Το χρονογράφημα ενάντια στη λήθη

Του Μάριου Δημητρίου

Μόλις βγήκε απ’ το τυπογραφείο, το τέταρτο  βιβλίο μου, με τίτλο «Δέκα Χρόνια» – ένα…βαρύ νεογέννητο 500 σελίδων, που διεκδικεί τη δική του θέση στον κόσμο, αρχίζοντας από την παρουσίασή του, που θα γίνει την Τετάρτη 27 Δεκέμβρη 2017, στις 7 το βράδυ στη Δημοσιογραφική Εστία. Περιλαμβάνει χρονογραφήματα που δημοσίευσα τα τελευταία δέκα χρόνια (2007 – 2017) – τα περισσότερα στην καθημερινή μου στήλη «Εξ Αφορμής», στην εφημερίδα «Η Σημερινή» και πολύ λίγα (μέσα στο 2017), στην ομώνυμη στήλη μου, εδώ στην εφημερίδα «24». Είναι σε μεγάλο βαθμό, μια συνέχεια του τρίτου βιβλίου μου «Μικρές Αυτοψίες», που εκδόθηκε το 2008 και περιλαμβάνει κείμενά μου του 2004, 2005 και 2006. Η παρούσα έκδοση, αποτελεί μια επιλογή από χιλιάδες χρονογραφήματα που έγραψα την τελευταία δεκαετία – μια ιδιαίτερη «ομάδα» με το δικό τους «χρώμα», είναι τα κείμενά μου της διετίας 2007-2009, όταν διέμενα και εργαζόμουν στο Λονδίνο, ως ανταποκριτής της «Σημερινής» στη βρετανική πρωτεύουσα. Στο βιβλίο, περιλαμβάνεται ακόμα, το κείμενο που μου χάρισε το πρώτο βραβείο χρονογραφήματος 2009-2010 που προκηρύχθηκε για τα 50χρονα της Ένωσης Συντακτών Κύπρου. Το βραβείο αυτό, που δόθηκε σε δημοσιογράφο για πρώτη φορά, παρέλαβα σε ειδική τελετή στη Δημοσιογραφική Εστία στη Λευκωσία, τον Νοέμβρη 2010. Έγραψα τότε, ότι η «επίσημη» αναγνώριση της δουλειάς που γίνεται στη στήλη μου, μετά από δεκαετίες καθημερινής παρουσίας, αντανακλά στη γενικότερη αναγνώριση του χρονογραφήματος, ως ενός μοναδικού δημοσιογραφικού είδους που δεν μοιάζει με κανένα άλλο και που μαζί με το ερευνητικό ρεπορτάζ, το σκίτσο και τη φωτογραφία, φιλοδοξεί να καταγράψει κάτι περισσότερο από την περαστική στιγμή. Από αυτήν που αποκαλείται, είδηση.

Στην πραγματικότητα, το χρονογράφημα είναι η γέφυρα που περνά πάνω από τη ξεραΐλα της βιασύνης, της προχειρότητας, της αδιαφορίας και ελαφρότητας που συχνά χαρακτηρίζει την είδηση, το καθημερινό ρεπορτάζ, το πολιτικό άρθρο και καταλήγει στο πιο πλούσιο πνευματικό έδαφος της ευρηματικότητας, της ενδελέχειας, της βραδύτητας, της φαντασίας – σε ό,τι δηλαδή αγγίζει τη λογοτεχνία.

Όμως το χρονογράφημα, αντίθετα από τη συμβατική, την «πραγματική» λογοτεχνία, είναι μια λογοτεχνία που δεν έχει την πολυτέλεια του χρόνου, είναι η λογοτεχνία που γράφεται κυριολεκτικά στο πόδι, είναι η λογοτεχνία των γεγονότων που συμβαίνουν και όχι των γεγονότων που συνέβηκαν, είναι η λογοτεχνία κάποιου βάθους, πάνω στην επιφάνεια.

Ο αναγνώστης της εφημερίδας θα την πετάξει αμέσως μετά την ανάγνωση και θα ξεχάσει ό,τι διάβασε – θα ξεχάσει τις ειδήσεις, τις αναλύσεις, τα σχόλια, τα ρεπορτάζ. Όμως υπάρχει μια πιθανότητα να μη ξεχάσει το χρονογράφημα και πάνω σε αυτή την πιθανότητα, κτίζει ο χρονογράφος την ελπίδα του, την αισιοδοξία του, το κύρος και την έμπνευσή του.

Το χρονογράφημα σε μιαν εφημερίδα, επιβραδύνει το βιαστικό, ξεκαθαρίζει το νεφελώδες, επιμηκύνει τη ζωή του θνησιγενούς. Είναι το μαύρο πρόβατο της εφημερίδας, που δεν ταιριάζει στο εφήμερο πνεύμα της, Ενώ όλα τα άλλα κομμάτια της, αποδέχονται τη θνητότητά τους και πεθαίνουν με ευχαρίστηση την επομένη, το χρονογράφημα θέλει να ζήσει μια μέρα, ένα μήνα, ένα χρόνο πιο πολύ.

Το χρονογράφημα φλερτάρει κάθε μέρα με το θάνατο κι αυτό είναι ένα φλερτ που απειλεί την ίδια την ύπαρξή του, γιατί απαιτεί χρόνο και μεθοδικότητα, που λείπουν μονίμως από την καθημερινή έκδοση.

Όλα αυτά τα χρόνια που γράφω χρονογράφημα και κάνω ρεπορτάζ, ακούω από τους προϊσταμένους μου το ίδιο μουρμουρητό, ότι το χρονογράφημα, μού τρώει χρόνο και ότι με αποσπά.

Ναι, το χρονογράφημα τρώει χρόνο και αποσπά τον χρονογράφο, γιατί θέλει κάτι περισσότερο από ένα βιαστικό πέρασμα. Θέλει λίγη περισσότερη αγάπη και λίγο περισσότερο σεβασμό, για τις λέξεις. Για τις έννοιες. Για τους ανθρώπους.

Θέλει τον ρεπόρτερ να δει και να καταγράψει τα γεγονότα. Αλλά θέλει τον χρονογράφο να τα νιώσει.

Να κοντοσταθεί λίγο και να τα σκεφτεί.

Να αντιμετωπίσει κατάματα ό,τι αποτελεί την κατάρα και την ευλογία του.

Το χρονογράφημα σε μια καθημερινή εφημερίδα, είναι θα έλεγα μια σπαραχτική λογοτεχνία που αχνίζει και που σπαρταρά μέσα από τη δράση των ηρώων της, ενώ αυτή βρίσκεται σε εξέλιξη. Πολύ περισσότερο, όταν ο χρονογράφος, είναι ταυτόχρονα και ρεπόρτερ, όπως συμβαίνει στη δική μου περίπτωση.

Ένας χρονογράφος που είναι και ρεπόρτερ, είναι ένας διχασμένος άνθρωπος που αντιμάχεται ουσιαστικά το ίδιο το πεπρωμένο του, το πεπρωμένο της λήθης.

Καθώς η μια πλευρά μου είναι έξω στο δρόμο, έξω με τους άλλους ανθρώπους κάνοντας ρεπορτάζ, η άλλη πλευρά μου είναι εσώκλειστη μέσα μου, γράφοντας το χρονογράφημα για τη στήλη.

Νομίζετε είναι εύκολο εγχείρημα; Μπα! Όπως το πάρει ο καθένας. Για μένα είναι το ίδιο προκλητικό, όπως ήταν την πρώτη μέρα που το ξεκίνησα, πριν πολλά  χρόνια – ένας συχνά μάταιος, αλλά καρποφόρος αγώνας, έστω και αν η λήθη επικρατεί συνήθως πάνω στη μνήμη, έστω και αν ο θάνατος επικρατεί συνήθως πάνω στην αθανασία.