Οι καλικάντζαροι, τα “ξεροτήανα” και η…απαξίωση (pics)

Πότε πρωτοεμφανίστηκαν;

Η παρουσία των καλικάντζαρων, όσο και αν φαίνεται παράξενο, ξεκινά από την Αρχαία Ελλάδα. Οι Αρχαίοι ημών πρόγονοι πίστευαν πως όταν οι ψυχές έβρισκαν ανοιχτές της πύλες του Άδη, ανέβαιναν στον πάνω κόσμο και έκαναν ότι ήθελαν, χωρίς κανένα απολύτως περιορισμό.

Παράλληλα, την εποχή του Βυζαντίου, κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου υπήρχε η παράδοση που οι άνθρωποι μασκαρεύονταν και γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, ζητώντας λουκανικά και γλυκά, αναστατώνοντας παράλληλα τους σπιτονοικοκύρηδες. Αυτοί με τη σειρά τους έκλειναν πόρτες και παράθυρα για να εμποδίσουν την είσοδό τους στα σπίτια τους, αλλά οι μασκαρεμένοι έβρισκαν νέους τρόπους για να επιτύχουν το σκοπό τους. Ένας από αυτούς ήταν και η είσοδός τους από τις καμινάδες των σπιτιών.

 

Μοντέρνα παράδοση

Με το πέρασμα των χρόνων, αυτές οι παραδόσεις εξελίχθηκαν, χάρη στη φαντασία των ανθρώπων.

Από άτακτες ψυχές του Άδη και μασκαρεμένους ανθρώπους, έγιναν μαυριδερά ξωτικά με κόκκινα μάτια, τρίχινα πόδια, χέρια σαν της μαϊμούς και με τρίχες σε όλο τους το κορμί.

Τις μέρες του Δωδεκαημέρου αυτά τα μυστηριώδη πλάσματα μπαίνουν από τις καμινάδες των σπιτιών κλέβοντας φαγητά, κατά προτίμηση τηγανιτά!

Για να αντιμετωπίσουν αυτό το φαινόμενο οι ένοικοι το σπιτιών ανάβουν τα τζάκια τους, έτσι ώστε ο καπνός να μην αφήνει τους καλικάντζαρους να εισέρχονται εντός του σπιτιού.

Στην Κύπρο, ένεκα της παράδοσης που θέλει τους καλικάντζαρους να αρέσκονται στα τηγανιτά, οι νοικοκυρές ρίχνουν λοκουμάδες (ξεροτήανα) στις οροφές των σπιτιών, με στόχο να τους εξευμενίσουν κι έτσι να μην μπουν στο σπίτι, αναφωνώντας το “Τιτσί, τιτσί λουκάνικο, κομμάτι ξεροτήανο, ρίξε στους Καλικάντζαρους, να φάσιν τζαι να φύουσιν”.

Την μέρα των “Φώτων”, όταν ο ιερέας του χωριού γυρίζει το χωριό, αγιάζοντας τα σπίτια, οι καλικάντζαροι τρέπονται σε άτακτον φυγή λέγοντας “Φεύγετε να φεύγουμε τι έρχεται ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του. Μας άγιασε μας έβρεξε και μας εκατέκαψε”!

 

Ονομασίες

Η λέξη “καλικάντζαρος” προέρχεται από τις λέξεις “Κάλι”, που είναι ονομασία Ατσιγγάνων και από το “Γαντζάροι”, που είναι ονομασία των Ατσιγγάνων της Αιγύπτου, που ήρθαν στην Ελλάδα τον 14ο αιώνα. 

Στην Κύπρο τους λέμε και Καραμάνους. “Καρά” σημαίνει μαύρος και “Μάνους” άνθρωπος. Ο λαογράφος, Νικόλαος Πολίτης, αναφέρει επίσης: “Οι Καλικάντζαροι πηγαίνουν εις την εκκλησίαν σαν κι εμάς και μόνον όταν βγαίνουν τ’ άγια γίνουντ’ άφαντοι”. Το άλλο όνομά τους “Κάηδες”, που το συναντάμε στη Ρόδο και την Κάρπαθο, χαρακτηρίζει Ατσιγγάνους που ήταν, όπως πίστευαν, απόγονοι του Κάιν.

 

Στο βωμό της εμπορευματοποίησης

Τα τελευταία χρόνια η παράδοση, ή αν θέλετε ο μύθος των καλικάντζαρων, άρχισε σιγά σιγά να ξεθωριάζει. Στο βωμό της εμπορευματοποίησης των αξιών και των παραδόσεων, οι καλικάντζαροι ήταν απλά ο αδύναμος κρίκος, με αποτέλεσμα η σύγχρονη κοινωνία να τους εκτοπίσει.

Τα όποια στοιχεία παράδοσης έχουν μείνει άσβεστα σήμερα, οφείλεται στο γεγονός ότι κατάφεραν να μπουν στη σφαίρα του Marketing. Αυτό είναι η παράδοση στην Κύπρο, και όχι μόνο, εν έτη 2014…το Marketing.

Μπορεί οι “καλικάντζαροι” να μη φέρνουν δώρα, να μην ετοιμάζουν “ρεβεγιόν”, αλλά είναι ό,τι έχει απομείνει από την αγνή παράδοση του τόπου μας…ή μήπως τους στείλαμε εκεί που ξεκίνησε η όλη παράδοση;