Μια βραδιά στα Δέκα Χρόνια

Του Μάριου Δημητρίου

Είπα αρχικά ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όσους παρευρέθηκαν στην παρουσίαση του βιβλίου μου «Δέκα Χρόνια», το βράδυ της 27ης Δεκεμβρίου 2017 στη Δημοσιογραφική Εστία και βέβαια ευχαρίστησα ιδιαίτερα τον Πρόεδρο της Ένωσης Συντακτών Γιώργο Φράγκο, την Επίκουρη Καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Καλλιόπη Αγαπίου Ιωσηφίδου και τον δικηγόρο και ακτιβιστή ανθρωπίνων δικαιωμάτων Μιχάλη Παρασκευά, που ήταν δίπλα μου στο πάνελ, αυτή τη σημαντική για μένα στιγμή. Σε αυτό το στάδιο, ήταν σύντομη η παρέμβασή μου, εκφράζοντας την ευχή, το βιβλίο, που αποτελείται από χρονογραφήματά μου της τελευταίας δεκαετίας 2007-2017, που δημοσιεύτηκαν σχεδόν όλα, στην προσωπική,  καθημερινή στήλη μου «Εξ Αφορμής», στην εφημερίδα «Η Σημερινή», να διαβαστεί με ενδιαφέρον. Και όπως έγραψα στην έκδοση του προηγούμενου, εναποθέτω τις ελπίδες μου, στην από μια άποψη, ανανεωτική ιδιότητα της λήθης – στο ενδεχόμενο, οι αναγνώστες να έχουν ξεχάσει αυτές τις ιστορίες, έστω κι αν τις διάβασαν στη στήλη μου. Αυτό βέβαια αντιστρατεύεται τη θέση που διατυπώνω στο προλογικό κείμενο του βιβλίου, για τον μάταιο αγώνα του χρονογράφου και του χρονογραφήματος ενάντια στο πεπρωμένο της λήθης, αλλά έτσι κι αλλιώς, η έκδοση ενός βιβλίου με κείμενα γραμμένα σε εφημερίδες, είναι μια αντιφατική διαδικασία, γιατί αφορούν εφήμερα δημοσιεύματα που πεθαίνουν τη μέρα της δημοσίευσής τους, αλλά που εντούτοις φιλοδοξούν να έχουν μια μικρή αθανασία, να επιβιώσουν δηλαδή λίγο περισσότερο, στο μυαλό κάποιων αναγνωστών.

Επέλεξα να διαβάσω ένα από τα πιο «προσωπικά» κείμενα του βιβλίου, ένα από αυτά που έγραψα κατά την παραμονή μου στο Λονδίνο το 2007-2009, με επίκεντρο τους ανθρώπους της κυπριακής παροικίας και τη μοναξιά αυτού που είναι και νιώθει ξένος, σε μια μητρόπολη του εξωτερικού. Έχει τίτλο «Mind the gap between the train and the platform» και γράφτηκε τον Μάρτη 2008:

«Φεύγω από το γυμναστήριο στο High Road Finchley και κανένας δεν μου λέει καληνύχτα. Είναι όντως μια αλλαγή, μετά από είκοσι πέντε χρόνια στο Οlympus της Λευκωσίας, που γυμναζόμουν με τον Ανδρέα Παπαδόπουλο, τον Λευτέρη, τον Ευριπίδη και τους άλλους της παρέας, σαν να ήμασταν στο σπίτι μας. Φέρνω τώρα στο μυαλό μου εκείνους τους Ουκρανούς, που τους τελευταίους μήνες γυμνάζονταν την ίδια ώρα με εμάς και που έφευγαν επίσης με τις καληνύχτες τους χωρίς ανταπόδοση. Σκέφτομαι ότι είμαι τώρα ο Ουκρανός της υπόθεσης, αλλά ξέρετε κάτι; Αυτό δεν με ρίχνει, αντίθετα με ανακουφίζει απροσδόκητα. Στο Fitness First του Λονδίνου, όπου για να μπω πρέπει να περάσω την κάρτα μου από ηλεκτρονικό έλεγχο μπροστά από μια σειρά μελών του προσωπικού, ομοιόμορφα ντυμένων με τη στολή της εταιρίας, δεν μπορώ βέβαια να κουβεντιάσω με κανέναν, π. χ. για την εκλογή Χριστόφια, στην Προεδρία της Κύπρου. Εδώ σε αυτή την τεράστια ολόφωτη σάλα, με τα αμέτρητα μηχανήματα και τις τηλεοπτικές οθόνες, γραμμή τη μια δίπλα στην άλλη, ψηλά στο ταβάνι, μου είναι πιο οικεία τα σίδερα που σηκώνω ή τραβώ, από τους τύπους που γυμνάζονται μαζί μου και κινούνται στο χώρο ανέκφραστοι κι αμίλητοι, με τα μικρόφωνα στ’ αυτιά και τα μάτια στις τηλεοράσεις, λες και δεν έχουν κανέναν άλλον, γύρω τους. Αυτό που θέλω να πω, είναι ότι αρχίζω κι εγώ να συνηθίζω αυτή την παράνοια του κλεισίματος κι έτσι, ενώ δουλεύω με τους κοιλιακούς ή τους δικέφαλους, πλάθω ανενόχλητος ιστορίες με το νου μου, γράφω άρθρα, επεξεργάζομαι θέματα για ρεπορτάζ. Γενικά μιλώ πολύ περισσότερο με τον εαυτό μου τελευταία, από όσο με οποιονδήποτε άλλο και είναι μια ευκαιρία να τον γνωρίσω ακόμα καλύτερα. Μπαίνω στον σταθμό του Bounds Green. Με την κυλιόμενη ηλεκτρική σκάλα, κατεβαίνω στα έγκατα της πόλης, για άλλη μια υπόγεια διαδρομή με την αγαπημένη μου και οικεία πια, Piccantilly Line – τη σιδηροδρομική γραμμή με το μπλε χρώμα, που διασχίζει το βόρειο Λονδίνο, περνά από το κέντρο και καταλήγει στο Χίθροου. Το όχημα προβάλλει από τη σκοτεινή σήραγγα σαν ένα ανυπόμονο, γιγαντιαίο σκουλήκι και σταματά μπροστά μου με ανατριχιαστικούς τριγμούς. Τα βαγόνια είναι μισογεμάτα και ανεβαίνω σε αυτό με τον λιγότερο κόσμο. Κάποτε βέβαια η επιλογή μου λειτουργεί στη βάση μιας περίεργης παρόρμησης, περισσότερο «φωτογραφικής» – ανάλογα δηλαδή με το ποιο πρόσωπο από αυτά που ήδη βρίσκονται στο τραίνο, μου φαίνεται ενδιαφέρον. Μια ρομποτική γυναικεία φωνή, υπενθυμίζει σε αυτούς που κατεβαίνουν: Mind the gap between the train and the platform. Οι πόρτες κλείνουν με ξερό κρότο και η αμαξοστοιχία αναπτύσσει ταχύτητα. Το ρομπότ αναγγέλλει τον επόμενο σταθμό: Wood Green. Και ύστερα τον επόμενο και όλους τους άλλους – Turnpike Lane, Manor Ηουse, Finsbury Park… Όσο πλησιάζουμε το κεντρικό Λονδίνο, οι επιβάτες ανεβοκατεβαίνουν κατά κύματα και πληθαίνουν. Ανάμεσα στο Covent Garden και το Leister Square, δυο ξανθά αδελφάκια, στριφογυρίζουν γελώντας στον κεντρικό στύλο του βαγονιού, με τη μητέρα τους να διαβάζει…απτόητη, την εφημερίδα της. Απέναντί μου κάθεται ένας νεαρός Εγγλέζος, με μαλλιά βαμμένα πράσινα. Ρίχνει λοξές ματιές στη διπλανή μου στα δεξιά, μια εντυπωσιακή Σλάβα που κρατά μπροστά της ένα μικρό καθρεφτάκι και βάφεται με μια απίστευτη ενδελέχεια, λες και είναι μόνη, στο υπνοδωμάτιό της. Στα αριστερά μου, δυο μεσήλικες μαύροι, χειρονομούν και μιλούν ένα είδος άπιαστων για μένα αγγλικών, απ’ όπου ξεχωρίζω μόνο κάποιες λέξεις. Παραδίπλα ένας Κινέζος, έχει το laptop του ανοικτό στα γόνατά του και σερφάρει στον…κόσμο του. Ανοίγουν οι πόρτες και ξεχύνονται όλοι στους δαιδαλώδεις διαδρόμους, για να μπουν σε άλλα τραίνα, ή να βγουν στο δρόμο. Η συνάντησή μας έληξε κι εξατμίστηκε στη στιγμή και μάλλον δεν θα επαναληφθεί. Mind the gap between the train and the platform. Προσέχω το κενό, μεταξύ του τραίνου και της πλατφόρμας. Το ρομπότ δεν είναι προγραμματισμένο να προειδοποιήσει για οποιοδήποτε άλλο κενό στο ταξίδι, που άρχισε πριν καιρό και ελπίζω να κρατήσει για πολύ».

Έκανα στη συνέχεια, αναφορά στα χρονογραφήματα των τελευταίων χρόνων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο, με επίκεντρο την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ευάλωτων ομάδων που υφίστανται εκμετάλλευση και κακομεταχείριση μέσα στην κυπριακή κοινωνία, όπως είναι οι μετανάστες και πρόσφυγες και οι αλλοδαπές γυναίκες θύματα σωματεμπορίου.

Ακολουθεί το χρονογράφημα του Φεβρουαρίου 2014, με τίτλο «Κρυφτούλι με τους σωματέμπορους», που επέλεξα να διαβάσω στην παρουσίαση του βιβλίου – κάτι που δεν έκανα τελικά, για να δώσω περισσότερο χρόνο στη συζήτηση με τους παρευρισκόμενους.

«Το δραματικό «κρυφτούλι» που για χρόνια έπαιζαν με σωματέμπορους οι αστυνομικοί του Γραφείου Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων της Αστυνομίας, προκειμένου να προστατεύσουν νεαρή Μολδαβή, θύμα trafficking και να τη βοηθήσουν να ξεφύγει από το απάνθρωπο αυτό κύκλωμα και μάλιστα να σπουδάσει σε κυπριακό πανεπιστήμιο, περίγραψε χθες η επικεφαλής του Γραφείου Υπαστυνόμος Ρίτα Σούπερμαν, μιλώντας στην ημερίδα του Πανεπιστημίου Frederick. Μόνο που σε αυτό το κυνηγητό με «κλέφτες και αστυνόμους», κατά κάποιο τρόπο οι κυνηγοί ήταν οι κλέφτες και οι κυνηγημένοι ήταν οι αστυνόμοι! Εξηγώντας το πώς οι διακινητές γυναικών στρατολογούν τα θύματά τους, η κ. Σούπερμαν ανέφερε το παράδειγμα της Ιρίνα, που την εξαπάτησαν ότι ο μόνος τρόπος για να έρθει στην Κύπρο και να ακολουθήσει το όνειρό της να σπουδάσει, ήταν να έρθει ως καλλιτέχνιδα σε καμπαρέ, εξασφαλίζοντας τη σχετική βίζα, όπως ίσχυε μέχρι πριν λίγα χρόνια στην Κύπρο. «Αντιλαμβάνεστε ότι όταν ήρθε κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν υπήρχε περίπτωση να ξεφύγει από το καμπαρέ και να μπορέσει να σπουδάσει», είπε η Υπαστυνόμος και συνέχισε: «Όταν εντοπίστηκε στο καμπαρέ που εργαζόταν μετά από αστυνομική επιχείρηση, μεταφέρθηκε σε ιδιωτικό καταφύγιο. Η κοπέλα που ήταν υπεύθυνη για το καταφύγιο, δέχτηκε τηλεφωνήματα από τους διακινητές της, που της ζητούσαν να τους τη «δώσει» με το αζημίωτο. Η υπεύθυνη το ανέφερε στην Αστυνομία, οπότε εμείς βρεθήκαμε στη δύσκολη θέση να τη μετακινήσουμε από εκεί. Τη μεταφέραμε σε ένα χωριό, ενώ οι διακινητές στο μεταξύ την αναζητούσαν…έφτασαν στο σημείο να στείλουν κάποιους στη μητέρα της, στη χώρα της και την απείλησαν ότι “η κόρη σου θα βρεθεί μέσα στο χαντάκι”. Μετά από λίγο καιρό, μια άγνωστη γυναίκα πήγε στη μητέρα της και ζήτησε το τηλέφωνο της Ιρίνα, ξεγελώντας την ότι ήταν φίλη της. Της τηλεφώνησε, οπότε εμείς αναγκαστήκαμε να τη μετακινήσουμε σε ένα άλλο χωριό, όπου βρήκε δουλειά σε εστιατόριο. Εργαζόταν όλη μέρα στο εστιατόριο, όμως το όνειρό της ήταν να σπουδάσει. Έκανε εγγραφή σε πανεπιστήμιο κι εδώ μπήκε στην ιστορία και η κυρία Ανδρούλα Χριστοφίδου Henriques (Πρόεδρος της μη κυβερνητικής οργάνωσης Cyprus Stop Trafficking), που βοήθησε οικονομικά για τις σπουδές της Ιρίνα και την ευχαριστούμε. Η κοπέλα πήγαινε κάθε μέρα από το χωριό με λεωφορείο στο πανεπιστήμιο, μέχρι που τέλειωσε τις σπουδές της. Της είχαμε δώσει άλλο διαβατήριο, ψεύτικο και ευτυχώς δεν την εντόπισαν οι σωματέμποροι. Ενώ διαρκούσε η δίκη και προσπαθούσαμε να μη μας ακολουθήσουν για να δουν πού διέμενε, απείλησαν ότι αυτή την κοπέλα “θα την παντρέψουν με το χάρο”. Αντιλαμβάνεστε την ευθύνη που είχαμε, για να την προστατεύσουμε…Σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο της, έφυγε για ένα χρόνο στο εξωτερικό, στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού προγράμματος Erasmus και επέστρεψε στην Κύπρο, όπου συνέχισε τις σπουδές της…έκανε μαθήματα αυτοκινήτου, βρήκε δουλειά με την αξία της, χωρίς τη βοήθεια κανενός και σήμερα ζει μια φυσιολογική ζωή»… Να αναφέρω μια «λεπτομέρεια» που δεν είναι λεπτομέρεια και που δεν ανέφερε η Ρίτα Σούπερμαν στην παρέμβασή της. Οι σωματέμποροι αθωώθηκαν, παρόλο που η Ιρίνα, ήταν η «τέλεια» μάρτυρας κατηγορίας…Για ακόμα μια φορά, λειτούργησε αρνητικά, η τεράστια χρονική καθυστέρηση διεξαγωγής της δίκης. Στα 2-3 χρόνια που μεσολάβησαν, ο συνεργάτης της Αστυνομίας που θα έδινε την κρίσιμη ενοχοποιητική μαρτυρία, χάθηκε. Και μαζί του, χάθηκε η υπόθεση της σύλληψης και λογοδοσίας των θυτών».

Φωτό: Στιγμιότυπο από τη βραδιά της παρουσίασης του βιβλίου, με  τον συγγραφέα να υποδέχεται τους προσερχόμενους στην εκδήλωση. (Φωτογραφία Βάσια Χαραλαμπίδη).