Ο Φεβρουάριος του Πρίμο Λέβι

Του Μάριου Δημητρίου

Ήταν Φεβρουάριος – του 1986 – όταν ο Ιταλοεβραίος συγγραφέας του Ολοκαυτώματος, Πρίμο Λέβι, Χημικός στο επάγγελμα, δημοσίευσε στα 68 του χρόνια, ένα αθάνατο κείμενο, όπου απαντά στις ερωτήσεις που του απηύθυναν πιο συχνά, για την εμπειρία του στο Άουσβιτς, όπου είχε μεταφερθεί έναν άλλο Φεβρουάριο, αυτόν του 1944 και όπου βίωσε το απόλυτο κακό, για ένα χρόνο, πριν απελευθερωθεί από τον Κόκκινο Στρατό στις 27 Ιανουαρίου του 1945, μαζί με ελάχιστους συγκρατούμενούς του που είχαν επιβιώσει. Να τι έγραψε, μεταξύ άλλων:

«Όσο ήμουν στο στρατόπεδο, η ανάγκη μου να πω την ιστορία, ήταν τόσο δυνατή που άρχισα να περιγράφω τις εμπειρίες μου εκεί, επιτόπου, σε αυτό το γερμανικό εργαστήριο, το «γεμάτο» με παγωμένο κρύο, πόλεμο και άγρυπνα μάτια. Και παρόλα αυτά, ήξερα ότι δεν θα μπορούσα κάτω από οποιαδήποτε περίπτωση, να διαφυλάξω αυτά τα προχειρογραμμένα σημειώματα. Μόλις επέστρεψα στην Ιταλία, αισθάνθηκα υποχρεωμένος να γράψω και μέσα σε λίγους μήνες, έγραψα το «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος». Περίπου 15 χρόνια αργότερα, έγραψα το «Η ανακωχή». Μου έχουν υποβληθεί πολλές ερωτήσεις σχετικά με αυτά τα βιβλία, τις οποίες προτίθεμαι να απαντήσω εδώ.

Στα βιβλία σας δεν χρησιμοποιείτε εκφράσεις μίσους για τους Γερμανούς, ούτε εκφράζετε επιθυμία για εκδίκηση. Τους έχετε συγχωρήσει;

Θεωρώ το μίσος κάτι κτηνώδες και ακατέργαστο και για αυτό προτιμώ oι ενέργειες και oι σκέψεις μου να αποτελούν προϊόν όσο το δυνατόν περισσότερο της λογικής. Πολύ λιγότερο αποδέχομαι το μίσος που απευθύνεται συλλογικά σε μια εθνική ομάδα, για παράδειγμα σε όλους τους Γερμανούς. Aν το δεχόμουν αυτό, θα ήταν σαν να ακολουθούσα τις αρχές του ναζισμού, που ιδρύθηκε ακριβώς στη βάση του εθνικού και φυλετικού μίσους. Πρέπει να παραδεχτώ ότι αν είχα μπροστά μου έναν από τους διώκτες μας εκείνων των ημερών, συγκεκριμένα, γνώριμα πρόσωπα, θα έμπαινα στον πειρασμό να μισήσω και μάλιστα βίαια. Αλλά ακριβώς επειδή δεν είμαι φασίστας ή ναζιστής, αρνούμαι να υποκύψω σε αυτόν τον πειρασμό. Πιστεύω στη λογική και τη συζήτηση, ως υπέρτατα μέσα προόδου. Έτσι, καθώς περιέγραφα τον τραγικό κόσμο του Άουσβιτς, υιοθέτησα σκόπιμα την ήρεμη και νηφάλια γλώσσα του μάρτυρα, όχι τους θρηνητικούς τόνους του θύματος, ή τη θυμωμένη φωνή κάποιου που αναζητά εκδίκηση. Θεωρούσα ότι όσο πιο αντικειμενικά κατάφερνα να αποδώσω τη μαρτυρία μου, όσο λιγότερο συναισθηματικά φορτισμένη, τόσο πιο αξιόπιστη και χρήσιμη θα ήταν. Την ίδια στιγμή, δεν θα ήθελα, η απουσία μιας απερίφραστης καταδίκης, να συγχέεται με μία άνευ όρων συγχώρεση. Όχι, δεν έχω συγχωρήσει κανέναν από τους ενόχους και δεν είμαι πρόθυμος να συγχωρήσω ούτε έναν από αυτούς, εκτός κι αν έχει δείξει (με πράξεις, όχι με λόγια και όχι πολύ αργά), ότι έχει συνειδητοποιήσει τα εγκλήματα και τα λάθη και είναι αποφασισμένος να τα καταδικάσει, να τα ξεριζώσει από τη συνείδησή του και να διαμορφώσει και τις συνειδήσεις των άλλων, επειδή ένας εχθρός που βλέπει τα λάθη του, παύει να είναι εχθρός.

Ήξεραν οι Γερμανοί πολίτες, τι συνέβαινε;

Πώς είναι δυνατόν η εξολόθρευση εκατομμυρίων ανθρώπων, να μπορούσε να πραγματοποιηθεί στην καρδιά της Ευρώπης, χωρίς να γνωρίζει κανείς; Ο κόσμος στον οποίο ζούμε εμείς οι δυτικοί, σήμερα, πάσχει από σοβαρές αβλεψίες και κινδύνους, αλλά σε σύγκριση με τις χώρες και τις εποχές, κατά τις οποίες η δημοκρατία καταπνίγεται, έχει ένα τεράστιο πλεονέκτημα: όλοι γνωρίζουν για όλα. Η πληροφόρηση σήμερα, είναι η «τέταρτη εξουσία». Σε ένα αυταρχικό κράτος, δεν ισχύει αυτό. Υπάρχει μόνο μία Αλήθεια, που διακηρύσσεται από τα πάνω. Οι εφημερίδες είναι όλες ίδιες, επαναλαμβάνουν τη μία και μοναδική αλήθεια. Η προπαγάνδα, υποκαθιστά την πληροφόρηση. Είναι σαφές ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες, καθίσταται δυνατό (αν και όχι πάντα εύκολο, αφού ποτέ δεν είναι εύκολο να πλήξεις με τέτοια βία, την ανθρώπινη φύση), να σβήσουμε αρκετά μεγάλα κομμάτια της πραγματικότητας. Ωστόσο, δεν ήταν δυνατόν να μείνει κρυφή η ύπαρξη ενός τόσο οργανωμένου συστήματος, όπως αυτό των στρατοπέδων συγκέντρωσης, από τον γερμανικό λαό. Επιπλέον, από τη ναζιστική σκοπιά, αυτό δεν ήταν κάτι επιθυμητό. Η δημιουργία και η διατήρηση μιας ατμόσφαιρας γενικευμένου, απροσδιόριστου τρόμου στη χώρα, ήταν ένας από τους στόχους του ναζισμού. Ήταν εξίσου βολικό, οι ίδιοι οι πολίτες να γνωρίζουν ότι το να αντιταχθούν στον Χίτλερ, ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο. Στην πραγματικότητα, εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί, περιορίστηκαν στα στρατόπεδα, από τους πρώτους μήνες του ναζισμού: κομμουνιστές, σοσιαλδημοκράτες, φιλελεύθεροι, εβραίοι, προτεστάντες, καθολικοί. Όλη η χώρα το γνώριζε, ήξεραν ότι στα στρατόπεδα, οι άνθρωποι υποφέρουν και πεθαίνουν. Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι η μεγάλη μάζα των Γερμανών, παρέμεινε ανενημέρωτη για τις πιο άθλιες λεπτομέρειες όσων συνέβησαν αργότερα, στα στρατόπεδα: η μεθοδικά βιομηχανοποιημένη εξολόθρευση εκατομμυρίων ανθρώπων, οι θάλαμοι αερίων, οι κλίβανοι καύσης, όλα αυτά δεν προορίζονταν να γίνουν γνωστά και στην πραγματικότητα, λίγοι τα γνώριζαν μέχρι το τέλος του πολέμου. Μεταξύ άλλων προφυλάξεων, για να διατηρηθεί το μυστικό, χρησιμοποιήθηκαν προσεχτικά μελετημένοι κυνικοί ευφημισμοί στην επίσημη γλώσσα: κανείς δεν μίλησε για «εξόντωση» αλλά για «τελική λύση», όχι για «απέλαση» αλλά για «μεταφορά», όχι «δολοφονία με αέρια», αλλά «ειδική μεταχείριση». Ευλόγως, ο Χίτλερ φοβόταν ότι αυτές οι τρομακτικές ειδήσεις, εάν αποκαλύπτονταν, θα έθεταν σε κίνδυνο την τυφλή πίστη που του είχε η χώρα και θα πλήττονταν το ηθικό των στρατιωτών. Ωστόσο, οι περισσότεροι Γερμανοί διέθεταν ποικίλες πηγές πληροφόρησης. Το να γνωρίζει και να μιλάει κανείς για όσα ήξερε, ήταν ένας τρόπος να κρατήσει την απόστασή του από τον ναζισμό. Αλλά οι περισσότεροι Γερμανοί δεν ήξεραν, γιατί δεν ήθελαν να ξέρουν. Στην πραγματικότητα, ήθελαν να μην ξέρουν. Είναι αλήθεια ότι ο γερμανικός λαός, στο σύνολό του, δεν προσπάθησε καν, να αντισταθεί. Στη Γερμανία του Χίτλερ, υπήρξε ένας ιδιαίτερα διαδεδομένος κώδικας: αυτοί που ήξεραν δεν μιλούσαν· όσοι δεν γνώριζαν, δεν έκαναν ερωτήσεις· όσοι έκαναν ερωτήσεις, δεν λάμβαναν απαντήσεις. Κλείνοντας το στόμα, τα μάτια του και τα αυτιά του, ο τυπικός Γερμανός πολίτης, δημιούργησε για τον εαυτό του την ψευδαίσθηση ότι δεν γνώριζε, επομένως δεν ήταν συνεργός σε όσα συνέβαιναν έξω από την πόρτα του.

Υπήρχαν κρατούμενοι που διέφυγαν από τα στρατόπεδα; Πώς γίνεται και δεν υπήρξαν μεγάλες εξεγέρσεις;

Αυτό είναι από τα πιο συχνά ερωτήματα που μου θέτουν. Πρέπει επομένως να πηγάζει από κάποια ιδιάζουσα περιέργεια ή ανάγκη. Η ερμηνεία μου, είναι αισιόδοξη: Οι σημερινοί νέοι, πιστεύουν ότι η ελευθερία είναι ένα προνόμιο, χωρίς το οποίο δεν μπορεί κανείς να ζήσει, ανεξαρτήτως συνθηκών. Γι’ αυτούς, λοιπόν, η ιδέα της φυλακής, συνδέεται άμεσα με την ιδέα της απόδρασης ή της εξέγερσης. Η έννοια της απόδρασης ως ηθικής υποχρέωσης, ενισχύεται από τη ρομαντική λογοτεχνία, από τη λαϊκή λογοτεχνία και από τον κινηματογράφο, στον οποίο ο ήρωας, αδίκως (ή και δικαίως) φυλακισμένος, προσπαθεί πάντα να δραπετεύσει, ακόμη και στις λιγότερο ευνοϊκές περιστάσεις – και η προσπάθειά του στέφεται πάντα με επιτυχία. Ίσως είναι καλό το ότι η στέρηση της ελευθερίας θεωρείται κάτι μη φυσιολογικό, σαν μια ασθένεια που πρέπει να θεραπευθεί με διαφυγή ή εξέγερση.

Δυστυχώς, αυτή η εικόνα προσεγγίζει στο ελάχιστο την αλήθεια, για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μόνο μερικές εκατοντάδες αιχμάλωτοι προσπάθησαν να ξεφύγουν, για παράδειγμα, από το Άουσβιτς. Από αυτούς, ίσως, λίγοι τα κατάφεραν. Η απόδραση ήταν δύσκολη και εξαιρετικά επικίνδυνη. Οι φυλακισμένοι ήταν εξαντλημένοι και αποδυναμωμένοι από την πείνα και την κακομεταχείριση. Τα κεφάλια τους ήταν ξυρισμένα, τα ριγέ ρούχα τους αμέσως αναγνωρίσιμα και τα ξύλινα παπούτσια τους, έκαναν αδύνατο το αθόρυβο και γρήγορο περπάτημα. Δεν είχαν χρήματα και δεν μιλούσαν την πολωνική, την τοπική γλώσσα, ούτε είχαν επαφές στην περιοχή, η οποία τους ήταν ξένη. Πάνω από όλα, χρησιμοποιήθηκαν σκληρά αντίποινα, για να αποθαρρυνθούν οι προσπάθειες διαφυγής. Όποιος πιάστηκε προσπαθώντας να δραπετεύσει, κρεμάστηκε δημόσια (συχνά, μετά από σκληρά βασανιστήρια). Όταν αποκαλυπτόταν μια απόδραση, οι φίλοι του φυγόδικου θεωρούνταν συνεργοί και αφήνονταν να πεθάνουν από πείνα. Όλοι οι υπόλοιποι κρατούμενοι, αναγκάζονταν να σταθούν όρθιοι για 24 ώρες. Κάποιες φορές οι γονείς των «ενόχων» συλλαμβάνονταν και στέλνονταν σε στρατόπεδα. Οι φρουροί των SS που σκότωναν έναν φυλακισμένο κατά τη διάρκεια μιας απόπειρας διαφυγής, λάμβαναν ειδική άδεια. Σαν αποτέλεσμα, συνέβαινε συχνά ένας φρουρός SS να πυροβολεί φυλακισμένους που δεν είχαν πρόθεση να διαφύγουν, για να δικαιούται άδεια. Το γεγονός αυτό αύξησε τεχνητά τον επίσημο αριθμό προσπαθειών απόδρασης, που καταγράφηκε στα στατιστικά στοιχεία. Όπως έχω πει, ο πραγματικός αριθμός ήταν πολύ μικρός, αποτελούμενος σχεδόν αποκλειστικά από έναν ελάχιστο αριθμό «άριων» (δηλαδή μη Εβραίων) Πολωνών κρατουμένων, που ζούσαν σχετικά κοντά στον καταυλισμό και συνεπώς είχαν τη διαβεβαίωση, ότι θα τους προστάτευαν οι ντόπιοι. Όσο για το ότι δεν υπήρχαν εξεγέρσεις, η ιστορία είναι κάπως διαφορετική. Καταρχάς, πρέπει να θυμόμαστε ότι κάποιες εξεγέρσεις έχουν επιβεβαιωθεί σε ορισμένα στρατόπεδα: Treblinka, Sobibor, ακόμη και Birkenau, που ήταν ένα από τα παραρτήματα του Άουσβιτς. Δεν ήταν πολλές. Όπως και η εξέγερση στο γκέτο της Βαρσοβίας, αντιπροσώπευαν μάλλον παραδείγματα έκτακτου ηθικού σθένους. Σε κάθε περίπτωση, σχεδιάστηκαν και οδηγήθηκαν από φυλακισμένους που ήταν προνομιούχοι με κάποιο τρόπο και κατά συνέπεια βρίσκονταν σε καλύτερη φυσική και πνευματική κατάσταση, από ό,τι ο μέσος κρατούμενος. Αυτό δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη: μόνο με την πρώτη ματιά, φαίνεται παράδοξο ότι οι άνθρωποι που επαναστάτησαν, ήταν εκείνοι που υπέφεραν λιγότερο. Και εκτός στρατοπέδων, οι αγώνες σπάνια οδηγούνται από τους καταπιεσμένους. Οι άνθρωποι στα κουρέλια, δεν εξεγείρονται. Στα στρατόπεδα πολιτικών κρατουμένων, ή εκεί όπου οι πολιτικοί κρατούμενοι ήταν πλειοψηφία, οι συνωμοσίες δεν ήταν ασυνήθιστες και συχνά ήταν αποτέλεσμα, αρκετά αποτελεσματικών πρακτικών, πάντως όχι ανοιχτών εξεγέρσεων. Ανάλογα με τα στρατόπεδα και τη χρονική συγκυρία, οι κρατούμενοι πετύχαιναν, για παράδειγμα, να εκβιάζουν ή να διαφθείρουν τα SS, περιορίζοντας έτσι τη χωρίς όρια εξουσία τους· να σαμποτάρουν εργασίες της πολεμικής βιομηχανίας· να οργανώσουν αποδράσεις· να επικοινωνούν μέσω ραδιοφώνου με τους Συμμάχους και να τους παρέχουν πληροφορίες, σχετικά με τις τρομακτικές συνθήκες που επικρατούσαν στα στρατόπεδα· να βελτιώσουν τη μεταχείριση των ασθενών, υποκαθιστώντας τους γιατρούς των κρατουμένων· να παίξουν ρόλο στην «καθοδήγηση» της διαλογής, ώστε να στέλνονται στο θάνατο κατάσκοποι και προδότες, σώζοντας κρατουμένους, η επιβίωση των οποίων είχε ιδιαίτερη σημασία· στο να συμβάλλουν στην προετοιμασία, ακόμα και με στρατιωτικούς όρους, αντίστασης σε περίπτωση που οι Ναζί αποφάσιζαν, με το Μέτωπο να έρχεται πιο κοντά, να εξαφανίσουν τα στρατόπεδα (όπως άλλωστε έκαναν). Στα στρατόπεδα όπου η πλειονότητα ήταν Εβραίοι, όπως το Άουσβιτς, η οποιαδήποτε αντίσταση, ενεργητική ή παθητική, ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Οι κρατούμενοι ήταν, ως επί το πλείστο, στερημένοι από οποιαδήποτε οργανωτική ή στρατιωτική εμπειρία. Προέρχονταν από όλες τις χώρες της Ευρώπης και μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες. Είχαν υποστεί λιμοκτονία και ήταν πιο αδύναμοι και εξαντλημένοι, από τους υπόλοιπους· συχνά είχαν πίσω τους μια μακρά ιστορία πείνας, διωγμών και ταπείνωσης στα γκέτο. Η περίοδος διαμονής τους στα στρατόπεδα, ήταν τραγικά σύντομη. Ήταν, εν συντομία, ένας κυμαινόμενος πληθυσμός, συνεχώς αποδεκατισμένος από τον θάνατο, που ανανεωνόταν από την ατελείωτη άφιξη καινούργιων κρατουμένων. Μπορεί να αναρωτιέστε γιατί οι φυλακισμένοι που μόλις αποβιβάζονταν από τα τρένα δεν εξεγείρονταν, όσο περίμεναν για ώρες (μερικές φορές για μέρες!) να εισέλθουν στους θαλάμους αερίων. Πρέπει να προσθέσω ότι οι Γερμανοί, είχαν τελειοποιήσει ένα διαβολικά έξυπνο και ευπροσάρμοστο σύστημα συλλογικού θανάτου. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όσοι κατέφταναν, δεν ήξεραν τι τους περίμενε. Τους υποδέχονταν με ψυχρή αποτελεσματικότητα, αλλά χωρίς βιαιότητα, καλώντας τους να ξεντυθούν για το «ντους». Μερικές φορές, τους έδιναν σαπούνι και πετσέτες και τους υπόσχονταν ζεστό καφέ, μετά τα ντους. Οι θάλαμοι αερίων, ήταν καμουφλαρισμένοι με σωλήνες, βρύσες, γκαρνταρόμπα, γάντζους ρούχων, παγκάκια και ούτω καθεξής. Εάν οι κρατούμενοι έδειχναν το ελάχιστο σημάδι ότι γνώριζαν ή υποπτεύονταν την αναπόδραστη μοίρα, οι SS και οι συνεργάτες τους, χρησιμοποιούσαν εκπληκτικές τακτικές – παρεμβαίνοντας με ακραίες βιαιότητες, με φωνές, απειλές, κλωτσιές, πυροβολισμούς· ελευθερώνοντας τα σκυλιά τους, τα οποία ήταν εκπαιδευμένα να κομματιάζουν ανθρώπους, ανθρώπους μπερδεμένους, απελπισμένους, αποδυναμωμένους έπειτα από πέντε ή δέκα ημέρες ταξιδιού, σε σφραγισμένα σιδηροδρομικά οχήματα. Έτσι, αυτό που έχει ειπωθεί μερικές φορές –ότι η δειλία κράτησε τους Εβραίους από το να επαναστατήσουν – είναι παράλογο και προσβλητικό. Αρκεί να θυμηθούμε ότι οι θάλαμοι αερίων στο Άουσβιτς, δοκιμάστηκαν πρώτα σε μια ομάδα 300 Ρώσων αιχμαλώτων πολέμου – νεαρών, στρατιωτικά εκπαιδευμένων, πολιτικά κακοποιημένων, που δεν παρεμποδίζονταν από την παρουσία γυναικών και παιδιών – και ούτε καν αυτοί, δεν εξεγέρθηκαν. Θα ήθελα να προσθέσω μια τελευταία σκέψη. Η βαθιά ριζωμένη συνείδηση ​ότι δεν πρέπει να συναινέσεις στην καταπίεση, αλλά αντίθετα οφείλεις να αντισταθείς, δεν ήταν ευρέως διαδεδομένη στη φασιστική Ευρώπη και ήταν ιδιαίτερα αδύναμη στην Ιταλία. Ήταν η κληρονομιά ενός περιορισμένου κύκλου, πολιτικά ενεργών ανθρώπων. Αλλά ο φασισμός και ο ναζισμός απομόνωσαν, εκδίωξαν, τρομοκράτησαν ή κατέστρεψαν αυτούς τους ανθρώπους. Δεν πρέπει να ξεχνάτε ότι τα πρώτα θύματα των γερμανικών στρατοπέδων, κατά εκατοντάδες χιλιάδες, ήταν τα στελέχη των αντιναζιστικών πολιτικών κομμάτων. Χωρίς τη συμβολή τους, η βούληση για αντίσταση, θα ξεκινούσε πολύ αργότερα.

Λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση του κειμένου αυτού, τον Απρίλη 1987, ο Πρίμο Λέβι αυτοκτόνησε πέφτοντας από τον τρίτο όροφο πολυκατοικίας στο Τορίνο. Υπέφερε για χρόνια από κατάθλιψη και μετατραυματικό στρες. Οι βιογράφοι του αποδέχονται αυτή την εκδοχή, «για ένα άνθρωπο που επέζησε από το Άουσβιτς, αλλά όχι από το σκοτάδι που τον σημάδεψε εκεί». Ο βραβευμένος με Νόμπελ και επίσης επιζών του Ολοκαυτώματος, Elie Wiezel, είχε πει ότι «ο Πρίμο δεν πέθανε το 1987, πέθανε 40 χρόνια νωρίτερα».