το στυλ ζωής δεν ήταν για μένα – μια πνευματική αναζήτηση της ειρήνης που είχα στα πρώτα παιδικά μου χρόνια, της ειρήνης του να γνωρίζω ποια ακριβώς είμαι και να είμαι ικανοποιημένη γι’ αυτό. Δεν υπάρχει ειρήνη στην πορνεία, δεν υπάρχει ειρήνη στο σώμα ή το μυαλό σου ή οπουδήποτε μέσα σου. Νιώθω λοιπόν ότι η ανάγκη μου να είμαι σε ειρήνη με τον εαυτό μου, συνέβαλε πολύ στην παντοτινή δραπέτευσή μου από αυτήν την κατάσταση. Πάνω απ’ όλα μισούσα τη σωματική εισβολή, που είναι αναπόσπαστο μέρος της εμπειρίας της πορνείας. Επίσης, ήξερα ότι όσο η πορνεία ήταν στη ζωή μου, θα ήταν στη ζωή μου και τα ναρκωτικά, αφού ήμουν εξαρτημένη στα ναρκωτικά και ήθελα απεγνωσμένα να απαλλαγώ από αυτά. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που στηρίζουν την πορνεία στον κόσμο μας, αλλά ένας υπερέχει όλων των υπολοίπων, έτσι που να σπρώχνει στη διαιώνισή της. Πρόκειται για τη δύναμη της ζήτησης που είναι πραγματική και καθοριστική σήμερα, όπως ήταν πριν από εκατό χρόνια και πριν από χίλια χρόνια. Όπως είπε η Janice G. Raymond, «η αγορά της πορνείας χωρίς τους άντρες καταναλωτές, θα πτωχεύσει». Αν δεν θέλουμε να παίζει πια κανένα ρόλο η ζήτηση, θα πρέπει να βοηθήσουμε ώστε να πάψει να υπάρχει. Είναι πάντως θεραπευτικό να ανακουφιστικό να σκέφτομαι ότι οι γυναίκες, όλες οι γυναίκες, περιλαμβανομένων εκείνων με ιστορίες σαν τη δική μου, δεν θεωρούν τους άντρες εχθρούς. Είμαστε όλοι άνθρωποι σε αυτήν τη γη και πρέπει να δουλεύουμε μαζί, για να την κάνουμε ένα καλύτερο μέρος για να ζούμε».

Η Ιρλανδέζα ακτιβίστρια κατά της πορνείας στο Συνεδριακό Κέντρο «Φιλοξενία» τον Μάρτιο 2014.

Φώτο: Η Rachel με το βιβλίο της ανά χείρας.