Μικρές ιστορίες παρενόχλησης

Του Μάριου Δημητρίου

Καταγράφω ενδεικτικά, έξι από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και Επαρχιακών Δικαστηρίων, για ισάριθμες υποθέσεις σεξουαλικής παρενόχλησης, όπως αποτυπώνονται στη μελέτη της Άννας Πηλαβάκη, Επιστημονικής Συνεργάτιδας της Επιτροπής Ισότητας των Φύλων στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση, που παρουσιάστηκε στη δημοσιογραφική διάσκεψη, την Τρίτη 20 Μαρτίου 2018.

Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών Λευκωσίας, στην πρώτη, αυτής της φύσης, υπόθεση που εκδίκασε, χρονολογημένη από το 2006, ανακοίνωσε τον Αύγουστο 2014 (οκτώ χρόνια μετά!), την επιδίκαση αποζημιώσεων 5 χιλιάδων ευρώ, υπέρ της ενάγουσας – και να σημειώσω χαρακτηριστικά, σε σχέση με την καθυστέρηση στην εκδίκαση υποθέσεων, ότι μέχρι να τελειώσει η δίκη, ο εναγόμενος είχε πεθάνει και παρουσιαζόταν στο Δικαστήριο, ο γιός του! Σύμφωνα με το λεκτικό της απόφασης, «η αιτήτρια υπηρετούσε από το 1993 ως νοσηλευτική λειτουργός, σε κρατικό νοσοκομείο. Το 2000, τοποθετήθηκε στο χειρουργείο, με προϊστάμενο της τον Χ. Κ. ο οποίος κατείχε τη θέση του πρώτου νοσηλευτικού λειτουργού. Ήταν η θέση της κοπέλας, ότι από τον Μάρτιο 2003 ο Χ. Κ. άρχισε να την παρενοχλεί σεξουαλικά, μέχρι και τον Μάρτιο 2004, οπότε ενημέρωσε τον σύζυγο της. Άλλες 6 νοσηλεύτριες, δήλωσαν ότι δέχθηκαν προτάσεις από τον Χ. Κ. για σεξουαλική παρενόχληση, τις οποίες όμως απέρριψαν και ζητούσαν μετάθεση, αντί να τον καταγγείλουν. Μετά από πειθαρχική δίκη, ο εναγόμενος είχε κριθεί ένοχος σε όλες τις εναντίον του κατηγορίες, με αποτέλεσμα να του επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης, από τον Ιούνιο 2007. Σύμφωνα με την αιτήτρια, «τον Ιούλιο του 2003, περίοδο κατά την οποία το προσωπικό στο χειρουργείο ήταν μειωμένο, ο εναγόμενος άρχισε να την προσεγγίζει με κάθε ευκαιρία, λέγοντας της πόσο ερωτευμένος ήταν μαζί της, κάτι που η ίδια απέρριπτε, ζητώντας του να αποταθεί αλλού. Στην αίθουσα του χειρουργείου, ενώ τη βοηθούσε να βάλει την αποστειρωμένη ρόμπα, φρόντιζε να την ακουμπά στο λαιμό και στην πλάτη, κάτι που την έκανε να νιώθει πολύ άσχημα και πολύ άβολα. Σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, την προσέγγισε με τα ακόλουθα λόγια: «Είμαι πολύ ερωτευμένος μαζί σου, τόσο που δεν μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια. Σε βλέπω μπροστά μου. Πήγαινε στην αποθήκη και θα έρθω κι’ εγώ». Ενώ αρχικά είχε τους ενδοιασμούς της και φοβόταν τα επακόλουθα, όταν τελικά η όλη κατάσταση έγινε καθημερινό φαινόμενο, αποφάσισε να ζητήσει τη μετακίνηση της, ενημερώνοντας σχετικά τον εκπρόσωπο της συντεχνίας. Την πρόθεση της, ανέφερε και στον σύζυγο της, ενώ ξαφνικά ο Χ. Κ. άρχισε να την αντιμετωπίζει εχθρικά, δεν της απηύθυνε τον λόγο για κανένα θέμα, την αγριοκοίταζε, της έκανε συνεχώς παρατηρήσεις για ασήμαντα πράγματα και ταυτόχρονα, την εμπόδιζε να συμμετέχει σε εγχειρίσεις όπου εφαρμόζονταν νέες τεχνικές και απ’ όπου θα μπορούσε να εμπλουτίσει τις γνώσεις της και να αποκτήσει εμπειρίες, σε νέες ιατρικές τεχνικές και μεθόδους. Ισχυρίστηκε ότι το όλο θέμα, της είχε δημιουργήσει μία πολύ άσχημη κατάσταση, τόσο στην οικογενειακή όσο και στην επαγγελματική της ζωή, ένιωθε πολύ άσχημα και απομονώθηκε από το κοινωνικό της περιβάλλον».

Στη δεύτερη περίπτωση, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, αποφάσισε στις 27 Ιουλίου 2012, ότι ο κατηγορούμενος αξιωματικός της Αστυνομίας, προϊστάμενος της παραπονούμενης, η οποία υπηρετούσε στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό, ήταν ένοχος, στις εναντίον του κατηγορίες. Σύμφωνα με τις καταγγελίες της, τον Φεβρουάριο 2010, την κάλεσε τηλεφωνικά στο γραφείο του, «πήγε πλάι της από τα δεξιά, πέρασε το αριστερό χέρι του και την κρατούσε σφικτά μπροστά, κάτω από το αριστερό στήθος της, έμπαινε στο πρόσωπο της και προσπάθησε να τη φιλήσει στα χείλη. Αυτή του είπε, «σε παρακαλώ κύριε, άφησε με να φύγω» και γύρισε από την άλλη πλευρά, όμως αυτός, την κρατούσε σφικτά και δεν μπορούσε να φύγει. Ο κατηγορούμενος την τράβηξε πίσω και της έλεγε, «δαμέ, να μην σε βλέπουν στο παράθυρο». Την έσπρωχνε προς την πόρτα, που ήταν στην έξοδο του γραφείου, και αυτή συνέχιζε να του λέει «σε παρακαλώ, άφησε με κύριε» και αυτός της απάντησε «μην μιλάς δυνατά, να μην σε ακούν έξω». Εκείνη την ώρα δεν υπήρχε κανείς στο γραφείο, για να την ακούσει, καθότι όλοι είχαν σχολάσει. Το μόνο πράγμα που σκέφτηκε να πει στον κατηγορούμενο, ήταν «τουλάχιστον σεβάστου, ότι είμαι παντρεμένη».

Στην τρίτη περίπτωση, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών Πάφου, έκρινε στις 22 Απριλίου 2016, εύλογη και δικαιολογημένη, την επιδίκαση υπέρ της ενάγουσας, αποζημιώσεων 22 χιλιάδων ευρώ. Η αιτήτρια, ήταν υπάλληλος της Κυπριακής Δημοκρατίας και είχε καταγγείλει με γραπτή επιστολή της προς τον Διευθυντή του Τμήματος Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών, σεξουαλική παρενόχληση από τον υπεύθυνο του Επαρχιακού Γραφείου και συγκεκριμένα για σωματική σεξουαλική παρενόχληση, για απρεπή συμπεριφορά και ηθική αισχρότητα, για διασυρμό του ονόματος και της ηθικής της και για άσκηση ψυχολογικής βίας, όπως επίσης και παρεμπόδιση της άσκησης των καθηκόντων της. Κατάγγειλε συγκεκριμένα ότι επί 6 μήνες ο Α. Ν. άρχισε να την παρενοχλεί σεξουαλικά, με λόγια και πράξεις, ότι κατά τη διάρκεια των περιπολιών που διενεργούσε με το υπηρεσιακό αυτοκίνητο, κατά τη διεξαγωγή της εργασίας της μαζί του, σε όλη τη διαδρομή, αυτός τοποθετούσε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και χάιδευε τα μαλλιά της. Την φλέρταρε κατά την εργασία της, τόσο στο γραφείo, όσο και έξω από το γραφείο. Πήγαινε στο γραφείο της, είτε για να στείλει φαξ, είτε για να της υπαγορεύσει να γράψει στον ηλεκτρονικό υπολογιστή είτε για επίσκεψη και καθόταν ανοίγοντας τα πόδια του προτάσσοντας τα γεννητικά όργανά του, ή εμφάνιζε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή ημίγυμνες κοπέλες, κάνοντας ανήθικα σχόλια και της ανέφερε τις προσωπικές και εξωσυζυγικές επιδόσεις, των άλλων δύο συναδέλφων τους. Παρά το ότι του υπέδειξε πολλές φορές ότι αυτές οι συμπεριφορές του την ενοχλούσαν και ότι έπρεπε να τις σταματήσει, ο Α.Ν. δεν σταμάτησε. Γι’ αυτό τον λόγο, τον κατήγγειλε προφορικά στην κεντρική διοίκηση του Υπουργείου, στη Λευκωσία. Υποστήριξε ότι μετά από αυτή την καταγγελία της ο Α.Ν με τη «συμπαράσταση» των υπόλοιπων συναδέλφων της στο γραφείο, άρχισε να την πολεμά ανελέητα».

Στην τέταρτη περίπτωση, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών Λεμεσού, αποφάσισε στις 30 Ιουνίου 2009, να απορρίψει την καταγγελία υπαλλήλου ξενοδοχείου για απόλυση από τον εργοδότη του, επειδή παρενοχλούσε σεξουαλικά, τρείς συναδέλφισσες του. Το Δικαστήριο έκρινε ορθή την ενέργεια της εργοδότριας εταιρείας να τον απολύσει, αφού η συμπεριφορά του αιτητή ήταν τέτοια, που η πίστη και εμπιστοσύνη, είχαν κλονισθεί και λογικά δεν έπρεπε να αναμένεται να συνεχίσει να τον εργοδοτεί. Ο αρχιμάγειρας του ξενοδοχείου, που ήταν ο γενικός προϊστάμενος του προσωπικού της κουζίνας του ξενοδοχείου, καταθέτοντας ανέφερε ότι τον επισκέφθηκε η Σ.Σ. θυμωμένη και του ανέφερε ότι έχει πρόβλημα με τον αιτητή, ο οποίος την παρενοχλούσε με αισχρές φράσεις και πράξεις και πιο συγκεκριμένα του παραπονέθηκε ότι ο αιτητής, όταν την έβρισκε σε μια γωνιά σκυφτή, της έπαιρνε τα οπίσθια και όταν την έβρισκε μόνη της, προσπαθούσε να την αγγίξει με το σώμα του και του ζήτησε έντονα να μην ξαναδουλέψει στην ίδια βάρδια με τον αιτητή. Του είπε ότι μία φορά, όταν την βρήκε στο ψυγείο την «χούφτωσε», άλλη φορά την παρενόχλησε με χειρονομία στην αποθήκη και σε μια άλλη περίπτωση, έτρεξε από πίσω της μέχρι τα αποδυτήρια των γυναικών. Του είπε επίσης, ότι υπάρχει πρόβλημα και με τις δύο μαθήτριες (Ε.Σ. και Ν.Α.) που έκαναν την πρακτική τους στο ξενοδοχείο, αφού τις παρενοχλούσε και αυτές».

Στην πέμπτη περίπτωση, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, επέβαλε στις 11 Μαρτίου 2015, ποινή προστίμου 8 χιλιάδων ευρώ, εναντίον γιατρού, που μετά από παραδοχή, βρέθηκε ένοχος ότι έκανε άσεμνη επίθεση εναντίον της 19χρονης τότε, γραμματέας του. Ότι δηλαδή, την αγκάλιασε, τη φίλησε στο λαιμό, προσπάθησε να τη φιλήσει στο στόμα και στη συνέχεια την άγγιξε στα οπίσθια της, ενώ εργαζόταν ως γιατρός σε ιδιωτικό νοσοκομείο, προέβη σε πράξη η οποία συνιστά σεξουαλική παρενόχληση της Χ. Σ».

Στην έκτη περίπτωση, στις 20 Δεκεμβρίου 2017, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών Λεμεσού, επιδίκασε αποζημιώσεις 1.000 ευρώ υπέρ της αιτήτριας, που ήταν Γραμματέας του Κοινοτικού Συμβουλίου, εναντίον του κοινοτάρχη. «Ο εναγόμενος είχε αρχίσει το 2010, να την παρενοχλεί σεξουαλικά με διάφορες πράξεις, να της κάνει συχνά σχόλια και κομπλιμέντα, σχετικά με την εμφάνισή της, βλέποντας την «με πονηρό ύφος» και «με όλο υπονοούμενα και υπαινιγμούς». Μόλις άρχισε αυτό, έδειξε φανερά ενοχλημένη και με τη στάση της, του έδειχνε ότι αυτό την ενοχλεί και την θίγει. Συνέχιζε να της κάνει κομπλιμέντα για το σώμα της και τα ρούχα της, κοιτάζοντας την χυδαία, πονηρά και με προκλητικό βλέμμα στο πρόσωπο και στο σώμα, κάνοντας την να ντρέπεται και να νιώθει αμήχανα και άβολα». Το Δικαστήριο, έκρινε ότι «η αιτήτρια δικαιούται σε αποζημιώσεις για ηθική βλάβη για την πράξη της σεξουαλικής παρενόχλησης που είχε δεχτεί, δηλαδή την πράξη της έκθεσής της σε πορνογραφικό υλικό, μία φορά στο γραφείο που εργαζόταν», θεωρώντας ότι, «η παρούσα περίπτωση, αποτελεί μια από τις λιγότερες σοβαρές περιπτώσεις, καθότι η πράξη διάκρισης, αφορά ένα μεμονωμένο περιστατικό».