Η Γερμανία και ο βρόχος της ενοχής

Του Μάριου Δημητρίου

Συζητήθηκε πολύ στη Γερμανία και ιδιαίτερα στη Δρέσδη, την πρωτεύουσα του κρατιδίου της Σαξονίας, με αφορμή τη θλιβερή επέτειο της καταστροφής της πόλης στις 13, 14 και 15 Φεβρουαρίου 1945, από τις βόμβες βρετανικών και αμερικανικών αεροπλάνων, μια ταινία που αποτυπώνει τη φρίκη του επώδυνου, βασανιστικού θανάτου δεκάδων χιλιάδων αμάχων κατοίκων της. Η αγγλοαμερικανική επίθεση, συνίστατο σε τέσσερις αεροπορικές επιδρομές μέσα στο τριήμερο αυτό, όταν 722 βαριά βομβαρδιστικά της Βρετανικής Πολεμικής Αεροπορίας και 527 της Αμερικανικής, έριξαν περισσότερους από 3,900 τόνους εκρηκτικών και εμπρηστικών βομβών, ισοπεδώνοντας το ιστορικό κέντρο της πόλης και τη γύρω περιοχή, σε μια έκταση αρκετών χιλιομέτρων. Αυτή η ταινία ενόχλησε τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας, όπως ενόχλησε τις κυβερνήσεις της Ρωσίας και της Πολωνίας, οι λαοί των οποίων είχαν υποφέρει τα πάνδεινα υπό την κατοχή των Ναζιστών, μια άλλη συγκλονιστική ταινία της δημόσιας τηλεόρασης της Γερμανίας, για την κακομεταχείριση και προσφυγοποίηση εκατομμυρίων Γερμανών κατοίκων χωρών της ανατολικής Ευρώπης, από τον προελαύνοντα Κόκκινο Στρατό, στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι δύο ταινίες, υπενθυμίζουν ότι η Γερμανία του 21ου αιώνα αποδέχεται την πραγματικότητα των ναζιστικών εγκλημάτων, αλλά δεν έπαψε να πονά για τις αγριότητες των Σοβιετικών, όταν κατέλαβαν την ανατολική Γερμανία και για την πυρπόληση της Δρέσδης από τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς. «Είδαμε τους καμένους δρόμους, τα καταρρέοντα ερείπια και την φοβερή καταιγίδα της φωτιάς», είπε ο Λόθαρ Μέτζγκερ, επιζών του βομβαρδισμού της Δρέσδης. «Είδαμε αποτεφρωμένους ενήλικες να ζαρώνουν στο μέγεθος μικρών παιδιών, κομμάτια ποδιών και χεριών νεκρών ανθρώπων, ολόκληρες οικογένειες καμένες μέχρι θανάτου, καιόμενους ανθρώπους να τρέχουν αλλόφρονες, άμαξες φορτωμένες με πρόσφυγες, νεκρούς διασώστες και στρατιώτες, πολλοί να φωνάζουν, ψάχνοντας για τα παιδιά και τις οικογένειές τους, φωτιά παντού και συνεχώς ο καυτός άνεμος της πύρινης καταιγίδας, να παρασέρνει ανθρώπους πίσω στα καιόμενα σπίτια, από τα οποία προσπαθούσαν να ξεφύγουν»…Να σημειώσω εδώ ότι η Δρέσδη εκείνη την περίοδο, όταν ήταν πια ξεκάθαρη η ήττα της χιτλερικής Γερμανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν γεμάτη με πρόσφυγες από τις ανατολικές περιοχές της, που τις εγκατέλειπαν μπροστά στην προέλαση των Ρώσων, αλλά και με αιχμάλωτους πολέμου των συμμάχων – ανάμεσά τους και ο Αμερικανός συγγραφέας Kurt Vonnegut (1922-2007), που περίγραψε αργότερα τον βομβαρδισμό, στο βιβλίο του SlaughterhouseFive. (Ο τίτλος του βιβλίου, παραπέμπει σε ένα σφαγείο, που χρησιμοποιήθηκε ως χώρος κράτησης αιχμαλώτων, όπου ο συγγραφέας είχε φυλακιστεί από τους Γερμανούς, μαζί με άλλους στρατιώτες και όπου είχε διασωθεί από τις συμμαχικές βόμβες, βρίσκοντας καταφύγιο σε ένα ψυγείο κρεάτων). Βεβαίως, το ότι η καταστροφή της Δρέσδης χρησιμοποιήθηκε, πρώτα από τους χιτλερικούς και αργότερα από τους κομμουνιστές που κατέλαβαν την πόλη, ως προπαγανδιστικό όπλο κατά των Αμερικανών και των Βρετανών, δεν «νομιμοποιεί» τη μαζική εξόντωση των κατοίκων της. «Είναι ενοχλητικό που δίνεται τόση πολλή έμφαση σε προσωπικές περιπτώσεις και όχι στην ευρύτερη Ιστορία», σχολίασε δυσαρεστημένος για την ταινία, ένας από τους Συμβούλους του Προέδρου της Πολωνίας. Ναι, αλλά τι άλλο είναι η Ιστορία, από την συσσώρευση των προσωπικών περιπτώσεων; Η δεύτερη ταινία που ανέφερα πιο πάνω, υπενθυμίζει στον κόσμο ότι στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο στρατός των Ναζί οπισθοχωρούσε μπροστά στην καλπάζουσα αντεπίθεση και προέλαση των Σοβιετικών, εκατομμύρια Γερμανοί άμαχοι κάτοικοι χωρών της ανατολικής Ευρώπης, υπήρξαν θύματα αγριοτήτων, καθώς εκδιώκονταν από τα σπίτια τους και βάδιζαν προς τα δυτικά για να σωθούν. Η απέλαση των γερμανικών πληθυσμών από την Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Τσεχοσλοβακία που άρχισε το 1944 και συνεχίστηκε και μετά τον πόλεμο, στη βάση συμφωνίας της Σοβιετικής Ένωσης και των Δυτικών, εξακολουθεί να είναι μια εθνική πληγή για τη Γερμανία, που ελάχιστοι τόλμησαν ν’ αγγίξουν. Ο βρόχος της ενοχής που έπνιγε τη μεταπολεμική Γερμανία, λόγω των μαζικών απάνθρωπων εγκλημάτων και των γενοκτονιών του χιτλερικού καθεστώτος σε βάρος πολλών ευρωπαϊκών λαών και των Εβραίων, εμπόδιζε για δεκαετίες τους Γερμανούς, να μιλήσουν ανοικτά για τη δική τους θυματοποίηση, από τους νικητές του πολέμου. Η ταινία αυτή, που παρουσιάζει μεταξύ άλλων, Ρώσους στρατιώτες να πυροβολούν παιδιά και να βιάζουν γυναίκες, δεν επιχειρεί πιστεύω, να αναποδογυρίσει την Ιστορία, αλλά να τη συμπληρώσει και να αποκαταστήσει την ισορροπία της. Σίγουρα η ταινία δεν αρέσει στους Ρώσους και τους Πολωνούς, που υπέφεραν τα πάνδεινα από τους Γερμανούς ναζιστές κατακτητές, αλλά η δυσαρέσκειά τους, δεν μπορεί να σβήσει τα γεγονότα και να διαγράψει την ιστορική αλήθεια. Η διάπραξη φόνων και βιασμών, έστω και μεμονωμένων, σε βάρος των ηττημένων Γερμανών από τους νικητές Σοβιετικούς και της θυματοποίησής τους, σε ένα άλλο επίπεδο, από τους Δυτικούς, δεν μπορεί να παραγραφεί και να ξεχαστεί, για χάρη της αντίληψης ότι οι Γερμανοί, δίκαια τιμωρήθηκαν με αυτό τον τρόπο, αφού αυτοί ξεκίνησαν τον πόλεμο και αυτοί διέπραξαν τις χειρότερες γενοκτονίες και θηριωδίες. Έχω την εντύπωση ότι τα διπλά ηθικά κριτήρια στην εκτίμηση ιστορικών γεγονότων και η αποδοχή της βαρβαρότητας, ως νόμιμης απάντησης στη βαρβαρότητα, είναι μια βάναυση οπισθοδρόμηση του ανθρώπινου πνεύματος στο χώρο της πολιτικής και του πολιτισμού, που αφήνει ανοικτό το δρόμο σε ακόμα μεγαλύτερη βαρβαρότητα. Και βέβαια οι Γερμανοί που εκφράζουν σήμερα ικανοποίηση, γιατί αποκαλύπτεται επιτέλους, αυτή η επώδυνη πτυχή της μεγαλύτερης εθνικής τραγωδίας τους, δεν είναι νοσταλγοί του χιτλερισμού, ούτε ανόητοι νεοναζιστές, αλλά πολίτες της σύγχρονης δημοκρατικής Γερμανίας, ιδρυτικού μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ισχυρού συμμάχου των ΗΠΑ. Ο πόνος και η θλίψη των κατοίκων της Δρέσδης, δεν τους κάνει ούτε αντι-αμερικανούς, ούτε αντι-βρετανούς, ούτε αντι- ευρωπαίους. Η Μαργκότ Κάϊσμαν, εκπρόσωπος της Γερμανικής Προτεσταντικής Εκκλησίας, συνόψισε ως εξής, την άποψη των συμπατριωτών της, γι’ αυτή την περίοδο, όταν οι Γερμανοί ξεκίνησαν τον πιο αιματηρό πόλεμο που έγινε ποτέ, συμπεριφέρθηκαν σαν τέρατα και κατέληξαν πρόσφυγες, εξευτελισμένοι αιχμάλωτοι και καμένοι σωροί πτωμάτων, στους Γερμανικούς δρόμους: «Κανένας δεν θέλει να χρησιμοποιήσει τον πόνο της μιας πλευράς, εναντίον του πόνου της άλλης. Αλλά η συμφιλίωση θα γίνει δυνατή, μόνο όταν οι ένοχοι αναγνωρίσουν τα εγκλήματά τους και τα θύματα έχουν την ευκαιρία να πουν την ιστορία τους».